του Ορέστη Β. Τσάμη
Γενική εικόνα .
Στον θρόνο του Βυζαντίου καθόταν πλέον ο Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός , αυτοκράτορας κουλτουριάρης αλλά με έντονα ψυχολογικά προβλήματα που τα απέκτησε από νεανική ηλικία όταν για πρώτη φορά ήλθαν στ΄ αυτιά του οι φήμες [που κυκλοφορούσαν έντονα στο παλάτι] ό,τι δηλαδή πατέρας του δεν ήταν ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών αλλά ο προηγούμενος αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ΄ του οποίου παλλακίδα ήταν η μητέρα του Ευδοκία Ιγγερίνα.
Η απόφαση του Λέοντα να μεταφέρει τα εμπορικά προνόμια των Βουλγάρων από την αγορά της Κωνσταντινουπόλεως στην αγορά της Θεσσαλονίκης θεωρήθηκε από τον ηγεμόνα τους Συμεών δυσμενής μεταχείριση και χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για τους Βουλγαρο-βυζαντινούς πολέμους που ταλαιπώρησαν την Μακεδονία τα επόμενα είκοσι χρόνια.
Η επίσημη δικαιολογία για αυτή την αλλαγή , εκ μέρους του Λέοντος ήταν ότι έπρεπε το λιμάνι της Κωνσταντινουπόλεως να αποσυμφορηθεί .
Φαινομενικά αυτή η αντικατάσταση του τόπου εμπορίας με τους Βούλγαρους δεν θα δημιουργούσε κανένα πρόβλημα αλλά στην πράξη οι εμπορικές συναλλαγές των Βούλγαρων επιβαρύνθηκαν με πρόσθετα τέλη και έξοδα.
Μετά την ήττα των βυζαντινών στρατευμάτων στην μάχη του Βουλγαρόφυλου ο Συμεών ζητούσε να του αναγνωρισθεί ο τίτλος του βασιλέα των Βουλγάρων από τον Λέοντα που αρνιόταν.
Ο Συμεών του προσέφερε ως σύζυγο την αδελφή του αλλά ο Λέων εκείνη την εποχή διατηρούσε έντονη ερωτική σχέση με την πανέμορφη Ζωή Ζαουτζή , κόρη του πανίσχυρου αυλικού Στυλιανού Ζαουτζή.
΄Όταν ο Λέων απένειμε στο πατέρα της ερωμένης του τον τίτλο του βασιλεοπάτορα ο Συμεών έμαθε και τον πραγματικό λόγο που ο Λέων απέρριψε την αδελφή του για σύζυγό του , εξεμάνη και άρχισε νέες επιδρομές στην Μακεδονία.
Με την παρέμβαση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου του Μυστικού [που ήταν φίλος του Συμεών] υπεγράφη η Βουλγαρο-Βυζαντινή ειρήνη την άνοιξη του 904.-
Ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός αντιδρούσε σθεναρά στην επιθυμία του Λέοντα να νυμφευθή την Ζωή [που ήταν ήδη έγκυος] , επειδή αυτός θα ήταν ο τέταρτος γάμος του [που απαγόρευε η εκκλησία].
Ο Λέων είχε αρχίσει ήδη να θέτει σε εφαρμογή σχέδιο αντικαταστάσεως του πατριάρχη Νικολάου με τον αδελφό [του αυτοκράτορα] Στέφανο που όμως ήταν μόλις 16 ετών.
Αυτή η «ειδυλλιακή» κατάσταση επικρατούσε στην βυζαντινή αυτοκρατορία όταν έφθασε το καλοκαίρι του 904.
Μας διηγείται λοιπόν ο άρχοντας Αρτέμιος τι συνέβη εκείνο το καλοκαίρι στην Θεσσαλονίκη.
22 Ιουλίου 904
Ο Αρτέμιος γύρισε πίσω στο σπίτι του ανήσυχος εκείνο το βράδυ.
Στην σύσκεψη των κυβερνητικών παραγόντων , στην οποία και ο ίδιος είχε λάβει μέρος λόγω του αξιώματος που κατείχε , διέκρινε ένα κλίμα υπέρμετρης αισιοδοξίας και πληθώρας υποσχέσεων που υποψιάζονταν ότι θα παρέμειναν υποσχέσεις και λόγια του αέρα.
