Του Ανδρέα Γερμανού
Ένα ακόμη καλοκαίρι έρχεται να συμπληρώσει μισό αιώνα από εκείνη την αποφράδα ημέρα της 15ης Ιουλίου όταν η Χούντα των Αθηνών με το άφρον πραξικόπημα κατά του Mακάριου άνοιξε την κερκόπορτα για να υλοποιήσει η Τουρκία τα μακροχρόνια σχέδια της για κατάληψη της Κύπρου.
Πενήντα Μαύρα Χρόνια από την κατοχή του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρά τα ψηφίσματα, τις αποφάσεις του Ο.Η.Ε, τις μακροχρόνιες και ατελέσφορες συνομιλίες με τον κατακτητή, τις συνεχείς υποχωρήσεις και παραχωρήσεις της Ελληνικής και Κυπριακής πλευράς, ο Αττίλας παραμένει εκεί, αμετακίνητος και η Τουρκία ροκανίζοντας τον χρόνο εδραιώνει την παράνομη κατοχή της επί του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τί κι αν το δίκαιο είναι υπέρ της Κύπρου; Τί κι αν η Κύπρος επικαλείται το Διεθνές Δίκαιο, τις αποφάσεις και τα ψηφίσματα των Διεθνών Οργανισμών; Δυστυχώς ο θύτης λέγεται Τουρκία και είναι το κράτος τρομοκράτης της περιοχής που δεν υπολογίζει, ούτε και λαμβάνει υπόψη της το Διεθνές Δίκαιο, τις αρχές και τα ψηφίσματα του Ο.Η.Ε..
Παραμένει στυγνή, αδιάλλακτη και συνεχίζει να υλοποιεί το εγκληματικό της έργο. Συνεχίζει τον εποικισμό των κατεχομένων, αλλοιώνει συστηματικά την πληθυσμιακή σύνθεση του νησιού. Αλλάζει τα τοπωνύμια, καταστρέφει τάφους και εκκλησίες και τις μετατρέπει σε τζαμιά. Καταστρέφει κάθε τι ελληνικό και ξεπουλάει τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, την παράδοση, τα ιερά και τα όσια της Κύπρου χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανένα, ενώ ακόμη και σήμερα η τύχη εκατοντάδων αγνοουμένων Ελλήνων και ελληνοκυπρίων παραμένει ανεξακρίβωτη.
Ξεπουλάει χωρίς αιδώ, σε ξένους την πατρογονική γη και τις περιουσίες των 200.000 Ελλήνων κατοίκων των βόρειων ακτών της Κύπρου, τους οποίους το 1974 εξανάγκασε με τη βία των όπλων να τις εγκαταλείψουν. Εξισλαμίζει και τουρκοποιεί καθημερινά το κατεχόμενο βόρειο τμήμα της Κύπρου και απειλεί με ολοκληρωτική κατάληψη το νησί.
Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο αποτελεί την μεγαλύτερη τραυματική εμπειρία του Ελληνισμού μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Είναι μια πινέζα που έχει καρφωθεί βαθιά στην καρδιά του Ελληνισμού που αιμορραγεί εδώ και 50 χρόνια. Είναι η δεύτερη μεγάλη προσφυγική εμπειρία που έζησε ο Ελληνισμός 52 χρόνια μετά από τον μεγάλο ξεριζωμό, τη Γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου το 1922.
Η Ιστορία δυστυχώς δεν μας δίδαξε. Δεν την διαβάσαμε σωστά. Και το χειρότερο δεν μελετήσαμε τον εχθρό μας. Η επιπολαιότητα, η μικροπολιτική όλων των πολιτικών δυνάμεων που κυβέρνησαν την Ελλάδα πριν από τη Χούντα του 1967, αντί να συμβάλουν στην εδραίωση της Ελληνικής Δημοκρατίας και στην δημιουργία ενός ισχυρού Ελληνικού κράτους συνέβαλαν στην κατάργησή της και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από μια στρατιωτική δικτατορία.
Δυστυχώς η Χούντα των Αθηνών από το 1967 όταν ανάλαβε τα ηνία της χώρας προχώρησε στην αδικαιολόγητη απομάκρυνση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο. Η απομάκρυνση της αποδυνάμωσε την αμυντική και στρατιωτική ικανότητα του νησιού και άνοιξε διάπλατα το δρόμο για την προσχεδιασμένη τούρκικη εισβολή. Με τη συγκρουσιακή τακτική που ακολούθησαν οι δικτάτορες με τον Μακάριο και το πραξικόπημα που πραγματοποίησαν εναντίον του στις 15 Ιουλίου άνοιξαν διάπλατα την κερκόπορτα στην Τουρκία να υλοποιήσει τα μακροχρόνια σχέδια της.
