« Κάτι απ’ αυτούς»
Χρήστου Χαλικιόπουλου
Εκδόσεις: Γερμανός
Μια πολύ ενδιαφέρουσα συλλογή διηγημάτων, παρουσιάζει την εβδομάδα αυτή η στήλη « Μικρά και μεγάλα παράθυρα στον κόσμο». Ο ιδιωτικός χώρος του συγγραφέα συμπλέει αρμονικά με το κοινωνικό γίγνεσθαι που τον περιβάλλει, καθώς το μυθοπλαστικό του σύμπαν διευρύνεται αδιάλειπτα από τη βαθιά κοινωνική ευαισθησία η οποία διακρίνει συνολικά το έργο του. Ο λόγος του άλλοτε ευαίσθητος κι άλλοτε αιχμηρός, κατορθώνει με απόλυτη επιτυχία να διεισδύσει στον πολύπλευρο ψυχισμό των ηρώων του.
Ο Χρίστος Χαλικιόπουλος γεννήθηκε το 1959 στην Κέρκυρα. Σπούδασε Ιστορία στη Γαλλία και εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Αξίζει να σημειωθεί πως το εν λόγω βιβλίο του συγγραφέα συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας 2022, στην κατηγορία Διηγήματα/ Νουβέλα. Επίσης, το βιβλίο « Κάτι απ΄ αυτούς» έχει βραβευτεί ακόμα και από τον Όμιλο Λογοτεχνίας και Κριτικής( ΟΛΚ) στην κατηγορία Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη.
Προτού κλείσω τη σύντομη αυτή αναφορά στο πρώτο συγγραφικό έργο του Χρίστου Χαλικιόπουλου, παραθέτω κάποιες δικές του σκέψεις ως προς το πώς ο ίδιος βλέπει την πρώτη συγγραφική του κατάθεση: «Είναι ας πούμε σαν να βγάζεις τα προσωπικά σου στη φόρα, τις βαθύτερες σκέψεις σου, τις ευαισθησίες σου, τα βιώματά σου, τις αναμνήσεις σου. Iδιαίτερα όταν αυτό που έχεις γράψει κινείται μεταξύ μυθοπλασίας και βιωμάτων. Με άλλα λόγια, πρέπει καταρχάς να έχεις το θάρρος να εκτεθείς. Φυσικά, στη σημερινή εποχή και με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που υπάρχουν, μπορείς να εκτεθείς και χωρίς να γράψεις βιβλίο. Προσωπικά, πιστεύω ότι μέσα από τη δημοσιογραφική μου πορεία και τα χρονογραφήματα που έγραφα είχα ανοίξει από πριν τα χαρτιά μου. Και βέβαια, για να γράψεις κάτι πρέπει να καθίσεις εκεί μπροστά στην οθόνη του κομπιούτερ και να κοπιάσεις αν δεν θέλεις να είναι προχειροδουλειά».
Τη νύχτα φόρεσα( σελ. 39)
« Ζαρωμένη σε μια γωνιά με θυμάμαι. Με μια σπασμένη κούκλα αγκαλιά, να βυζαίνω το δάχτυλο κι έξω να βρέχει.
Κι εκείνος, ένας εφιάλτης, φωνές και χριστοπαναγίες μέσα απ΄ τα σάπια δόντια του και μια μυρωδιά ξινίλας στο πετσί του. όχι, δεν με χτύπησε κανένας ποτέ. Χαμένος στους δαίμονες του ήταν. Αυτοί που τον είχαν βάλει από κάτω… Ίσως πριν γεννηθώ να ήταν διαφορετικά. Έτσι κι αλλιώς αυτά τα πράγματα τσακίζουν, λένε, τους ευαίσθητους και τους αδύναμους. Εγώ πάντως έτσι τον θυμάμαι… Ένας μεθύστακας.
Κι εκείνη τι να έκανε; Κουβαλούσε το σταυρό της και καθάριζε τα σκατά του. Τι να έκανε; Έτσι τη θυμάμαι… Ούτε πενήντα χρονών κι είχε μαραθεί, ένα ξεροκόμματο ψωμί είχε γίνει, όπως αυτά που ξεγελούσαμε την πείνα μας, με λίγα σπυριά βρεγμένη ζάχαρη απλωμένη πάνω τους.
« Ελένη» μου φώναξε και ακουγόταν πότε σαν κλάμα και πότε σαν καθρέφτης που έσπαζε και σωριαζόταν κάτω. Κι εγώ σφιγγόμουν για να μην κλάψω. Και στον καθρέφτη όταν κοιταζόμουν έβλεπα ένα τρομαγμένο πουλί που προσπαθούσε να πετάξει. Ήθελα να πετάξω…
Με θάμπωναν τα φώτα, η μουσική, τα χρώματα του δρόμου, οι βιτρίνα με τα κόκκινα γοβάκια… Με τραβούσε καθετί εκεί έξω… Έξω από τους μουχλιασμένους τοίχους, έξω από το σπίτι που με πλάκωνε…».
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.