του Δημήτρη Προβάρδου
Στη Μαρία που ήθελε μια ιστορία με χαρούμενο τέλος.
Ο βράχος στεκόταν απέναντι. Γκρίζος, κατάξερος, βλοσυρός ο ήλιος έψηνε τις γυμνές του πέτρες και μαζί τα λιγοστά σπίτια, τους ανθρώπους και τα ζώα. Καλοκαίρι του 20.., η θάλασσα στα πόδια του τον περιτριγύριζε γαλάζια, ολοφώτεινη και δροσερή , μην κατορθώνοντας ωστόσο να σπάσει τη μεσημεριανή κάψα που μάστιζε το βράχο και τη μικρή πολιτεία του.
Τα βράδια ένα απαλό αεράκι δρόσιζε με την αύρα του τη μικρή καστροπολιτεία και τους κατοίκους της, δίνοντας ζωή στα άδεια από την κάψα του μεσημεριού, στενά της.
Αργά τη νύχτα, όταν οι επισκέπτες του κάστρου θα φύγουν και οι λιγοστοί κάτοικοι της θα κοιμηθούν, το τείχος, οι ντάπιες και τα πέτρινα στενά της γεμίζουν σκιές. Ίσκοι εναλλάσσονταν. Βυζαντινοί άρχοντες, Ενετοί τιτλούχοι, Φράγκοι Ιππότες και Τούρκοι σαρικοφόροι γυρνούν στα έρημα στενά, αναζητώντας τη χαμένη τους υπόσταση.
Τις ώρες εκείνες κάποιοι από τους κοιμώμενους κατοίκους, οι πιο ευαίσθητοι, άκουγαν τους ψιθύρους των σκιών και την κλαγγή των όπλων τους καθώς περιδιάβαιναν τα πετροστρωμένα σοκάκια. Οι άλλοι, οι πιο προσγειωμένοι, έλεγαν πως αυτό που άκουγαν ήταν ο αέρας που περνούσε μέσα από τα στενά, ψιθυρίζοντας ή σφυρίζοντας, ανάλογα με την ένταση του. Όσο για τους μεταλλικούς θορύβους, έφταιγαν τα κρεμασμένα μεταλλικά αντικείμενα που χτυπούσαν ή έτριζαν στο πέρασμα του αέρα.
Ο Βαγγέλης, ο γιός της Μαρίας της Δημήτραινας, δεν ήταν αλαφροΐσκιωτος. Ψαράς ήταν και άνθρωπος της δουλειάς. Είχε την ψαροπούλα του αραγμένη στην απέναντι από το βράχο ακτή και ψάρευε ανοιχτά στο Μυρτώο, να βγάλει τα προς το ζην. Τα “πρώτα” τα αγόραζαν τα καλά εστιατόρια της Μονεμβασιάς και τα πιο δεύτερα μαζί με τα λιανόψαρα ο κόσμος του κάστρου.
Δόξα το Θεό, παράπονα δεν είχε.
Έβγαινε το μεροκάματο και πορεύονταν αυτός και η χήρα η μάνα του, χωρίς να τους λείψουν τα βασικά για την επιβίωση.
Τον πατέρα του τον είχε χάσει σχετικά νωρίς, δεκαεπτάχρονο παλικαράκι ήταν δεν ήταν, όταν μια νύχτα τον πήρε η θάλασσα στην αγκαλιά της, όπως κάνει πολλές φορές σ’ αυτούς που την δουλεύουν. Τροφός μαζί και ολετήρας.
Έτσι απόμεινε μόνος μαζί με τη χήρα μάνα του, να τα φέρουν βόλτα με τα λιγοστά που έπαιρναν ως σύνταξη από το ΝΑΤ και τη δουλειά του, στα ψαράδικα καΐκια και στις μηχανότρατες του Πειραιά, αφού σταμάτησε το Λύκειο πριν την τελευταία τάξη του.
Δούλεψε αρκετά χρόνια, μάζεψε κομπόδεμα, στα τριάντα επτά γύρισε στον τόπο του και με αυτά τα λεφτά κατάφερε να αγοράσει μια παλιά ψαροπούλα και με αυτή να βγαίνει για ψάρεμα ανοιχτά στο πέλαγος και στους όρμους της περιοχής, βγάζοντας τα έξοδα του σπιτιού.
Βραδάκι γύρισε ο Βαγγέλης από το ψάρεμα. Λες και αυτή τη μέρα η τύχη του του είχε χαμογελάσει και το μικρό μπάρκο του ήταν γεμάτο μόνο με λυθρίνια, συναγρίδες, δυο αστακούς και γενικά μόνο με «πρώτο» ψάρι. Θα δώσει στις ταβέρνες και τα εστιατόρια, θα βγάλει κι αυτός γερό μεροκάματο, θα δώσει σε ένα δυο φίλους και σε έναν κουμπάρο του ρεγάλο, θα πάει και μια συναγρίδα στη μάνα του, να φάει κι αυτή η καημένη η γριά, ένα καλό ψάρι.