Η στρατιωτική επίθεση της Τουρκίας στη Κύπρο, αν και προγραμματισμένη, έπιασε κυριολεκτικά στον ύπνο την Χούντα των Αθηνών και τα στρατιωτικά της επιτελεία σε Αθήνα και Λευκωσία. Η Χούντα αποδείχτηκε ανίκανη να στηρίξει στρατιωτικά την Κύπρο και ουσιαστικά εκτός από την Κύπρο θυσίασε και τους Έλληνες αξιωματικούς και οπλίτες που υπηρετούσαν στην Ε.Φ. και την ΕΛΔΥΚ. Τους εγκατέλειψε μόνους και αβοήθητους στις ορέξεις ενός πάνοπλου και βάρβαρου τουρκικού στρατού. Αξιωματικοί και οπλίτες αν και εγκαταλειμμένοι και προδομένοι παρέμειναν πιστοί στον όρκο τους, στη σημαία και στην πατρίδα. Πολέμησαν μέχρις εσχάτων για την τιμή των όπλων και θυσίασαν ότι πολυτιμότερο είχαν, την ίδια τη ζωή τους για την ελευθερία της Κύπρου.
Η πτώση της Χούντας, και η αποκατάσταση της Δημοκρατίας και η έλευση των πολιτικών, στις 23 Ιουλίου 1974 δεν ανέτρεψαν , ούτε ανέκοψαν την επιθετική μανία της Τουρκίας, η οποία συνέχισε τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις για κατάκτηση μεγαλύτερου εδάφους της Κύπρου για να εδραιώσει την κατοχή της παραβιάζοντας και την συμφωνία κατάπαυσης του πυρός της 22ας Ιουλίου. Η Τουρκία, παρά την υπεροπλία της δεν είχε καταφέρει μέχρι τότε να υλοποιήσει τα σχέδια της. Μετά βίας ήλεγχε το 5% του εδάφους της Κύπρου.
Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα γέννησε ελπίδες και τα βλέμματα του κυπριακού Ελληνισμού στράφηκαν στον ουρανό, αναμένοντας την Ελληνική αεροπορία. Η μη έλευση στρατιωτικών ενισχύσεων κουρέλιασαν το ηθικό των μαχητών και του κυπριακού Ελληνισμού. Κανείς δεν πίστευε ότι η μητέρα Ελλάδα δεν θα τολμούσε να στείλει βοήθεια, στην Κύπρο ή έστω κι ένα αεροπλάνο για την τιμή των όπλων.
Η νέα κυβέρνηση της μητέρας Ελλάδας και εγγυήτριας δύναμης, υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή αποδείχτηκε άτολμη. Δεν προέβη σε καμία στρατιωτική κίνηση για να συνδράμει την Εθνική Φρουρά και την ΕΛΔΥΚ που πάλευαν με τις λιγοστές δυνάμεις τους τον τουρκικό στρατό. Η κυβέρνηση της μεταπολίτευσης προτίμησε να ακολουθήσει την αποπροσανατολιστική τακτική της Τουρκίας.
Κύπρος κι Ελλάδα σύρθηκαν σε συζητήσεις στη Γενεύη. Οι πιεστικές και παράλογες τουρκικές απαιτήσεις οδήγησαν σε αδιέξοδο τις συνομιλίες και στις 14 Αυγούστου η Τουρκία, μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων εξαπέλυσε σφοδρότατη επίθεση κατά των ελληνοκυπριακών θέσεων. Την ίδια ώρα στην Αθήνα η τρομαγμένη και ανίσχυρη νέα πολιτική ηγεσία της Ελλάδας διαπίστωνε και διατύπωνε την άποψη ότι «η Κύπρος κείται μακράν», με αποτέλεσμα η Τουρκία να συνεχίσει την στρατιωτική εισβολή της χρησιμοποιώντας κάθε πολεμική μηχανή που είχε στη διάθεσή του ο τουρκικός στρατός. Παρά την σθεναρή αντίσταση της Ε.Φ. και της ΕΛΔΥΚ, παρά την αυτοθυσία και τον θάνατο τόσων νέων, η Τουρκία κατέλαβε το 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και το Αθηναϊκό κράτος παρά τις διακηρύξεις του τότε υπουργού εξωτερικών Γεωργίου Μαύρου ότι η Ελλάδα «μεταξύ πολέμου και ατίμωσης» θα προτιμούσε τον πόλεμο, τελικά δεν πολέμησε. Προτίμησε την ατίμωση και την θυσία της Κύπρου.
