Συνέντευξη με την σκηνοθέτιδα, σεναριογράφο και παραγωγό Ελίνα Ψύκου μέσα από το έργο της “Ο γιος της Σοφίας”

του Αλέξανδρου Ευσταθίου


Πρωτογνώρισα την σκηνοθέτιδα, σεναριογράφο και παραγωγό Ελίνα Ψύκου μέσα από το έργο της Ο γιος της Σοφίας, το οποίο είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 2017. Τον περασμένο Μάρτιο, ξανά συναντήθηκα με το έργο της, παρακολουθώντας στο τελευταίο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης την τελευταία της ταινία με τίτλο Αδέσποτα Κορμιά. Με αφορμή αυτή την ταινία, επιχείρησα να γνωρίσω την δημιουργό και να της ζητήσω να κάνουμε μια συζήτηση σχετικά με το σινεμά που θέλει η ίδια να κάνει, αλλά και τις σκέψεις της εν γένει για τον ελληνικό κινηματογράφο σήμερα.

Παρακολούθησα με μεγάλο ενδιαφέρον τα Αδέσποτα Κορμιά τον περασμένο Μάρτιο στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Διάβασα πως δεν επιδιώκατε να γυρίσετε μια ακτιβιστική ταινία, θα αποδεχόσασταν ωστόσο τον όρο πολιτική ταινία για τα Αδέσποτα Κορμιά; Πιστεύετε πως σήμερα υπάρχει λιγότερος ή περισσότερος χώρος σε σύγκριση με το παρελθόν για πολιτικές ταινίες;

Ξεκινώντας με το ζήτημα τι είναι πολιτική ταινία, αν θέλουμε κάπως να διευρύνουμε το πλαίσιο, τα πάντα μπορεί να είναι πολιτικά, με την έννοια ότι η ζωή μας σε αυτόν τον κόσμο είναι πολιτική. Επανέρχομαι σε αυτό που είχα πει και στο φεστιβάλ όταν παρουσιάστηκε η ταινία, ότι δηλαδή το σώμα μας είναι πολιτικό, πάνω στο σώμα μας παίζονται διάφορα παιχνίδια εξουσίας και συνεπώς οποιαδήποτε ταινία πραγματεύεται τη θέση μας σε αυτό τον κόσμο είναι πολιτική. Όλα αυτά είναι πολιτικά ζητήματα για εμένα και ίσως να ακούγεται πάρα πολύ γενικό το πλαίσιο, αλλά αν το σκεφτείτε δεν είναι πια και τόσο γενικό. Ακτιβιστικό είναι κάτι το οποίο πρεσβεύει μια πολύ συγκεκριμένη θέση και έχει μια συγκεκριμένη ατζέντα.

Εμείς είχαμε μια συγκεκριμένη ατζέντα, αλλά ήταν μια γενική ατζέντα αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Η ατζέντα μου ήταν να προβληματίσω και να θέσω ερωτήματα για το τι σημαίνει άνθρωπος, ανθρώπινη ύπαρξη, τι σημαίνει ζωή και θάνατος. Η ανθρώπινη ύπαρξη ορίζεται από τη ζωή και τον θάνατο, γεννιόμαστε και πεθαίνουμε. Αυτή είναι η ανθρώπινη ύπαρξη μας, υλικά τουλάχιστον, επομένως αυτό που ήθελα ήταν να ανοίξω μια συζήτηση γι’ αυτό το οποίο είμαστε και ποιος ορίζει το σώμα μας. Ποιος ορίζει το σώμα μας; Το ορίζουμε εμείς, το ορίζουν οι κυβερνήσεις, το ορίζει η πολιτεία, το ορίζει η θρησκεία, το ορίζει ο Θεός, τι το ορίζει;