Τέλειωσε τις δουλειές του, νετάρισε τα παραγάδια του και είπε να βγει να ξεσκάσει κι αυτός με τους φίλους. Σάββατο βράδυ απόψε, αύριο δεν θα έβγαινε για ψάρεμα, ας χαρεί κι αυτός λιγάκι.
Το ταβερνάκι του Χαραλάμπη, στην πάνω μεριά, ήταν για τους ανθρώπους του μόχθου. Καλό κρασί, καλοι μεζέδες και καθαρό, μάζευε τους μεροκαματιάρηδες που ήθελαν να ξεσκάσουν ένα σαββατόβραδο, να δουν τους φίλους, να μιλήσουν, να πουν τα βάσανα τους.
Ο ταβερνιάρης ο Χαραλάμπης, χοντρός, κοιλαράς, σαν τα βαρέλια του, έτρεχε από δω κι από κει να εξυπηρετήσει την πελατεία του, πάντα πρόσχαρος και καλαμπουρτζής.
Με τούτα και με κείνα, με τραγούδια, πειράγματα και αστεία, όλοι έγιναν μια παρέα, η ώρα περνούσε και το γλέντι καλά κρατούσε. Σιγά, σιγά οι θαμώνες, όσο περνούσε η ώρα όλο και λιγόστευαν. Πλησίαζαν μεσάνυχτα πια και έπρεπε να γυρίσουν σπίτια τους να ξεκουραστούν από τον κάματο της ημέρας και το σαββατιάτικο γλεντοκόπι. Μόνο η παρέα του Βαγγέλη δεν έλεγε να σταματήσει το πιοτί και το τραγούδι. Ήρθαν τα μεσάνυχτα, πέρασαν, κι αυτοί εκεί να γλεντούν ακούραστοι, μη δίνοντας σημασία τον καημένο το Χαραλάμπη που εξουθενωμένος πια, είχε ακουμπήσει το κεφάλι του στο τεζάκι του μαγαζιού του και τον είχε γλυκοπάρει ο ύπνος.
Θες από κούραση, θες λυπήθηκαν τον ταβερνιάρη, η παρέα αποφάσισε να σταματήσει το γλέντι και να γυρίσει ο καθένας τους στο σπίτι του.
Ξύπνησαν τον κοιμισμένο Χαραλάμπη, του πλήρωσαν το λογαριασμό και βγήκαν στον πετροστρωμένο δρόμο.
Τράβηξαν ο καθένας το δρόμο για το σπίτι του. Μόνο ο Βαγγέλης δεν είχε διάθεση για ύπνο κι έτσι αποφάσισε να τριγυρίσει στα στενά να πάρει λίγο αέρα, να φύγει η ζαλάδα του κρασιού και ύστερα να τραβήξει κι αυτός για το σπίτι του.
Κατέβηκε στην κάτω πόλη και περιδιάβαινε τα άδεια στενά με τα κλειστά σπίτια. Το μόνο που τον συντρόφευε ήταν ο ήχος από τα βήματα του και η κραυγή από μια μοναχική κουκουβάγια. Η πλήρης άπνοια δημιουργούσε μια περίεργη σιωπή. Ο έναστρος ουρανός με τα εκατομμύρια άστρα του και το γαλαξία, έδιναν μια εικόνα μαγείας και χαλάρωσης. Το φεγγάρι στη χάση του, είχε από ώρα δύσει. Όλα ήταν ήσυχα.
Κατέβηκε προς τη θάλασσα και το άδειο από υπερασπιστές περιτείχισμα. Ούτε σκιές οπλισμένες, ούτε κλαγγές όπλων, ούτε στεναγμοί σκιών και φαντασμάτων. Τίποτα. Μονάχα η απόλυτη ηρεμία και ο φλοίσβος της θάλασσας που φιλούσε τα βράχια, έξω από τα μπεντένια.
Αποφάσισε να πάρει το δρόμο για το σπίτι του. Η νυχτερινή βόλτα του είχε καθαρίσει το μυαλό από τη ζάλη του γλεντιού. Ήταν ώρα να πάει για ύπνο.
Γύρισε το κεφάλι του και την είδε. Μια γυναίκα με ξέπλεκα τα μαύρα μαλλιά της, στέκονταν στο νοτιοδυτικό πύργο του τείχους και κοιτούσε τη θάλασσα.
Πλησίασε προς το μέρος της και τη φώναξε.
-Έϊ, εσύ στον πύργο.
Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε αμίλητη. Παρά την ομορφιά της η μορφή της είχε κάτι το απόκοσμο. Τα μάτια της γαλανά, σχεδόν νερένια, είχαν μια θλίψη και μια προσμονή. Του χαμογέλασε, ένα χαμόγελο πικρό και εξαφανίστηκε προς τη μεριά του πύργου. Έμεινε εμβρόντητος, θυμήθηκε τους θρύλους για τις σκιές των πολεμιστών που τριγυρίζουν τις νύχτες στα στενά και βιάστηκε να γυρίσει στο σπίτι του.
Όλη τη νύχτα και μέχρι να τον πάρει ο ύπνος συλλογιζόταν τη γυναίκα και την απότομη εξαφάνιση της, λες και ήταν αερικό. Ή μήπως ήταν;
Δεν ανέφερε τίποτα, ούτε στη μάνα του, ούτε στους φίλους του που τους συνάντησε στο καφενείο, για το μεταμεσονύχτιο συναπάντημα του με την παράξενη γυναίκα. Σχεδίαζε μάλιστα να πάει το μεσονύχτι ξανά στον πύργο, μήπως και την συναντήσει πάλι.
Θυμόταν τα μάτια της, όμορφα, γαλανά και θλιμμένα, με το βλέμμα που τον στοίχειωνε και δεν μπορούσε με τίποτα να το βγάλει από το μυαλό του.
Η ημέρα της Κυριακής πέρασε όπως όλες, μεσημεριανό με τη μάνα του, το βραδάκι με τους φίλους, μια τελευταία ματιά στα παραγάδια κει επιστροφή στο σπίτι να κάνει λίγο παρέα στη μάνα του, πριν ξαπλώσουν για το νυχτερινό ύπνο.
Η μάνα του του έπιασε κουβέντα για το πότε θα παντρευτεί, να κάνει οικογένεια, να δει κι αυτή ένα εγγονάκι, βρε παιδί μου, πριν κλείσει τα μάτια της. Του μίλησε για την γειτονοπούλα τους τη Λευκή, του μπάρμπα-Θανάση την κόρη, που ήταν ανύπαντρη στα τριάντα δύο της, είχε όμως τον τρόπο της, ήταν και ομορφούλα και καλή νοικοκυρά.
-Να την πάρεις παιδί μου, να νοικοκυρευτείς. Ούτε εσύ, ούτε αυτή είστε στην πρώτη σας νιότη. Είναι καλή και βλέπω πως σε κοιτάζει κάθε που περνάς έξω από το σπίτι της. Σίγουρα σε θέλει, αλλά κι εσύ κάθε που περνάς από το σπίτι της, όλο και ρίχνεις κλεφτές ματιές στα παραθύρια της.
Ο Βαγγέλης δεν απάντησε, σκεπτόταν ότι η Λευκή δεν περνούσε αδιάφορη ως γυναίκα και του άρεσε κι αυτού. Όμως ποτέ δε σκέφτηκε το γάμο μαζί της, παρά μόνο τώρα που του μίλησε η μάνα του γι’ αυτό.
Βέβαια το μυαλό του γύριζε γύρω από τον νοτιοδυτικό πύργο και στη γυναίκα που είχε δει. Το είχε αποφασίσει, απόψε θα ξεκαθάριζαν όλα. Αερικό ή άνθρωπος, θα της μιλούσε και ό,τι γίνει.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι του και περίμενε να πάνε μεσάνυχτα. Η μάνα του είχε από ώρα κοιμηθεί.
Μεσάνυχτα σηκώθηκε, ετοιμάστηκε, χωρίς να κάνει θόρυβο και βγήκε στο πετρόστρωτο σοκάκι του σπιτιού του. Η δροσιά της νύχτας τον υποδέχτηκε. πήρε τα στενά που οδηγούσαν στο νοτιοδυτικό πύργο της οχύρωσης. Έφτασε και περίμενε την εμφάνιση της οπτασίας της χθεσινής νύχτας. Απόλυτη ησυχία βασίλευε. Κανένας θόρυβος, καμία κραυγή κουκουβάγιας, τίποτα. Περίμενε αρκετή ώρα και η χθεσινοβραδινή μορφή πουθενά. Πήρε απόφαση να γυρίσει για ύπνο. Αύριο το πρωΐ έπρεπε να ξυπνήσει νωρίς, είχε δουλειά.
Γύρισε σπίτι απογοητευμένος και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Αύριο ξεκινούσε πάλι το ψάρεμα.
Η Λευκή σηκώθηκε σχεδόν αξημέρωτα. Ετοίμασε τον καφέ του πατέρα της (είχε την συνήθεια να ξυπνά νωρίς όπως τότε που δούλευε στο κτήμα του με τις ελιές στην απέναντι ακτή) και το πρωϊνό γι’ αυτή και τη μάνα της. Ύστερα θα καταπιανόταν με τις δουλειές του σπιτιού, τα ψώνια της ημέρας και το μαγείρεμα.
