Του Δημήτρη Προβάδου
Κάθε πρωΐ βάζω την πολυθρόνα μπρος στο ανοιχτό παράθυρο και αγναντεύω το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Σήμερα βλέπω ένα καράβι που αγκυροβολημένο στη ράδα, «ανεμίζει» γύρω από την ποντισμένη άγκυρα του, κατά τον καιρό. Κάποιοι γλάροι, σίγουροι για την νηνεμία, «παπίζουν» ανέμελοι. Βλέπω την πρύμνη του κόκκινη με την υπερυψωμένη λευκή γέφυρά του. Η θάλασσα ήσυχη με το ελαφρό αεράκι να ρυτιδώνει την επιφάνεια της, καλεί τον παρατηρητή της σε ήσυχα ταξίδια στην απέραντη επιφάνεια της. Ο Ποσειδώνας στα κέφια του σκέφτηκα. Έ, και να μουν πάνω σε αυτό το πλοίο και να διασχίζω τον ωκεανό, σε ταξίδια μακρινά και ατέλειωτα.
Ε και να ταξίδευα πάλι στην Ιαπωνία. Ονειρεύομαι τη Μιτσούκο στην Οσάκα και τα δάκρυα της την ώρα της φυγής μου. Θυμάμαι το κλαδί της ανθισμένης κερασιάς που κρατούσε, τα ροζ άνθη που έπεφταν απ’ το κλαδί με τα δάκρυα της στο πάτωμα και τα τελευταία της λόγια του αποχωρισμού: «Κον’ ιτσιουα, ιτοσι χιτοντεσου κοκορό για ιτάιντεσου (έχε γεια αγαπημένε μου, πονά η καρδιά μου). Ήταν Τρίτη βράδυ, παραμονή αναχώρησης για Ευρώπη. Τελευταία βραδιά που θα ήμασταν μαζί. Το μπαρ που δούλευε η Μιτσούκο θα έκλεινε, μπορούσα να πάω σπίτι της, μα προτίμησα να χωρίσουμε εκεί.
Ήθελα να αποχωριστώ μαζί της σε «ουδέτερο» έδαφος. Όχι στο σπίτι της με τις ερωτικές, τρυφερές αναμνήσεις, αλλά στο χώρο της δουλειάς της. Σε ένα χώρο ψυχρό που κουβαλούσε μέσα του την ανάμνηση της εργασίας της. Την παρέα δηλαδή με τους ναυτικούς που τα βήματα τους τους έφερναν στο καμπαρέ, για να περάσουν μια νύχτα έστω και πληρωμένης τρυφερότητας.
Κάπως έτσι βρέθηκα κι εγώ κάποιο άδειο βράδυ που τριγυρνούσα στο λιμάνι της Οσάκας και τα βήματα μου με οδήγησαν εκεί. Ήρθε στο τραπέζι μου, την κέρασα ένα ποτό, από εκείνα που πίνουν τα κορίτσια των καμπαρέ, μιλήσαμε, μείναμε μαζί ως το κλείσιμο του μαγαζιού και καταλήξαμε σπίτι της. Μου άρεσε, έτσι μείναμε μαζί ως το πρωΐ που έπρεπε να γυρίσω στο καράβι, ανανεώνοντας το ραντεβού μας για τη νύχτα στο καμπαρέ. Το καράβι μου είχε ναύλο Οσάκα – Λίβερπουλ για δύο χρόνια κι έτσι οι συναντήσεις μας είχαν πάρει τη μορφή μιας ιδιότυπης μονιμότητας. Εκείνη κάθε φορά που την ειδοποιούσα ότι φτάνω στην Οσάκα με περίμενε στο λιμάνι και χαίρονταν σαν παιδί κάθε που τις έδινα τα μικροδωράκια μου. Σε αντάλλαγμα με έπαιρνε σπίτι της και μου πρόσφερε απλόχερα την τρυφερότητα που τόσο πολύ είχα ανάγκη, όπως και κάθε ναυτικός που στερείται την γλυκιά συντροφιά της γυναίκας.
Ήταν σχεδόν σαν γυναίκα μου, μέχρι την ώρα του οριστικού αποχαιρετισμού. Ο ναύλος είχε τελειώσει και το καινούριο μπάρκο δεν περιείχε τα ιαπωνικά λιμάνια καθόλου. Το νέο μπάρκο ήταν μίλια μακριά από την Μιτσούκο και την Οσάκα. Από τότε δεν έμαθα ξανά νέα της. Μου έμεινε όμως μια γλυκιά ανάμνηση για εκείνο το κορίτσι του καμπαρέ. Ήταν ξεχωριστό, γλυκό και τρυφερό. Ίσως και να με είχε αγαπήσει, εκτός κι αν όλα τα δάκρυα και οι αποχαιρετισμοί ήταν τακτικές της δουλειάς της. Δεν ξέρω και ίσως δεν έχει πια καμιά σημασία.
Μόνο θυμάμαι και νοσταλγώ, τα ταξίδια, τις θάλασσες και το κορίτσι του καμπαρέ της Οσάκας, αυτό έμεινε. Να την θυμάμαι και να τη νοσταλγώ. Τι άλλο μπορεί να κάνει ένας απόμαχος ναυτικός στην ηλικία μου;
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.