Εκείνο που τον έβαλε σε μαύρες σκέψεις ήταν το γεγονός ότι το πρωινό της ίδιας ημέρας έφθασε στην Θεσσαλονίκη μία ολιγάριθμη ομάδα σλάβων τοξοτών , αντί των σημαντικών ενισχύσεων της φρουράς της Θεσσαλονίκης , που είχε ζητήσει με επιστολές του ο στρατηγός Νικήτας προς όλα τα σλαβικά φύλα που βρίσκονταν στα περίχωρα.
Ο Αρτέμιος ήταν σχεδόν σίγουρος ότι οι Σλάβοι δεν θα βοηθούσαν τους Βυζαντινούς και δεν συμμερίζονταν τις αισιόδοξες προσδοκίες του στρατηγού Νικήτα επειδή γνώριζε καλά ότι οι Σλάβοι και κυρίως ο τσάρος τους Συμεών ο Β΄, θεωρούσε τον εαυτό του βαρύτατα προσβεβλημένο.
Με αυτές τις μαύρες σκέψεις έγειρε και κοιμήθηκε λίγες ώρες ο Αρτέμιος.
23 Ιουλίου 904.
Ο δρόμος είχε γεμίσει από κάρα και άλλα οχήματα μεταφοράς καθώς και ιππείς που συνωστίζονταν στον δρόμο που οδηγούσε στην ανατολική πύλη της Θεσσαλονίκης.
Ο Αρτέμιος ξύπνησε από τον θόρυβο και βγήκε στο χαγιάτι για να δεί τι συμβαίνει.
Από το απέναντι σπίτι είχε βγεί και ο γείτονάς του ο Ιωάννης ο Καμινιάτης [αναγνώστης στην εκκλησία] και έβλεπε και αυτός την φυγή του πλήθους που εγκατέλειπε πανικόβλητο την Θεσσαλονίκη.
Οι ευγενείς και οι εύπορες οικογένειες της πόλης την εγκατέλειπαν.
Αργότερα την ίδια ημέρα ο άρχοντας Αρτέμιος έμαθε ότι αιτία του πανικού ήταν η ανάκληση στην βασιλεύουσα του πρωτοσπαθάριου Πετρωνά , ειδικού απεσταλμένου του αυτοκράτορα.
Ακόμη θυμόταν ο Αρτέμιος τα σχέδια του Πετρωνά , για την προστασία της Θεσσαλονίκης , μόλις πάτησε το πόδι του στην πόλη.
Υποσχέθηκε ανύψωση των τειχών που έβλεπαν προς την θάλασσα και παγίδευση των σαρακηνών πειρατών μέσα στον Θερμαϊκό κόλπο από την μοίρα του αυτοκρατορικού στόλου που ναυλοχούσε στον Ελλήσποντο.
΄Εργα , έργα, έργα που δεν έγιναν ποτέ.
24 Ιουλίου 904
Σήμερα όλοι σχολίαζαν μια περίεργη σύμπτωση.
Ο αντικαταστάτης του [ανακληθέντος] Πετρωνά , ο στρατηγός Λέων Χατζιλάκιος , μόλις επιθεώρησε την [λιγοστή] φρουρά και τα [χαμηλά] τείχη της πόλεως «στραμπούληξε» το πόδι του και ζήτησε να αντικατασταθεί.
Ο μόνος στρατηγός που ήταν στην πόλη ήταν ο Νικήτας.
Αυτός αντικατέστησε τον Χατζιλάκιο αλλά κανείς δεν του είχε εμπιστοσύνη επειδή είχε αναρριχηθεί στα αξιώματα λόγω των γνωριμιών του σε υψηλά κλιμάκια.
Η λανθασμένη εκτίμησή του να ζητήσει ενισχύσεις από τους Βούλγαρους [και το κυριότερο να υπολογίζει σε αυτές] δημιουργούσε μαύρες σκέψεις για το άμεσο μέλλον της πόλεως.
25 Ιουλίου 904
Τα μαύρα μαντάτα έφθασαν στην πόλη.
Πενήντα τέσσερα καράβια με σαρακηνούς πειρατές και με αρχηγό τον εξωμότη Λέοντα τον Τριπολίτη μόλις είχαν αποπλεύσει από την Λήμνο , που την είχαν καταλάβει και λεηλατήσει , και κατευθύνονταν προς την Θεσσαλονίκη.
