του Ανδρέα Θεοφάνους
Το κείμενο αυτό γράφεται σε μια δύσκολη περίοδο όχι μόνο για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αλλά και για το διεθνές σύστημα γενικότερα. Η περίοδος αυτή συμπίπτει επίσης με τα 20άχρονα της μεγάλης διεύρυνσης του 2004.
Στη σημερινή συγκυρία η ΕΕ αντιμετωπίζει πολλαπλές προκλήσεις. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι εκτός από τον ευρωσκεπτικισμό βρισκόμαστε επίσης ενώπιον της έξαρσης του λαϊκισμού, ο οποίος κατά καιρούς είναι δυνατό να οδηγήσει σε επικίνδυνες καταστάσεις. Ωστόσο, παρά τις πολλές επικρίσεις για αρκετά θέματα, η ΕΕ παραμένει ένα από τα πιο επιθυμητά μέρη, αν όχι το πιο επιθυμητό μέρος, στον κόσμο για να ζει κάποιος. Ως εκ τούτου η κριτική προσέγγιση που εκφράζεται στο παρόν άρθρο έχει ως κύριο στόχο να συμβάλει στο μέτρο του δυνατού σε δράσεις που μπορούν να καταστήσουν την ΕΕ ένα ακόμη καλύτερο μέρος, καθώς και σε μια αποτελεσματική διεθνή πολιτική οντότητα η οποία να εμπνέει αξιοπιστία και σεβασμό.
Διαχωρίζω την ιστορία της ΕΕ σε τρεις περιόδους. Η πρώτη από τη Συνθήκη της Ρώμης το 1958 έως το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την επανένωση της Γερμανίας. Η δεύτερη από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 μέχρι την εισαγωγή του ευρώ το 1999. Και η τρίτη από τις αρχές του νέου αιώνα μέχρι σήμερα.
Οι στόχοι που τέθηκαν κατά την πρώτη περίοδο εκπληρώθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό. Οι πληγές του παρελθόντος επουλώθηκαν, η οικονομική ανασυγκρότηση επιτεύχθηκε, η Δυτική Ευρώπη βίωσε μια άνευ προηγουμένου περίοδο ειρήνης και ευημερίας και το μέλλον φαινόταν ευοίωνο. Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) μέχρι το 1991 είχε εξελιχθεί στην ΕΕ, η Γερμανία επανενώθηκε χωρίς πόλεμο, η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε και ο κομμουνισμός κατέρρευσε.
Με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ένας σημαντικός στόχος ήταν η σφυρηλάτηση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης περιλαμβανομένης της υιοθέτησης ενός κοινού νομίσματος, του ευρώ. Και αυτός ο στόχος εν πολλοίς υλοποιήθηκε. Θα πρέπει να σημειωθεί όμως ότι υπήρξε έντονη αντίδραση από τη Βρετανία, η οποία επέλεξε να μείνει εκτός Ευρωζώνης αν και πληρούσε τα κριτήρια. Το Λονδίνο θεωρούσε σημαντικό να διατηρήσει την εθνική του κυριαρχία. Επιπρόσθετα, η τότε ηγέτης της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν πεπεισμένη ότι η συγκεκριμένη πολιτική θα ευνοούσε τη Γερμανία. Πέραν τούτου, η εκτίμηση της Θάτσερ ήταν ότι η ΟΝΕ δεν θα οδηγούσε σε θετικά αποτελέσματα. Μερικά χρόνια αργότερα η Ελλάδα έγινε μέλος της Ευρωζώνης, αν και είναι αμφίβολο κατά πόσον πληρούσε τα σχετικά κριτήρια. Αυτή ήταν μια εποχή που υπήρχαν φωνές από την Αριστερά σε όλη την Ευρώπη ότι η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης συνδεόταν με μια πορεία συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους. Ήταν εκείνη την περίοδο που ασκήθηκε επίσης κριτική για την αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης. Οι θεωρητικές προσεγγίσεις αυτών που άσκησαν κριτική, με επικεφαλής τον Martin Feldstein, ήταν σωστές. Δυστυχώς δεν δόθηκε καμιά σημασία σε αυτές ως αποτέλεσμα των ιδεολογικών και άλλων προσεγγίσεων της Γερμανίας.
Στη δεκαετία του 1990 γίναμε επίσης μάρτυρες της βίαιης διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Η ΕΕ θα μπορούσε να είχε διαδραματίσει έναν πιο εποικοδομητικό ρόλο σε αυτή τη μεγάλη κρίση.
