Παρακολούθησαμε τον Νίκο Χριστοδουλίδη να απευθύνεται στον λαό, στο έθνος, αλλά και στη διεθνή κοινότητα στο πλαίσιο της εκδήλωσης της 20ης Ιουλίου στο Προεδρικό Μέγαρο.
Καθήσαμε και αναμέναμε το προφανές και μάλλον αυτό το οποίο είχαμε όλοι ως εσωτερική ανάγκη. Και δεν ήταν άλλο από το ανοικτό, διαυγές, ζωντανό, βαθύ και βαρύ μήνυμα πόνου, αδικίας, οργής, αγωνίας και πόθου. Χωρίς ρετούς, χωρίς εξωραϊσμούς, χωρίς αμφισημίες, χωρίς ισορροπίες.
Στο κάτω κάτω..ήταν η συμπλήρωση των 50 ετών και δεν ήταν μέρα εξευμενισμού ή λείανσης των γωνιών.
Ήταν μέρα καθαρής και διακριτής ευθύνης και καθήκοντος. Ακούσαμε το σύνολο της ομιλίας, η οποία μεταξύ άλλων δεν περιείχε καθόλου το στοιχείο της ουσιαστικής σχέσης του συναισθήματος με τα γεγονότα.
Λυπάμαι και θλίβομαι που το λέω, αλλά ήταν σαν και ακούγαμε μια ομιλία ή εισήγηση σε κάποιο συνέδριο.
Ούτε καν πως ήμασταν στο Προεδρικό Μέγαρο και δη σε συνθήκες συναισθηματικής φόρτισης και με το βάρος των 50 ετών κατοχής να σφίγγουν τους παλμούς μας.
Με γλώσσα του σώματος αρκούντως προσαρμοσμένη, και χωρίς ίχνος ουσιαστικής και πηγαίας ενσυναίσθησης ο Νίκος Χριστοδούλιδης έκλεισε τον κύκλο των εκδηλώσεων τιμής για τα 50χρονα με πολλές παροτρύνσεις για ετοιμότητα να λάβουμε αποφάσεις… Με πολλές παροτρύνσεις για επερχόμενες εξελίξεις τις οποίες είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει και πιο ουσιαστικά με λόγο και γραπτό κέιμενο, από το οποίο επιμελώς απουσίαζε η αναφορά σε δίκαιη λύση. Ομολογώ ότι η ομιλία που εκφώνησε θα μπορούσε άνετα να είχε εκφωνηθεί από πρόεδρο ή εκπρόσωπο κόμματος με απόψεις σχετικά εξωραΐστικες για το κυπριακό ή καλύτερα από πρόσωπο που έχει ήδη αποδεχθεί ότι ο χρόνος, η πάροδος του και οι συνέπειές του μας υποχρεώνουν να συμφιλιωθούμε με μεγάλες και αιματηρές υποχωρήσεις.
Το μόνο σίγουρο πάντως, είναι ότι αν αυτήν την ομιλία την εκφωνούσε οποιοσδήποτε άλλος πρόεδρος, τα κόμματα που στηρίζουν τον Ν. Χριστοδουλίδη και τον εξέλεξαν θα είχαν εκδώσει ήδη πολύ σκληρές ανακοινώσεις.
Μπορούμε να κατανοήσουμε την ανάγκη, ή την υποχρέωση ενός προέδρου να διατηρεί κάποιες ισορροπίες, καθώς και να μη φέρνει σε δύσκολη θέση τρίτα πρόσωπα. Όμως στη προκειμένη περίπτωση έχει για άλλη μια φορά απογοήτευσει πλειάδα και μεγάλο αριθμό προσώπων, που ανέμεναν τις μέρες αυτές ως ευκαιρία επαναβαπτισμού και ανάτασης του εθνικού φρονήματος.
Και όποιος από τους συνεργάτες του Ν. Χριστοδουλίδη ισχυριστεί ότι αυτό έγινε, λυπάμαι να πω ότι θα το πράξει μόνον από αβρότητα.
Ο Ν. Χριστοδουλίδης έχασε μια ακόμη ευκαιρία ανάδειξης τυχόν ικανότητάς του να επικοινωνεί με τον λαό, χωρίς να εγκλωβίζεται στα τετριμμένα και τυποποιημένα διεκπεραιωτικά γραπτά κείμενα.
Έχασε άλλη μια μοναδική ευκαιρία να πείσει ότι έχει μέσα του αποθέματα ανοικτής ατζέντας, γνώσεων και πίστης για τα θέματα, ώστε να μη χρειάζεται τη συνήθη διαδικασία της επικοινωνίας μέσω των γραπτών κειμένων και με πανταχού απούσα την ψυχή και το νόημα της.
Εν ολίγοις: το μήνυμα του Νίκου Χριστοδουλίδη ήταν νωθρό, άνευρο και αρκούντως συμφιλιωμένο με την νέα τάξη πραγμάτων.
Λυπάμαι αλλά δεν θα το λάβουμε.
Του το επιστρέφουμε, προσδοκώντας -ίσως- την επόμενη φορά να είναι αμεσότερο και πιο εθνικά αποδεκτό.