Ήθελα να ανοίξω αυτή τη συζήτηση για το τι ορίζει το σώμα μας θέτοντας ερωτήματα και όχι δίνοντας απαντήσεις· και αυτή είναι διαφορά με το να έκανα μια ακτιβιστική ταινία. Αν έκανα μια ακτιβιστική ταινία θα ήθελα πρωτίστως να δώσω απαντήσεις. Εγώ δεν ήθελα να δώσω απαντήσεις, ήθελα να θέσω ερωτήματα σε εμένα καταρχάς και στους θεατές κατά δεύτερον· και ήθελα να θέσω τα ερωτήματα στους θεατές όλων των απόψεων· και θέτοντας ερωτήματα σε θεατές όλων των απόψεων, έθεσα και ερωτήματα στην ίδια την κάμερα, μέσα στην ταινία εννοώ, σε ανθρώπους δηλαδή που εμφανίζονταν στην ταινία και πρέσβευαν όλες τις γνώμες. Επομένως, εμένα ο αρχικός μου στόχος ήταν αυτός και είμαι χαρούμενη γιατί νομίζω ότι τον πέτυχα, τα έθεσα αυτά τα ερωτήματα. Από εκεί και πέρα, τι απαντήσεις θα δοθούν σε αυτά τα ερωτήματα είναι άλλο ζήτημα.

Ξέρετε, όταν ήμουν στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και σπούδαζα κοινωνιολογία, ένας καθηγητής, που για εμένα εκείνη τη στιγμή η συνάντηση μου μαζί του πολύ σημαντική, είχε πει ότι το πανεπιστήμιο δεν θα σας δώσει απαντήσεις, θα σας μάθει τον τρόπο να θέτετε τα ερωτήματα. Αυτό κάπως το κράτησα, με τάραξε, μου εντυπώθηκε, και όταν μετά τελικά ακολούθησα έναν άλλο δρόμο και όχι αυτόν της κοινωνιολογίας και της θεωρίας, αλλά ακολούθησα τον δρόμο του σινεμά, κάπως το έχω κρατήσει αυτό για τις ταινίες που κάνω, θέλω να θέτω ερωτήματα, δεν θέλω να δίνω απαντήσεις. Προφανώς και είχα γνώμη και απόψεις δικές μου, αλλά είχα και πολλά ερωτήματα και ξεκίνησα με αυτά τα ερωτήματα.

Η ταινία και κυρίως η αφίσα της υπήρξε και αντικείμενο αντιδράσεων κατά την διάρκεια της προβολής της στο τελευταίο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Πως αντιμετωπίσατε και πως θέλετε να αντιμετωπίζετε και στο μέλλον εσείς τέτοιου είδους αντιδράσεις;

Καταρχάς, προφανώς και όταν κάναμε αυτή την αφίσα είχαμε στο μυαλό μας ότι θα υπάρξουν αντιδράσεις, αλλά δεν περιμέναμε τόσο μεγάλης κλίμακας αντιδράσεις. Ήταν μεγάλη η κλίμακα των αντιδράσεων, με την έννοια ότι υπήρχε μια στοχευμένη και οργανωμένη επίθεση. Δεν ήταν δηλαδή ότι κάποιοι ενοχλήθηκαν και διαμαρτυρήθηκαν μεμονωμένα, υπήρχε κάτι πολύ οργανωμένο σε αυτό, κάτι που έδωσε μεγάλη κλίμακα, επομένως, για να είμαι ειλικρινής, με βρήκε απροετοίμαστη μια τόσο μεγάλη κλίμακα αντιδράσεων.