Έριξε μια ματιά στο δρόμο και ευχαριστημένη είδε το Βαγγέλη να στρίβει στη γωνία, έξω από το σπίτι της και να πηγαίνει προς τη γέφυρα που ένωνε το βράχο με την απέναντι ακτή.
Αναστέναξε και κάθισε στο τραπέζι για το πρωϊνό. Τον ήθελε το Βαγγέλη, της άρεσε η κορμοστασιά του και το αρρενωπό του πρόσωπο, το μαυρισμένο από τον ήλιο και δαρμένο απ’ την αρμύρα, που του έδινε την όψη Θεού της θάλασσας, παρά το ότι δεν ήταν στην πρώτη του νιότη. Άλλωστε ούτε αυτή ήταν καμιά παιδούλα. Πατημένα τα τριάντα τέσσερα, στα τριάντα πέντε. Ναι, εξακολουθούσε να είναι όμορφη, με μαύρα μαλλιά και γαλανά μάτια και η κορμοστασιά της, λεπτή και λυγερή, ίδια παιδούλας, παρά την ηλικία της.
Είχε κι αυτή μια παλιά σχέση με κάποιον ξενομερίτη στο παρελθόν που όμως δεν είχε καλό τέλος. Της έταξε γάμο και όταν όλα ήταν έτοιμα, εξαφανίστηκε. Αργότερα αφού τον αναζήτησαν, ανακάλυψαν ότι αυτός ήταν ένας κοινός απατεώνας και ήδη παντρεμένος.
Από τότε η Λευκή κλείστηκε στον εαυτό της, απέφευγε τους άντρες σαν να έφταιγαν όλοι για το άσχημο τέλος της ιστορίας της και μόνο πολύ αργότερα άνοιξε η καρδιά της για τον Βαγγέλη, που έβλεπε συχνά εκεί στη γειτονιά της κι καταλάβαινε από τον τρόπο που κοίταζε κι αυτός προς το σπίτι της, ότι δεν του ήταν αδιάφορη. Όμως και λόγω της παλιάς εκείνης ιστορίας και λόγω της συστολής της ως γυναίκα, περίμενε να κάνει εκείνος το πρώτο βήμα.
Ο Βαγγέλης μάζεψε το πρώτο καλαδούρι του παραγαδιού και άρχισε να ξεψαρίζει την πρώτη ψαριά. Δόξα το Θεό, καλά άρχισε η εβδομάδα, σκέφτηκε και συνέχισε και με τα υπόλοιπα.
Στον ορμίσκο που είχε ποδίσει, διάλεξε τη σκιερή πλευρά, έτσι που μέχρι να γυρίσει ο ήλιος να δουλέψει στη σκιά και να ξαπλώσει να ξεκουραστεί λιγάκι, αφού το βραδάκι θα είχε άλλη μια προσπάθεια με τα παραγάδια του.
Νετάρισε με το ξεψάρισμα και το διόρθωμα των κομμένων παράμαλλων και ξάπλωσε να ξεκουραστεί και να κλείσει λίγο τα μάτια του.
Όσο κι αν προσπάθησε να κοιμηθεί, η σκέψη της γυναίκας στον πύργο δεν τον άφηνε ήσυχο. Όμως αυτή τη φορά και μια άλλη μορφή τριγύριζε στη σκέψη του, η μορφή της Λευκής και η κουβέντα γι’ αυτήν που είχε με τη μάνα του.
Σαν να έχει δίκιο η γριά μου, καιρός είναι να αποφασίσω αν θα κάνω οικογένεια ή όχι και η Λευκή είναι η γυναίκα που θέλω να κάνω οικογένεια μαζί της. Μου αρέσει και της αρέσω, σκέφτηκε. Μα πρώτα από όλα θα λύσω το μυστήριο με τη γυναίκα του πύργου. Αφού ρίξω τα παραγάδια θα πάω να το ξεδιαλύνω.
Η νύχτα ήρθε, τα παραγάδια ρίχτηκαν στη θάλασσα και ο Βαγγέλης έβαλε πλώρη για το βράχο της Μονεμβασιάς.
Έφτασε λίγο μετά τα μεσάνυχτα και πλησίασε τη ψαροπούλα, όσο πιο κοντά γινόταν στα βράχια της ακτής προς τη μεριά του νοτιοδυτικού πύργου της οχύρωσης. Η γυναίκα ήταν εκεί και έψαχνε το πέλαγος με την ανήσυχη γαλάζια ματιά της και τα λυτά της μαλλιά ελεύθερα στην βραδινή αύρα.
Έστρεψε το βλέμμα της και είδε τη ψαροπούλα και το Βαγγέλη όρθιο στο διάκι να την κοιτάζει.