Μα καλά , αναρωτήθηκαν όλοι στην πόλη , τι έκανε ο αυτοκρατορικός στόλος που ναυλοχούσε στον Ελλήσποντο και ήταν σε κατάσταση άμεσης επέμβασης;
Το σίγουρο ήταν ότι δεν έκανε τίποτε.
Αργότερα από τις ανακρίσεις προέκυψε ότι ο βυζαντινός ναύαρχος Ευστάθιος δεν τόλμησε να βγεί από τον Ελλήσποντο και να κτυπήσει τους πειρατές επειδή τάχατες θα ….κινδύνευε η πρωτεύουσα.
΄Ηταν πρωτοφανές , τακτικός στόλος να δειλιάζει να αναμετρηθεί με πειρατές [που ήταν εκατοντάδες μίλια μακριά από την βάση τους].
26 Ιουλίου 904.
Ανοργάνωτοι και πανικόβλητοι σήμερα από το πρωί οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης προσπαθούν να διορθώσουν την εμφανή αδυναμία της άμυνας της πόλης που είναι τα χαμηλά θαλάσσια τείχη.
Αυτό που είχε επισημανθεί και είχε προγραμματισθεί πολλούς μήνες πριν ήταν αδύνατον να κατορθωθεί σε λίγα 24ωρα.
Ο πανικός κατέλαβε τώρα και τον λαό που κατάλαβε ότι ήταν πλέον μόνος του.
27 και 28 Ιουλίου 904
Γέμισαν οι εκκλησίες από κόσμο.
Απελπισμένοι άνθρωποι προσεύχονταν για την σωτηρία τους από τον ΄Αγιο Δημήτριο ενώ άλλοι έδιδαν την υπόσχεση ότι εάν σώζονταν εφεξής θα ζούσαν ενάρετη ζωή και ζητούσαν εξιλέωση για την αμαρτωλή [;] ζωή τους.
ΚΥΡΙΑΚΗ 29 Ιουλίου 904
Τα ψέματα τέλειωσαν.
Από το απόγευμα 54 πλοία των σαρακηνών γέμισαν ασφυκτικά τον κόλπο της Θεσσαλονίκης.
΄Ολοι οι κάτοικοι της πόλης ανέβηκαν στα τείχη για να δούν τους επιδρομείς. Αλλά και οι σαρακηνοί αντί να επιτεθούν ανέβηκαν στα κατάρτια και στα ξάρτια και έβλεπαν την μεγάλη πόλη και γυάλιζαν τα μάτια τους.
Δεν έδειχναν βιασύνη γεγονός που ερμηνεύθηκε από τους άρχοντες της πόλεως ότι οι πειρατές ήταν σίγουροι ότι καμία βοήθεια δεν επρόκειτο να φθάσει στην πόλη.
Οι Θεσσαλονικείς στριμώχνονταν στα θαλάσσια τείχη μήπως και διακρίνουν τον αρχιπειρατή τον Λέοντα τον Τριπολίτη η φήμη του οποίου είχε προηγηθεί του στόλου των σαρακηνών.
΄Ηταν χριστιανός από την Τρίπολη της Φοινίκης και αιχμαλωτίσθηκε από τους σαρακηνούς πειράτες της Κρήτης σε μια τους επιδρομή.
Αλλαξοπίστησε και προοδευτικά αναδείχθηκε σε αρχηγό του πειρατικού στόλου.
΄Ηταν μεγάλη μάστιγα για την εμπορική ναυτιλία της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και είχε επανειλημμένα λεηλατήσει τα νησιά και τις παράλιες πόλεις του Αιγαίου.
Το τελευταίο του κατόρθωμα η κατάληψη της Σάμου και η αιχμαλωσία του βυζαντινού στρατηγού – διοικητή της έδειχνε τις μεγάλες ικανότητές του και έβαζε σε μαύρες σκέψεις τους Θεσσαλονικείς.