Ο τρόπος αντιμετώπισης και, αν ποτέ ξανά έχω μια τέτοια εμπειρία νομίζω με τον ίδιο τρόπο θα την αντιμετωπίσω, ήταν με ψυχραιμία και σίγουρα υπήρξα ανοιχτή. Εννοώ, ότι δεν έκλεισα τους διαύλους επικοινωνίας μου. Ξεκίνησε η επίθεση στα κοινωνικά μέσα, στα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης όπου θα μπορούσα – και ήταν κάτι που φυσικά με απασχόλησε και αναρωτήθηκα μέσα μου – να τα κλείσω ή έστω να κλείσω τα σχόλια, επέλεξα όμως να τα αφήσω δημόσια, να παραμείνω εκεί και να αφήσω τον χώρο σε όλα τα άτομα που ήθελαν να εκφραστούν. Για εμένα, αν και δεν με προστάτευε εκείνη την στιγμή γιατί με άφηνε πάρα πολύ εκτεθειμένη, ήταν ένας μονόδρομος με την έννοια ότι εγώ έτσι αντιλαμβάνομαι τον διάλογο. Πες αυτό που θέλεις και εκθέσου.

Πείτε αυτά που θέλετε να πείτε, εκτεθείτε με αυτά, άλλωστε όλοι εκτιθέμεθα. Εγώ έχω εκτεθεί κάνοντας μια ταινία, έχω εκτεθεί κάνοντας μια αφίσα, εκτεθείτε κι εσείς λέγοντας αυτά που έχετε να πείτε. Από την μια λοιπόν, άφησα ανοιχτή όλη αυτή την επικοινωνία και από την άλλη στην επικοινωνία που μου προτάθηκε από τηλεοπτικά μέσα και τηλεοπτικές εκπομπές αποφάσισα να μην συμμετέχω με την έννοια ότι και πάλι για εμένα είχε μιλήσει η ταινία μου και η αφίσα επίσης. Αυτός είναι ο τρόπος μου εμένα να μιλάω, προφανώς και δίνω και συνεντεύξεις, αλλά τώρα να έβγαινα στην τηλεόραση να μιλήσω για την αφίσα και να μιλήσω σε ανθρώπους οι οποίοι όχι απλά δεν είχαν δει την ταινία αλλά δεν σκόπευαν και να την δουν, δεν με ενδιέφερε.

Να μιλήσω σε εσάς τώρα που έχετε δει την ταινία και έχουμε ένα αντικείμενο συζήτησης, ναι, το έκανα. Αλλά να μιλάω σε ανθρώπους οι οποίοι δεν είχαν δει την ταινία και ξαναλέω, δεν σκόπευαν και να την δουν, δεν το έκανα. Επομένως, από την μια άφησα ανοιχτό το έδαφος για να πούνε όσοι ήθελαν να πούνε ό,τι ήθελαν να πούνε, αλλά από την άλλη, με όσους δεν είχαν δει την ταινία, αποφάσισα ότι δεν ήθελα να συνδιαλλαγώ μαζί τους βγαίνοντας δημοσία να μιλήσω για αυτό. Ήταν μια δύσκολη εμπειρία, τραυματική, αλλά ξέρετε, προφανώς έπρεπε να γίνει και προφανώς ήταν σημαντική.

Από την έμπνευση στην υλοποίηση λοιπόν, πως εξελίχθηκε η διαδικασία παραγωγής αυτής της ταινίας; Τι πυροδότησε την έμπνευση σας και ποια ήταν τα μεγαλύτερα εμπόδια κατά την υλοποίηση;

Αρχικά, η πυροδότηση της έμπνευσής ήρθε πριν αρκετά χρόνια, πριν περίπου 13 χρόνια, όταν είχα ακούσει ότι η άμβλωση απαγορεύτηκε καθολικά στην Μάλτα. Αυτό με είχε εντυπωσιάσει, γιατί δεν το γνώριζα και γιατί γενικώς ήταν κάτι το οποίο αντιλήφθηκα ότι δεν συζητιόταν και ότι δεν ήταν μέρος του δημόσιου διαλόγου. Όπως καταλαβαίνετε, πριν 13 χρόνια πολλά δεν ήταν μέρος του δημόσιου διαλόγου, έχει αλλάξει πάρα πολύ το περιεχόμενο του δημόσιου διαλόγου αυτά τα χρόνια.