Για μια ακόμη φορά, το ελληνικό κράτος αποδείχτηκε κατώτερο των περιστάσεων και ανίκανο να σταθμίσει τα ευρύτερα συμφέροντα του Ελληνισμού στην Μεγαλόνησο και την Ανατολική Μεσόγειο κι αρνήθηκε να πολεμήσει για τα πραγματικά συμφέροντα του. Έκτοτε χωρίς μακροχρόνια Εθνική Στρατηγική, χωρίς οργάνωση, χωρίς κοινό στρατηγικό σχεδιασμό και με εγκατάλειψη και του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας-Κύπρου, συνεχίζει να ομφαλοσκοπεί να αυτοσχεδιάζει , να υποχωρεί και να παραχωρεί πιστεύοντας ότι δια του εξευμενισμού θα ηρεμήσει το θηρίο.
Οι Έλληνες πολιτικοί και διπλωμάτες, λόγω της έλλειψης συγκεκριμένης στρατηγικής πελαγοδρομούν. συμπεριφέρονται ως απλοί παρατηρητές. Παρακολουθούν άβουλοι τις παράλογες Τουρκικές απαιτήσεις και εκλιπαρούν τον Ερντογάν να προσέλθει στο τραπέζι των συνομιλιών για έναρξη ενός νέου κύκλου συνομιλιών. Ενός νέου κύκλου, το αποτέλεσμα του οποίου είναι προδιαγεγραμμένο, αφού η στάση της Τουρκίας παραμένει αδιάλλακτη και εκ προοιμίου οδηγεί τις συνομιλίες σε αδιέξοδο αφού απαιτεί λύση δύο ισότιμων κρατών και κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Και έτσι περνάει ο καιρός και η 50χρονη κατοχή συνεχίζεται… Κι ενώ Ελλάδα και Κύπρος πρωτοστατούν στη λήψη μέτρων κατά της Ρωσίας για την εισβολή της στην Ουκρανία, δεν πιέζουν και δεν απαιτούν από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε να λάβουν τα ίδια μέτρα και για την κατοχική Τουρκία. Αντιθέτως οι «συμμαχικές» αυτές δυνάμεις πιέζουν την Κύπρο για περισσότερες υποχωρήσεις και παραχωρήσεις.
Αν τα 50 χρόνια κατοχής δεν γίνουν η αφετηρία για την αλλαγή στη στρατηγική της Ελλάδας και της Κύπρου. Αν έστω και σήμερα δεν αφυπνιστεί ο Ελληνισμός από το λήθαργο και την παρακμή του. Αν δεν υψώσει το ανάστημά του και εάν δε θέσει το κυπριακό στη σωστή του διάσταση, ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής, και προετοιμαστεί για να διεκδικήσει την απελευθέρωση της κατεχόμενης Κύπρου, τότε είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Αν η Κύπρος χαθεί οι συνέπειες για τον Ελληνισμό θα είναι τεράστιες. Η Κύπρος αποτελεί τη στρατηγική δύναμη της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο. Χωρίς την Κύπρο τί θα είναι η Ελλάδα;
Αν Αθήνα και Λευκωσία δεν αλλάξουν πολιτική. Αν δεν αντιληφθούν πόσο κοντά είναι οι κίνδυνοι που απειλούν τον ελληνισμό, σύντομα το ελληνικό κράτος και η ελίτ των Αθηνών που κυβερνάει αυτόν τον τόπο και αρνείται πεισματικά, έστω και τώρα, να αντιληφθεί τους κινδύνους που απειλούν την ύπαρξη και το μέλλον Ελληνισμού, ίσως να βρεθεί μπροστά σε δραματικά γεγονότα και να κληθεί να αντιμετωπίσει τα αποτελέσματα της αδράνειας και της λαθεμένης πολιτικής που ακολουθεί όλα αυτά τα χρόνια, και όχι αποκλειστικά και μόνο σε ότι αφορά την Κύπρο.
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.