ΔΕΥΤΕΡΑ 30 Ιουλίου 904
Πρωί – πρωί άρχισε η έφοδος των σαρακηνών από τα σημεία εκείνα που είχε σημειώσει την προηγούμενη ημέρα ο αρχιπειρατής. Είχε εντοπίσει μέσα στο λιμάνι ένα σημείο όπου οι μονόλιθοι που είχαν ριχθεί [για να το φράξουν] άφηναν ένα πέρασμα. Από εκεί πέρασαν τα πειρατικά πλοία και αποβίβασαν τους πειρατές στην βάση του θαλάσσιου τείχους. Αμέσως έριξαν σκάλες και άρχισαν να τις ανεβαίνουν. ΄Αγριες κραυγές και τύμπανα τους συνόδευαν. Πάγωσε το αίμα των λιγοστών στρατιωτών που υπερασπίζονταν τα τείχη στο σημείο εκείνο αλλά γρήγορα συνήλθαν και ανταπέδωσαν με βροχή από βέλη και πέτρες. Οι πειρατές προσπαθούσαν να προστατευθούν με τις μικρές ασπίδες τους αλλά αυτό ήταν αδύνατο και έτσι γκρεμίζονταν από τις σκάλες πληγωμένοι αλλά τους πατούσαν οι σύντροφοί τους που έρχονταν από πίσω για να ανεβούν τις σκάλες.
Σιγά – σιγά τα πτώματα των σαρακηνών άρχισαν να σχηματίζουν σωρούς γύρω από τις σκάλες αλλά αυτοί απτόητοι συνέχιζαν τις επιθέσεις τους.
Βλέποντας ο αρχιπειρατής ότι κρατούσε το θαλάσσιο τείχος εξαπέλυσε και δεύτερη επίθεση στο ανατολικό τείχος με στόχο την διάρρηξη μίας εκ των δύο πυλών του , της Κασσανδρεωτικής και της πύλης της Ρώμης.
Οι πύλες αυτές πυρπολήθηκαν αλλά άντεξαν και δεν έπεσαν επειδή οι υπερασπιστές τους έριξαν άφθονο καυτό λάδι αλλά και επειδή τα χερσαία τείχη ήταν αρκετά ψηλά.
Οι επιθέσεις και στο θαλάσσιο και στο ανατολικό τείχος κράτησαν μέχρι αργά το απόγευμα όταν τελικά και σταμάτησαν για την άλλη ημέρα.
Ο βράδυ ο στρατηγός Νικήτας κάλεσε στο στρατηγείο του στο «ποδρόμι» όλους τους αξιωματικούς και τους άρχοντες [όσοι δεν είχαν φύγει] της πόλεως για να εκτιμήσουν την κατάσταση.
Ο Αρτέμιος άκουσε με προσοχή τα λόγια του Νικήτα.
Οι απώλειες της φρουράς δεν ήταν σημαντικές αλλά δεν υπήρχε καμία δυνατότητα για αντικατάσταση οποιουδήποτε στρατιώτη τραυματίζονταν ή σκοτώνονταν.
Τα εφόδια σε βέλη και πέτρες αρκούσαν για μερικές ημέρες αλλά το καυτό λάδι μόνο για 1-2 ακόμη ημέρες.
Ζήτησε ο Νικήτας να έλθουν στα τείχη οι νέοι της Θεσσαλονίκης [φημισμένοι τοξότες-κυνηγοί] για να ενισχύσουν την φρουρά.
΄Ηταν άγνωστο πόσο θα κρατούσαν ακόμη οι μισοκαμένες πύλες [Κασσανδρεωτική και πύλη της Ρώμης].
Όλο το βράδυ οι κήρυκες καλούσαν τους νέους να πάρουν θέση στο τείχος το πρωϊ της επόμενης ημέρας.
΄Εβγαλα από την δερμάτινη θήκη του το τόξο μου , μέτρησα πόσα βέλη είχα [είκοσι μόνον] και κοιμήθηκα με μια πρωτόγνωρη ηρεμία.
ΤΡΙΤΗ 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 904.
Πρωί – πρωί πήγα στο θαλάσσιο τείχος στο λιμάνι και πήρα θέση. Δίπλα μου βρήκα πολλά πρόσωπα που μου φάνηκαν γνωστά και δεν θα τα είχα χαιρετίσει κάτω από άλλες συνθήκες. Σήμερα όμως ο επικείμενος θάνατος μας ένωνε όλους.
Οι σαρακηνοί αντί να ετοιμάζονται για επίθεση προσπαθούσαν με μανούβρες να βάλουν τα καράβια τους το ένα δίπλα στο άλλο [σε ζευγάρια] με πρόσωπο το θαλάσσιο τείχος. Δεν έβγαζα κανένα συμπέρασμα. Ούτε και όταν άρχισαν να καρφώνουν σανίδες και να προσπαθούν να κατασκευάσουν κάτι.
Όταν το κατάλαβα ήταν αργά. Το μεσημέρι ορθώνονταν ένα ξύλινο τείχος [επάνω στα καράβια] ψηλότερο από το θαλάσσιο τείχος μας.