Πάντως αυτή ήταν η εκκίνηση, πήρε πάρα πολλά χρόνια φυσικά να υλοποιηθεί αυτή η ταινία και γιατί εγώ δεν ασχολούμουν με αυτή εντατικά όλες τις περιόδους, αλλά και γιατί χρειαζόταν καταρχάς να βρεθεί χρηματοδότηση για να μπορεί να υλοποιηθεί ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα Ένα εγχείρημα δηλαδή με πολλά ταξίδια και με πάρα πολύ κόσμο, επομένως και κόστη, που χρειαζόταν χρήματα για να το υποστηρίξουν. Και ήταν και αρκετά τα σχήματα τα οποία δοκιμάζαμε, τα σχήματα παραγωγής και συμπαραγωγής εννοώ. Δεν ξεκίνησε η ταινία παραγωγικά σαν σχήμα και σαν δομή όπως τελικά κατέληξε· δοκιμάστηκαν διάφορα μέχρι να καταλήξουμε στο τελικό σχήμα.

Αυτά από άποψη παραγωγής. Από άποψη περιεχομένου, η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν να βρεθούν οι χαρακτήρες οι οποίοι θα πλαισίωναν τις θεματικές γιατί ήταν ένα κονσεπτικό ντοκιμαντέρ, ένα ντοκιμαντέρ που ξεκινούσε από το θέμα και το κόνσεπτ και έπρεπε λοιπόν αυτό το κόνσεπτ να πλαισιωθεί από τους ανθρώπους. Δεν ήταν ένα ντοκιμαντέρ που έχει ξεκινήσει με αφορμή ορισμένους ανθρώπους και πρέπει μέσα από τους ανθρώπους να βρεις το θέμα. Οι δρόμοι λειτουργούν και με τις δύο κατευθύνσεις.

Εδώ υπήρχε το θέμα και έπρεπε να πλαισιωθεί με τους ανθρώπους και αυτό το έκανε πάρα πολύ δύσκολο, γιατί αφενός είχαμε γυρίσματα σε πάρα πολλές χώρες, αφετέρου είχαμε χαρακτήρες που υποστηρίζαν διάφορες θεματικές και διάφορες γνώμες και έπρεπε όλα αυτά τα άτομα να βρεθούν. Ήταν ένα πολύ δύσκολο παζλ, αλλά έγινε με την υποστήριξη και την συνδρομή όλων αυτών των ανθρώπων από όλες αυτές τις χώρες που συμμετείχαν στην ταινία και τελικά τα καταφέραμε.

Σήμερα που ο δημόσιος λόγος είναι διαφορετικός από αυτόν που ήταν πριν ορισμένα χρόνια, πιστεύετε πως υπάρχει περισσότερος χώρος για ταινίες σαν την δική σας;

Κοιτάξτε, είναι ένα ζήτημα οι ταινίες που γίνονται και ένα άλλο οι ταινίες που βλέπουμε. Προφανώς και γίνονται πολλές ταινίες οι οποίες έχουνε πολιτικό λόγο – αν πούμε ότι και τα Αδέσποτα Κορμιά είναι μια τέτοια ταινία.

Το θέμα είναι τι διάχυση υπάρχει. Εννοώ τα κανάλια διάχυσης, δηλαδή για μια ταινία σαν την δική μου που είναι ντοκιμαντέρ και έχει και έναν έντονο πολιτικό λόγο, πόσες αίθουσες θα ενδιαφερθούν να την παίξουν, πόσες πόλεις θα ενδιαφερθούν να την παίξουν και άρα τελικά σε πόσους ανθρώπους θα καταλήξει; Επομένως γίνονται ταινίες που έχουν πολιτικό λόγο· το θέμα είναι πόσος κόσμος τις βλέπει, διότι μερικές φορές χρειάζεται να τις ψάξει ο κόσμος αυτές τις ταινίες και δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τον χρόνο, την όρεξη, τα εργαλεία και τα μέσα να ψάξουνε για τις ταινίες.