Η πορεία της ΕΕ από τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα ήταν προβληματική. Η οικονομική κρίση δεν αντιμετωπίστηκε σωστά. Οι πολιτικές της Τρόικας ήταν όχι μόνο λανθασμένες αλλά και αδικαιολόγητα σκληρές, δημιουργώντας περισσότερα προβλήματα απ’ αυτά που υποτίθεται ότι επίλυσαν. Στις περιπτώσεις της Ελλάδας και της Κύπρου, η σκληρότητα αυτή ήταν πρωτοφανής. Και δεν υπήρχε αλληλεγγύη ούτε κοινωνική ευαισθησία. Ότι υπήρχε ανάγκη για οικονομική αναδιάρθρωση και εξορθολογισμό είναι αναμφίβολο. Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε να είχε γίνει με μικρότερο κοινωνικό κόστος. Εξάλλου, και στις δύο περιπτώσεις υπήρχαν ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες για τις κρίσεις. Σε αυτή την περίοδο επιβλήθηκε σε ολόκληρη την Ευρωζώνη ένα σκληρό νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα το οποίο εν πολλοίς έχει οδηγήσει σε δυσμενή κοινωνικοοικονομικά αποτελέσματα.
Η πανδημία του COVID-19 αποτέλεσε ένα επιπλέον σημείο καμπής για την ΕΕ. Έγινε κατανοητό ότι οι συνέπειες θα ήταν καταστροφικές εάν η ΕΕ επέμενε στους όρους και τις προϋποθέσεις του Συμφώνου Σταθερότητας. Τον Απρίλιο του 2020 σε συνεδρίαση του Eurogroup λήφθησαν αποφάσεις για νομισματική και δημοσιονομική χαλάρωση. Ταυτόχρονα υπήρξε δήλωση με την οποία γινόταν παραδοχή ότι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η προηγούμενη κρίση – αυτή της Ευρωζώνης- θα μπορούσε να ήταν καλύτερος.
Το Brexit αποτέλεσε άλλη μια οπισθοδρόμηση για την ΕΕ. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης αρκετοί παράγοντες και αναλυτές εξέφρασαν την άποψη ότι τελικά η Ελλάδα θα αποχωρούσε από την Ευρωζώνη. Αυτό δεν συνέβη, παρά τις πολύ σκληρές πολιτικές της Τρόικας και το βαρύ κοινωνικοοικονομικό κόστος που επιβλήθηκε στον ελληνικό λαό. Αντ’ αυτού, είχαμε το Brexit. Αυτό δεν ήταν θετική εξέλιξη – ούτε για τη Βρετανία ούτε για την ΕΕ. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τα αίτια αυτής της εξέλιξης. Αναπόφευκτα, αυτά περιλαμβάνουν το μεταναστευτικό, τις βρετανικές αντιλήψεις για την Ένωση καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η κρίση στην Ευρωζώνη. Η Βρετανία ήταν ένας δύσκολος εταίρος- ταυτόχρονα όμως και χρήσιμος. Ούτε αποτελεί θετική εξέλιξη το γεγονός ότι σήμερα στη Γερμανία μέρος του πληθυσμού θεωρεί ως επιλογή την αποχώρηση της χώρας από την Ένωση.
Μπορεί κανείς να θέσει και το ζήτημα της μεταναστευτικής κρίσης. Οι περισσότεροι πολίτες των χωρών μελών της ΕΕ θεωρούν ότι το ζήτημα αυτό δεν αντιμετωπίζεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Και αναπόφευκτα αυτό οδηγεί σε κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις. Αυτός είναι ένας από τους λόγους ενίσχυσης των ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων της Άκρας Δεξιάς σε ολόκληρη την Ευρώπη. Θεωρώ ότι με μια συστηματική πολιτική εποικοδομητικής παρέμβασης στα δρώμενα της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής τα δεδομένα θα ήταν πολύ καλύτερα.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν μια μεγάλη οπισθοδρόμηση για την ΕΕ. Σήμερα η ΕΕ έχει λιγότερη ασφάλεια και λιγότερη ευημερία. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η ρωσική εισβολή και ο πόλεμος θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Με ισχυρή ευρωπαϊκή ηγεσία, θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί μια συμφωνία πριν από την εισβολή, η οποία θα ήταν πολύ καλύτερη από τη σημερινή κατάσταση. Μια τέτοια συμφωνία θα μπορούσε να είχε λάβει υπ’ όψιν τις ανησυχίες όλων των εμπλεκόμενων μερών για την ασφάλεια και για άλλα ζητήματα.