΄Αρχισαν να πέφτουν βροχή τα βέλη επάνω μας. Προσπάθησα να φυλαχτώ πίσω από μια πολεμίστρα. Βρεθήκαμε τρείς να σκύβουμε για να κρυφθούμε πίσω από την ίδια πολεμίστρα. Τα βέλη περνούσαν ξυστά μου αφήνοντας εκείνο το χαρακτηριστικό θρόϊσμα στα αυτιά μου.
Δεν πέρασαν ούτε δύο ώρες και το τείχος ήταν σπαρμένο από κορμιά στρατιωτών και Θεσσαλονικέων με καρφωμένα επάνω τους βέλη.
Οι λιγοστοί που μείναμε είδαμε τον στρατηγό Νικήτα να έρχεται για να μας εμψυχώσει. Δεν ανέβηκε επάνω στο τείχος αλλά από την βάση του μας ζητούσε να μη εγκαταλείψουμε τις θέσεις μας.
Αυτό ήταν. Μόλις έφυγε εγκαταλείψαμε τις θέσεις μας και ο καθένας έφυγε για το σπίτι του.
Οι πειρατές δεν άργησαν να ανέβουν στο τείχος και να ανοίξουν τις πύλες τις Θεσσαλονίκης.
Είχα φθάσει στο σπίτι μου όταν άκουσα τον απαίσιο θόρυβο που μου μαρτύρησε ότι οι πειρατές είχαν ήδη αρχίσει το απαίσιο έργο της λεηλασίας και της καταστροφής στις πρώτες συνοικίες που συνάντησαν μπροστά τους.
ΤΡΙΤΗ 7 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 904
Σήμερα με βρήκαν οι πειρατές κρυμμένο στην κρύπτη που είχε φτιάξει η οικογένειά μου , από καιρό , στο σπίτι μας. Το αίμα έτρεχε στα μάτια μου [από το κτύπημα που μου κατάφεραν στο κεφάλι] και το μόνο που κατάφερα να δώ ήταν ένα γυμνό δωμάτιο από την αίθουσα υποδοχής του σπιτιού μου.
Η δερμάτινη μπότα μου πατούσε την πλάτη , έτσι όπως ήμουν ριγμένος κάτω στο πάτωμα.
Μια αγριοφωνάρα στα ελληνικά [με χαρακτηριστική φοινικική προφορά] μου δήλωσε ότι εάν ήθελα να σώσω την ζωή μου έπρεπε να τους φανερώσω που είχα κρυμμένα τα χρήματα. Το χαντζάρι ήταν κοντά στο λαιμό μου. Τι να κάνω , τους είπα το μέρος.
΄Εσωσα την ζωή μου αλλά όχι και την ελευθερία μου.
ΤΕΤΑΡΤΗ 8 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 904
Ριγμένος στο αμπάρι ενός πειρατικού , στιβαγμένος με εκατοντάδες άλλους , ξεκινήσαμε το ταξίδι μας για το άγνωστο.
Δίπλα μου είναι ο γείτονάς μου ο Ιωάννης ο Καμινιάτης , τον έχω συντροφιά και παρηγοριά.
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 904
Πουλήθηκα σαν σκλάβος στο σκαλοβοπάζαρο του Χάνδακα της Κρήτης [Ηράκλειο] και με αγόρασε ένας πλούσιος μουσουλμάνος έμπορος από την Ταρσό της Κιλικίας. Ευτυχώς που αγόρασε και το γείτονα και φίλο μου Ιωάννη.
Στον Χάνδακα μάθαμε ότι πουλήθηκαν σκλάβοι 22.000 Θεσσαλονικείς [τόσοι κατόρθωσαν να επιζήσουν από το εφιαλτικό ταξίδι τους μέχρι την Κρήτη].
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
……….τα χαρέμια των πλουσίων μουσουλμάνων των παραλίων της Μεσογείου θαλάσσης και των σουλτάνων όλων των αραβικών κρατών εγέμισαν από τους ευγενέστερους παίδας και τας ωραιοτέρας κόρας τις πολυπαθούς Θεσσαλονίκης…. …..-
Υ.Γ.
Ο Ιωάννης Καμινιάτης γύρισε πίσω στην Θεσσαλονίκη μετά από 30 χρόνια σκλαβιάς και έγραψε το έργο Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης.
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.