Οι άνθρωποι αυτοί χρειάζονται, οι ταινίες να φτάσουν στο σκαλοπάτι τους, στη γειτονία τους, στο σπίτι τους, αν δεν φτάσουν δεν θα τις δουν. Όχι δηλαδή γιατί έφτασαν αυτές οι ταινίες στο κατώφλι του κόσμου κι ο κόσμος αρνήθηκε να τις δει. Επομένως, εκεί υπάρχει ένα μεγάλο ερώτημα, στο κατά πόσο δηλαδή υπάρχει ισορροπία σε αυτό που παράγεται και σε αυτό που παρακολουθείται. Σε αυτό το σημείο υπάρχει ένας αγώνας που πρέπει να κάνουμε οι κινηματογραφιστές, να βρούμε έναν τρόπο το έργο μας να επικοινωνηθεί με τον κόσμο και όταν λέω να επικοινωνηθεί, εννοώ τα βασικά, δηλαδή να φτάσει στον κόσμο, να υπάρξει πρόσβαση του κοινού το έργο αυτό.

Πρόσφατα ψηφίστηκε ένα νόμος που προβλέπει την ίδρυση ενός ενιαίου φορέα και την συγχώνευση σε αυτόν του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και του ΕΚΟΜΕ. Ο κινηματογραφικός κόσμος εξέφρασε έντονα τους προβληματισμούς του ως προς το τι μέλλει γενέσθαι έπειτα από αυτή την συγχώνευση. Ποιες είναι οι δίκες σας σκέψεις για αυτή την πρωτοβουλία; Πιστεύετε πως υπό το νέο νομοθετικό καθεστώς, μια ταινία τεκμηρίωσης σαν τα Αδέσποτα Κορμιά θα μπορέσει να βρει χώρο για χρηματοδότηση;

Κοιτάξτε, η βασική ερώτηση είναι, κατά πόσο ο νέος φορέας έχει την διάθεση ουσιαστικά να στηρίξει το ελληνικό σινεμά. Μας διαβεβαιώνουν ότι έχει αυτή την πρόθεση, επομένως δεν έχω κανέναν λόγο προσωπικά ούτε εγώ ούτε οι συνάδελφοι μου να είμαστε καχύποπτοι. Εκφράσαμε και εκφράζουμε τις ανησυχίες μας και τους δισταγμούς μας, από εκεί και πέρα εγώ περιμένω και ευελπιστώ οι ανησυχίες μας να ήταν αβάσιμες, δεν θέλω δηλαδή να είμαι προπέτης, δεν θέλω να προεξοφλήσω ότι αυτό το εγχείρημα δεν θα πάει καλά. Εδώ είμαστε και θα το δούμε. Νομίζω ότι η δουλειά μας ήταν να εκφράσουμε τις ανησυχίες μας, τις εκφράσαμε, και συλλογικά και εγώ προσωπικά σαν άτομο, έτσι ώστε να αισθανθούμε ότι χτυπήσαμε τα καμπανάκια. Από εκεί και πέρα εγώ περιμένω και ελπίζω ότι όλα θα πάνε καλά, πραγματικά δεν έχω να πω κάτι παραπάνω.