Η σκιά της γυναίκας κούνησε το χέρι της σε χαιρετισμό και στα χείλη της χαράχτηκε κάτι σαν χαμόγελο.
-Γύρισες Κωνσταντή; Γύρισες πειρατή μου; ακούστηκε η γλυκιά μα απόκοσμη φωνή της, μπερδεύοντας την ψαροπούλα του Βαγγέλη με μπρίκι και τον Βαγγέλη με αυτόν που περίμενε, τον πειρατή της καρδιάς της.
Ο Βαγγέλης απάντησε σα να ήταν αυτός που περίμενε η γυναίκα του πύργου.
-Γύρισα αποκρίθηκε. Η γυναίκα χαμογέλασε πάλι και του απάντησε:
-Σε περίμενα τόσα χρόνια. Οι δικοί μου μου είπαν πως χάθηκες στη θάλασσα και δεν θα σε ξαναδώ, όμως εγώ πάντα σε περίμενα. –Ποια είσαι δεν σε θυμάμαι, πέρασε πολύς καιρός από τότε και έχασα τη μνήμη μου, απάντησε ο Βαγγέλης.
Το πρόσωπο της γυναίκας σκοτείνιασε και τα γαλάζια νερένια μάτια της σκουράναν, έτσι όπως σκουραίνει η θάλασσα όταν θυμώνει.
-Τόσο γρήγορα με ξέχασες, πού είναι η αγάπη που έλεγες πως μου είχες και που για χάρη της άφησα και σπίτι, και γονείς και πλούτη, και τιμές, μόνο και μόνο για αυτή την αγάπη που μου είχες τάξει;
Ο Βαγγέλης τρόμαξε από την άγρια μορφή που αντικατέστησε το χαμόγελο και τη γλύκα της πρότερης μορφής.
-Συγχώρησέ με, αλλά το κατάρτι που με χτύπησε στο κεφάλι σε μια ναυμαχία, μου ξέγραψε εντελώς τη μνήμη, της αποκρίθηκε για να την ηρεμήσει.
-Είμαι η κόρη του Καστελάνου αυτού του κάστρου, του Τζάκομο Βαλεντίνι, που το κατέχει εξ ονόματος της Γαληνότατης, η Μπιάνκα. Που για χάρη σου τα έχασα όλα και ενώ περίμενα το γυρισμό σου τόσα χρόνια τώρα μου λες ότι με ξέχασες;
Και αφήνοντας κάτι σαν κατάρα και μια κραυγή ίδια με της κουκουβάγιας, εξαφανίστηκε στο σκοτάδι της νύχτας.
Ο Βαγγέλης τρόμαξε με την αποκοτιά του, να αναζητήσει και να μιλήσει με την σκιά της γυναίκας του πύργου και να υποκριθεί κάποιον που δεν ήταν. Έβαλε μπροστά τη μηχανή της ψαροπούλας και κατευθύνθηκε στο ανοιχτό πέλαγος, όσο πιο γρήγορα άντεχε η μηχανή του πλεούμενου.
Γύρισε ξημερώματα πια στο σημείο που είχε ρίξει τα παραγάδια του, βρήκε το πρώτο καλαδούρι και άρχισε να καλάρει και να ξεψαρίζει τα αγκίστρια του.
Λίγο πράμα σήμερα, μονολόγησε και σκέφτηκε ότι ίσως έφταιγε η κατάρα της «προδομένης» γυναίκας του πύργου, που σίγουρα ήταν μια πονεμένη, βασανισμένη ψυχή από τον καιρό της ενετικής κατοχής του μονεμβασιώτικου βράχου, που η προδοσία της αγάπης της, ή η θάλασσα που της είχε πάρει τον εραστή της, της είχε στερήσει τα όνειρα που έκανε, με αποτέλεσμα να αγναντεύει η σκιά της τη θάλασσα αιώνες τώρα, για τον γυρισμό εκείνου που θα τα υλοποιούσε.
Μάζεψε και τα υπόλοιπα παραγάδια και αφού πια είχε βγει ο ήλιος πήρε τη ρότα για το λιμανάκι της Γέφυρας και από κει, με τα όσα ψάρια έβγαλε για την καστροπολιτεία του να τα πουλήσει στους πελάτες του.
Γύρισε σπίτι του μεσημέρι, σκεφτικός και κουρασμένος. Του έλειπε ύπνος και ξεκούραση. Έφαγε μόνο μια σαλάτα με ντομάτα και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Βυθίστηκε στον ύπνο σαν το μολύβι στο νερό.
Έναν ύπνο βαθύ και ανήσυχο.
Η μάνα του τον άκουγε να στριφογυρίζει στο κρεβάτι και πότε να μουρμουράει κάτι ακατάληπτα λόγια, πότε να αναστενάζει. Το συνδύασε με την ανορεξιά του(αυτός που έτρωγε σαν λύκος κάθε που γύριζε από το ψάρεμα), και φοβήθηκε ότι ο Βαγγέλης της ήταν άρρωστος.