Ταυτόχρονα, δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να αναφέρω ότι η ΕΕ αδυνατεί να υιοθετήσει τα ίδια πρότυπα σε σχέση με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τη συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κράτος μέλος της Ένωσης από την 1η Μαΐου 2004.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις σχετικές εξελίξεις, ποια είναι τα βασικά ζητήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ΕΕ;
-
Είναι απαραίτητο να υπάρξει ένας προβληματισμός για ένα νέο κοινωνικοοικονομικό μοντέλο που θα παρέχει περισσότερες ευκαιρίες στους ανθρώπους και θα μειώνει επίσης τις ανισότητες μεταξύ και εντός των χωρών. Η διαιώνιση του σκληρού νεοφιλελεύθερου υποδείγματος δεν αποτελεί επιλογή.
-
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια πολιτική αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής είναι επιτακτική ανάγκη. Ωστόσο, δεδομένου ότι η μετάβαση στην πράσινη οικονομία συνεπάγεται τεράστιο κοινωνικοοικονομικό κόστος, είναι απαραίτητο να επανεξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο θα υλοποιηθεί ο συγκεκριμένος στόχος με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Μεταξύ άλλων, η βιασύνη για την αντικατάσταση των υδρογονανθράκων χωρίς κοινωνική εξισορρόπηση μπορεί να αποδειχθεί αντιπαραγωγική.
-
Η ΕΕ θα πρέπει να επανεξετάσει το δίλημμα μεταξύ εμβάθυνσης και διεύρυνσης. Η απάντηση σε αυτό το δίλημμα εξαρτάται από τις προτεραιότητες της Ένωσης. Το παρελθόν έδειξε ότι όταν το δίλημμα αυτό δεν αξιολογήθηκε σωστά υπήρξε σοβαρό κόστος για την ίδια την Ένωση. Με το ίδιο σκεπτικό είναι σημαντικό να επαναξιολογηθεί η σημασία της Πολιτικής Γειτονίας (Neighbourhood Policy).
-
Είναι εξαιρετικά σημαντικό να γίνει ο απαιτούμενος προβληματισμός για μια νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας. Δεδομένου ότι η γεωγραφική θέση της Ρωσίας δεν θα αλλάξει, τελικά το ζήτημα αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί αναλόγως. Η επιλογή που υφίσταται ενώπιον της ΕΕ είναι είτε η συνεχής αντιπαράθεση με τη Ρωσία είτε η προσπάθεια για την επίτευξη έστω και μιας ψυχρής ειρήνης (Cold Peace).
-
Η μετανάστευση είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα και απαιτεί μια ολοκληρωμένη πολιτική προσέγγιση. Ταυτόχρονα, είναι σημαντικό για την ΕΕ να εξετάσει τρόπους που θα οδηγήσουν στη μείωση των μεταναστευτικών ροών. Πράγματι, η ειρήνη, η ανοικοδόμηση και η ανάπτυξη στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή θα ήταν σημαντικά στρατηγικά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Η πρόκληση για την ΕΕ είναι να βρει τρόπους να συμβάλει προς αυτό το επιθυμητό αποτέλεσμα.
-
Η ΕΕ αντιμετωπίζει επίσης ζητήματα που σχετίζονται με τα υφιστάμενα δημοκρατικά ελλείμματα. Είναι σημαντικό να αντιμετωπιστούν τα ζητήματα αυτά αποτελεσματικά καθώς η διαιώνιση μιας κατάστασης όπου δεν υπάρχει η απαιτούμενη νομιμοποίηση είναι ζημιογόνος.
-
Τέλος, είναι σημαντικό η ΕΕ να δώσει ιδιαίτερη προσοχή σε θέματα δημόσιας λογοδοσίας και νομιμοποίησης. Όταν λαμβάνονται αποφάσεις χωρίς δημοκρατικές διαδικασίες αναπόφευκτα εγείρονται ζητήματα σε διάφορα επίπεδα.
Πράγματι, η ΕΕ βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Πρέπει να δράσει με τρόπο που να αποκαταστήσει τη ζωτικότητα και την αξιοπιστία της στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Στη συζήτηση αυτή παρά το μικρό της μέγεθος η Κύπρος πρέπει να έχει τη δική της εποικοδομητική και ουσιαστική συμβολή. Επαναλαμβάνω επίσης ότι η συμμετοχή της χώρας μας στην αγορά διακίνησης και ανταλλαγής ιδεών για τα σημαντικά αυτά ζητήματα είναι επιβεβλημένη. Έστω και τώρα η κυβέρνηση θα πρέπει να αξιολογήσει τα υφιστάμενα σοβαρά ελλείμματα και να πράξει ανάλογα.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.