Έχω ανησυχία, γιατί προφανώς και ο κόσμος αλλάζει, όχι μόνο ο ελληνικός χώρος, αλλά ο παγκόσμιος· υπάρχει μια εθνικοκεντρική στροφή, δηλαδή μια γενικότερη στροφή προς το έθνος και ο πολιτισμός ακολουθεί τις γενικότερες τάσεις, τα γενικότερα trends. Βλέπουμε για παράδειγμα ότι στον πρώτο κύκλο των βουλευτικών εκλογών στην Γαλλιά η Λεπέν βγήκε πρώτη. Είναι μια στροφή προς τα μέσα, γιατί καταλαβαίνουμε όλοι πως το βασικό σύνθημα της Λεπέν είναι με ποιο τρόπο οι Γάλλοι θα κυριαρχήσουν έναντι των μεταναστών. Πρόκειται για μια εσωστρέφεια και όταν βλέπουμε παγκόσμια και ευρωπαϊκά τέτοιες πολιτικές εσωστρέφειας καταλαβαίνουμε ότι και ο πολιτισμός αυτή την εσωστρέφεια θα ακολουθήσει. Και όταν λέω εσωστρέφεια εννοώ ταινίες που μπορεί να έχουν εθνικό περιεχόμενο. Μιλάω με συναδέλφους στην Ιταλία και μου λένε ότι και εκεί αλλάζει τώρα ο νόμος για το σινεμά και ο καινούριος νόμος θα πριμοδοτεί ταινίες που θα έχουν εθνικά ζητήματα.

Βέβαια, η εσωστρέφεια και η εξωστρέφεια είναι έννοιες οι οποίες είναι πάρα πολύ εύκολο να επιφέρουν μια σύγχυση. Δεν εννοούμε όλοι το ίδιο, π.χ. αν γίνει ένας διάλογος σε πολιτικό επίπεδο για το τι θεωρεί ο καθένας εσωστρέφεια και εξωστρέφεια θα δούμε ότι δεν εννοούν όλοι το ίδιο. Για μένα το να κάνεις ταινίες που αφορούν αποκλειστικά το έθνος είναι κάτι εσωστρεφές, όταν μάλιστα μιλάμε για ένα έθνος όπως η Ελλάδα, δηλαδή μια μικρή σε έκταση και πληθυσμό χώρα που δεν έχει ένα εύκολα εξαγώγιμο πολιτιστικό προϊόν. Το να δώσεις λόγο σε νέους δημιουργούς, οι οποίοι θα κάνουν ταινίες, θα μιλήσουν για κάτι πιο παγκόσμιο, ακόμα και χρησιμοποιώντας στοιχεία ελληνικά, είναι μια άλλου τύπου εξωστρέφεια. Μετά ξέρετε, καταλήγουμε στην προηγούμενη συζήτηση περί της πρόσβασης, του κατά πόσον αυτό το προϊόν βρίσκει δίοδο στον κόσμο, μπλέκουν δηλαδή οι συζητήσεις.

Είμαι διστακτική λοιπόν, αλλά από την άλλη πραγματικά ελπίζω να πάνε όλα καλά και να συνεχίσει το ελληνικό σινεμά να υποστηρίζεται και όχι απλά να υποστηρίζεται, αλλά να υποστηρίζεται από ολοένα και περισσότερα μέσα. Το ότι υπήρχε το κέντρο κινηματογράφου δεν σήμαινε και πολλά, γιατί ήταν ένα υποχρηματοδοτούμενο κέντρο κινηματογράφου το οποίο οριακά μπορούσε να κάνει την δουλειά του με τα χρήματα που είχε. Μακάρι λοιπόν να συνεχίσει να στηρίζεται το ελληνικό σινεμά, αλλά και να στηριχτεί περισσότερο.

Όλη η συζήτηση σχετίζεται και με το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερες παραγωγές από το εξωτερικό επιλέγουν την Ελλάδα για γυρίσματα. Εσείς πως προσδιορίζετε το ελληνικό σινεμά;