Έκανε το σταυρό της και προσευχήθηκε στην Παναγιά να έχει καλά το παιδί της και περίμενε ανήσυχη πότε θα ξυπνήσει να τον ρωτήσει τι αισθάνεται και που πονάει.
Το απογευματάκι ήρθε, ο ήλιος πήρε το δρόμο της Δύσης και ο Βαγγέλης ξύπνησε με το κεφάλι βαρύ και το μυαλό σκοτισμένο.
-Τι έχεις παιδί μου; ρώτησε γεμάτη ανησυχία η μάνα του,τι σου
συμβαίνει, μήπως είσαι άρρωστος;
-Τίποτα δεν έχω μάνα, μην ανησυχείς, θέλω μόνο να μιλήσουμε σχετικά με αυτό που έλεγες τις προάλλες για τη Λευκή.
Η Μαρία χάρηκε και χαμογέλασε στο γιό της ευχαριστημένη.
-Τι θες να πούμε παιδί μου;
– Φτιάξε μάνα δυο καφέδες και φέρε τους στο μπαλκονάκι να τους πιούμε και να μιλήσουμε.
Πήγε χαρούμενη στην κουζίνα και μετά από λίγο έφερε ένα δίσκο με δυο φλιτζάνια καφέ και δυο ποτήρια κρύο νερό. Τα άφησε στο μικρό τραπεζάκι του μπαλκονιού και κάθισε στο σκαμνί της, όλο προσμονή.
-Πες μου Βαγγέλη μου, τι σε απασχολεί;
-Κάτσε ρε μάνα να πιώ μια γουλιά καφέ και θα σου πω.
Ήπιαν τους καφέδες τους και ο Βαγγέλης άρχισε να της εξιστορεί τις δυο νυχτερινές συναντήσεις του με τη σκιά της γυναίκας του πύργου. Της είπε για την απόκοσμη μορφή της και για την ομορφιά της, αλλά και για την ομοιότητα που είχε η μορφή και η κορμοστασιά της με εκείνη της Λευκής.
– Θεός φυλάξοι παιδί μου, με τις ξωθιές έπιασες κουβέντα, πώς τα κατάφερες και γλύτωσες και δεν έχασες τα λογικά σου;
– Δεν ήξερα μάνα ότι ήταν σκιά, για γυναίκα την πέρασα που κάτι περίμενε, αφού κοίταζε επίμονα τη θάλασσα. Άσε που για μια στιγμή φοβήθηκα ότι ήθελε να πέσει από τον πύργο στα βράχια και της μίλησα για να την αποτρέψω.
Η Μαρία έκανε το σταυρό της και επέμεινε.
– Έτσι είναι αυτές, έρχονται στον κόσμο των ανθρώπων και ψάχνουν όμορφα παλληκάρια. Τα μαγεύουν και τα κάνουν σκλάβους τους με την ομορφιά και τα μαγικά τους.
– Δεν ήταν ξωθιά μάνα, μια βασανισμένη ψυχή ήταν που γυρίζει τις νύχτες στον κόσμο των ζωντανών και ψάχνει να βρει αυτό που πόθησε η καρδιά της και την πρόδωσε, ή της τον πήρε η θάλασσα.
Εμένα μάνα άλλη ομορφιά μου έχει πάρει το μυαλό και θέλω να την κάνω γυναίκα μου και να ζήσω μαζί της. Η Λευκή.
– Ποια Λευκή, η γειτονοπούλα μας; έκανε την ανήξερη η μάνα του. Του μπάρμπα Θανάση και της κυρά Ζωής;
– Ναι μάνα αυτή.
– Και γιατί γιόκα μου δεν το έλεγες τόσον καιρό κι άφηνες το κορίτσι να καίγεται για σένα;
– Και πού το ξέρεις εσύ αυτό μάνα σου μίλησε η Λευκή;
– Ε, κάτι βλέπω και κάτι καταλαβαίνω κι εγώ από αυτά γιόκα μου. Όμως πρόσεχε, μην είναι τίποτα παιχνίδια και δεν είναι σταθερή και σοβαρή η αγάπη σου. Το κορίτσι είναι προδομένο και πονεμένο, ό,τι πούμε με την Λευκή και τους γονείς της θα είναι τελειωτικό.
– Σοβαρό είναι μάνα, σοβαρότατο. Αύριο δε θα βγω για ψάρεμα , να πάμε απ΄ το σπίτι της και να την ζητήσω από τους γονείς της και την ίδια.
Η Μαρία χάρηκε με την απόφαση του γιού της. Συμπαθούσε και συμπονούσε πολύ τη Λευκή, για την ευγένεια της και για την κακή τύχη που είχε με εκείνον τον απατεώνα.
Την επομένη το πρωΐ, η Μαρία και ο Βαγγέλης ετοίμασαν τα καλά τους τα ρούχα, έκοψε ο Βαγγέλης δυο κόκκινα τριαντάφυλλα από την γλάστρα τους και γύρω στις έντεκα πήραν το δρόμο για το σπίτι της Λευκής και των γονιών της.
Η μάνα της Λευκής, η ζωή παραξενεύτηκε όταν είδε τους δυο επισκέπτες στην πόρτα της. Η Λευκή ήταν στο φούρνο για να αγοράσει ψωμί και ο πατέρας της στο καφενείο.
Υποδέχτηκε τους επισκέπτες της, έβαλε τα λουλούδια στο νερό και ρώτησε το σκοπό της επίσκεψης τους.
– Καλώς τους, περάστε. Τους πέρασε στο καθιστικό του σπιτιού. Καθήστε όπου να είναι θα έρθει η Λευκή και ο Θανάσης, ώρα του είναι. Τι να σας τρατάρω;
– Καλημέρα γειτόνισσα ένα νεράκι είναι αρκετό. Αποκρίθηκε η Μαρία. Ήρθαμε…
– Περίμενε μάνα, άσε πρώτα να έρθουν οι Λευκή και ο μπάρμπα Θανάσης και τα λέμε.
– Δεν σας περιμέναμε και η αλήθεια είναι ότι παραξενεύομαι που σας βλέπω επίσημους και με λουλούδια. Είναι για καλό;
– Για καλό είναι κυρία Ζωή, απάντησε ο Θανάσης, μα να, ακούω την πόρτα, θα γύρισε η Λευκή.
Ήταν η Λευκή που μπήκε πρώτη στο καθιστικό και πίσω της ο πατέρας της που την βρήκε στο δρόμο και γύρισαν μαζί.
-Καλημέρα γείτονες, πώς από το σπιτικό μου;
Ο Βαγγέλης σηκώθηκε, έριξε μια ματιά στη Λευκή που κάτι καταλάβαινε και γυρίζοντας στον πατέρα της, είπε όλο επισημότητα.
-Μπάρμπα Θανάση, αγαπώ την κόρη σου και ήρθα με τη μάνα μου να ζητήσω το χέρι της, αν με θέλει κι αυτή για άντρα της βέβαια.
Ο μπάρμπα Θανάσης κοίταξε τη Λευκή, που τα μάτια της έλαμπαν από χαρά και στρίβοντας το μουστάκι του, γύρισε στο Βαγγέλη.
-Εγώ παιδί μου σε ξέρω από μικρό και θαύμασα το πείσμα και την εργατικότητα σου, όταν έχασες το μακαρίτη τον πατέρα σου. Δε φοβήθηκες τη δουλειά, αν και ήσουν μόνο δέκα επτά χρονών. Έφυγες, δούλεψες και γύρισες πίσω στον τόπο σου. Πήρες δικό σου πλεούμενο και με αυτό ζειτε εσύ και η μάνα σου τίμια.
Δεν ξέρω αν η κόρη μου σε θέλει για άντρα της, αν και απ’ ό,τι κατάλαβα δεν της είσαι αδιάφορος. Από εμένα με την ευχή μου. Εσύ τι λες Λευκή;
-Και το ρωτάς πατέρα, με όλη μου την καρδιά.
-Ε, ας είναι λοιπόν ευλογημένο το σμίξιμό σας. Δίνουμε τώρα λόγο και την Κυριακή αλλάζουμε τα δακτυλίδια και ορίζουμε ημερομηνία για το γάμο. Έχω κι εκείνο τον ελαιώνα απέναντι. Δικός σας κι αυτός όπως και το οικοπεδάκι που έχω να κτίσετε το δικό σας σπιτικό.
Ο μπάρμπα Θανάσης έκρυψε τη συγκίνηση του, όμως η μάνα της Λευκής και η μάνα του Βαγγέλη δεν τα κατάφεραν να κρατηθούν και δάκρυσαν από χαρά. Η Λευκή κρατούσε το χέρι του Βαγγέλη σφιχτά, συγκινημένη και χαρούμενη. Τα γαλάζια μάτια της έλαμπαν και η καρδιά της πήγαινε να σπάσει από ευτυχία, όσο για τον Βαγγέλη δεν ήξερε πως να κρύψει τη μεγάλη του χαρά.
Γύρισε και φίλησε τη Λευκή στο μάγουλο γιατί ντρεπόταν τη μάνα του και τους γονείς της Λευκής.
-Ας βρέξουμε το λόγο μας με λίγο τσίπουρο, είπε ο μπάρμπα Θανάσης. Γυναίκα βγάλε τα καλά ποτήρια, φτιάξε και κανένα μεζέ στα πρόχειρα και το βράδυ θα πάμε στην ταβέρνα της κυρά Γιαννούλας να γιορτάσουμε το λόγο που δώσαμε. Την ευχή μου παιδιά μου.