Είναι το σινεμά που γίνεται από Έλληνες δημιουργούς και με ελληνικούς πόρους ταυτόχρονα. Και τα δύο πρέπει να ισχύσουν γιατί για παράδειγμα το σινεμά του Γιώργου Λάνθιμου δεν είναι ελληνικό σινεμά αυτή τη στιγμή, είναι απλά Έλληνας ο δημιουργός, αλλά δεν γίνεται με ελληνικούς πόρους. Άρα πρέπει και τα δύο να ισχύουν. Ούτε βέβαια το σινεμά που γίνεται από ξένους δημιουργούς στην Ελλάδα, γιατί έχει ξένους δημιουργούς. Ελληνικό σινεμά είναι το σινεμά που κάνει ο Έλληνας δημιουργός και έχει και ελληνικούς πόρους για να το κάνει. Πόσοι είναι αυτοί οι πόροι είναι ένα ζήτημα, άρα και πόσος χώρος θα δοθεί σε αυτό το ελληνικό σινεμά. Και για μένα το ελληνικό σινεμά δεν έχει να κάνει με το arthouse ή το εμπορικό σινεμά ή όλες αυτές τις ταμπέλες. Όλα είναι ελληνικό σινεμά, υπάρχει καλό ελληνικό σινεμά και κακό ελληνικό σινεμά, αυτός για εμένα είναι ο μόνος διαχωρισμός.

Από την εμπειρία σας στην διδασκαλία, ποια είναι η εικόνα που έχετε για τις κινηματογραφικές σπουδές στην Ελλάδα σήμερα; Υπάρχει ζύμωση μεταξύ ακαδημαϊκής και επαγγελματικής κατάρτισης; Οι απόφοιτοι/ες μπορούν εύκολα να βρουν πρόσβαση στην εγχώρια κινηματογραφική βιομηχανία;

Η κινηματογραφική εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι σίγουρα σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ότι ήταν όταν εγώ ήμουν εκπαιδευόμενη, δηλαδή πριν 20 χρόνια. Σίγουρα, η ύπαρξη του τμήματος κινηματογράφου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης έχει αναβαθμίσει τα πράγματα. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα που όλοι ξέρουμε και το οποίο δεν συζητιέται δυστυχώς και αυτό είναι ο πάρα πολύ μεγάλος ο αριθμός των εισακτέων. Το αντιμετωπίζω κι εγώ ως επισκέπτρια καθηγήτρια του τμήματος τον τελευταίο ένα χρόνο, δεν είναι εύκολο να κάνεις μάθημα με τόσα πολλά άτομα, γιατί το σινεμά λειτουργεί, πέρα από θεωρητικά, και εργαστηριακά και δεν μπορείς να εμβαθύνεις όσο θα ήθελες όταν έχεις τόσα πολλά άτομα. Επομένως, ένα πρόβλημα είναι αυτό, και ένα άλλο είναι κατά τη γνώμη μου η διαδικασία εισαγωγής στο τμήμα, θεωρώ πως δεν θα έπρεπε να είναι μέσα από τις πανελλήνιες εξετάσεις. Αυτά τα δύο θέματα αν άλλαζαν, θεωρώ ότι θα αναβαθμιζόταν αυτόματα η σχολή και θα αναβαθμιζόταν αυτόματα και το επίπεδο – που είναι ήδη υψηλό- αλλά θα ήταν υψηλότερο.

Τώρα σε σχέση με την επαγγελματική αποκατάσταση, σίγουρα όλες αυτές οι παραγωγές που έρχονται από το εξωτερικό βοηθούν στο να δουλέψει περισσότερος κόσμος, αλλά μιλάμε για τεχνικές ειδικότητες και κατά βάση βοηθητικές. Σίγουρα δεν αφορούν τους σκηνοθέτες και σε πολλές περιπτώσεις δεν αφορούν και τους καλλιτεχνικούς συντελεστές σε επίπεδο head of department, τους αφορούν μόνο σε επίπεδο πιο βοηθητικό. Παρόλα αυτά, έτσι όπως είναι σήμερα η κατάσταση – που δεν ξέρω για πόσα χρόνια θα συνεχίσει να είναι – δίνεται χώρος για επαγγελματική αποκατάσταση, όχι ξαναλέω σε επίπεδο σκηνοθέτη και παραγωγού, αλλά σε χαμηλότερο επίπεδο.


Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