Έναν, ένας συγκινημένοι φίλησαν τη Λευκή και το Βαγγέλη και τσούγκρισαν τα ποτήρια του, δίνοντας ευχές στο νέο ζευγάρι.
Ο Βαγγέλης και η Μαρία, δεν περπατούσαν, πετούσαν στα πετροστρωμένα σοκάκια γυρνώντας στο σπίτι τους. Το βράδυ είχαν έξοδο και έπρεπε να ξεκουραστούν λίγο.
Το Σάββατο ήρθε, ήρθε και η Κυριακή. Ο Βαγγέλης είχε αγοράσει τις βέρες από τη Σπάρτη, είχε πάρει και ρούχα καινούρια γι’ αυτόν και τη μάνα του. Όλα ήταν έτοιμα για τον επίσημο αρραβώνα. Κυριακή μεσημέρι ο Βαγγέλης και η Λευκή άλλαξαν βέρες με τις ευλογίες του παπά Γιάννη και την ευχή των γονιών τους και όρισαν μετά τρεις μήνες τους γάμους τους.
Το βράδυ το ζευγάρι έκανε την πρώτη εμφάνισή του ως μελλοντικοί σύζυγοι στον κυριακάτικο περίπατο στα πετροστρωμένα στενά της καστροπολιτείας, δεχόμενοι τις ευχές και τα συγχαρητήρια από τους συμπολίτες τους.
Η σκέψη της Μπιάνκας, δεν έφευγε απ’ το μυαλό του Βαγγέλη. Αφού επέστρεψε τη Λευκή στο σπίτι της, αποφάσισε να περάσει μετά τα μεσάνυχτα από τον πύργο που την είχε πρωτοδεί.
Ήθελε με κάποιο τρόπο να εξηγήσει σε εκείνη την πονεμένη ψυχή τους λόγους που της είπε ψέματα και την είχε άδικα ταράξει.
Ήταν εκεί στην ίδια θέση και όπως έκανε πάντα αγνάντευε τη θάλασσα.
-Ε, Μπιάνκα, φώναξε, συγχώραμε για το ψέμα που σου είπα, δεν είμαι ο Πειρατής της καρδιάς σου, ένας ψαράς είμαι και προσπάθησα να σου δώσω λίγη χαρά με λάθος τρόπο.
Η Μπιάνκα γύρισε το νερένιο βλέμμα της προς το μέρος του για να του αποκριθεί και τότε ο Βαγγέλης τρόμαξε με αυτό που είδαν τα μάτια του. Έμοιαζε στη Λευκή, μόνο που ήταν πολύ γριά και έμοιαζε ζωντανή νεκρή.
-Δεν είναι δυνατό να σε συγχωρήσω για το ψέμα σου, του είπε και εξαφανίστηκε από τα μάτια του.
Ο Βαγγέλης έφυγε πανικόβλητος από το φριχτό θέαμα που αντίκρυσε και από την ομοιότητα της Μπιάνκας με τη Λευκή. Πώς είναι δυνατό σκέφτηκε. Ήταν άραγε παιχνίδι της φαντασίας μου, ή ήταν άραγε η Λευκή κάποια απόγονος της Μπιάνκας και του Πειρατή της, που ήρθε στον κόσμο για να την ερωτευτεί ένας θαλασσινός και να αποκαταστήσει την αδικία της μοίρας στην βαθιά ερωτευμένη και πονεμένη ψυχή της Μπιάνκας;
Είμαι εγώ αυτός που με τον έρωτα μου στη Λευκή, θα διορθώσω αυτή την αδικία της μοίρας και θα ημερώσω την ψυχή της Μπιάνκας;
Ψαροπούλα: είδος αλιευτικού σκάφους.
Πρώτα: Τα πρώτης ποιότητας ψάρια.
Μπεντένια: Επάλξεις ή το κρηπίδωμα του κάστρου, ή το λιμενοβραχίονα.
Παραγάδι: βλέπε https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%AC%CE%B4%CE%B9
Ξεψάρισμα: Απαγκιστρώνω τα ψάρια η το παλιό από το αγκίστρι.
Νετάρισμα: Τελειώνω τη δουλειά.
Ποδίζω: έρχομαι σε μέρος προφυλαγμένο από τον άνεμο (για πλοίο). Βρίσκω καταφύγιο..
Ξωθιά: Νεράϊδα
Παράμαλλα: Βλέπε παραγάδι.
Η Ιστορία και τα ονόματα, είναι προϊόν φαντασίας και δεν αφορούν σε υπαρκτά πρόσωπα.
Δ.Σ.Π.
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.