του Δημήτρη Προβάδου
Μια ηλικιωμένη κυρία, με λευκό φαρδύ φόρεμα και ψάθινο καπέλο, ακουμπούσε τα χέρια της στο επενδυμένο με ξύλο παραπέτο του πλοίου, αγναντεύοντας τη γαλάζια απεραντοσύνη του πελάγους.
Τα σημάδια της νεανικής ωραιότητας του προσώπου και του σώματος της, ήταν ακόμα εμφανή παρά το προχωρημένο της ηλικίας της.
Προσπαθούσα παρατηρώντας την, όχι από περιέργεια αλλά από ειλικρινές ενδιαφέρον, να μαντέψω τις σκέψεις της.
Εκείνη την εποχή δούλευα στο ποστάλι που έκανε το δρομολόγιο από τη Σικελία στις Αιολίδες νήσους, στο Τυρρηνικό αρχιπέλαγος και επηρεασμένος όπως ήμουν από τον Όμηρο, η μορφή της γυναίκας αυτής μου φαίνονταν σαν μια από της ηρωΐδες της Οδύσσειας του.
Ήταν τακτική επιβάτιδα και κάθε φορά που τελείωνα τη βάρδια μου την έβλεπα πάντα στην ίδια θέση να κοιτά το πέλαγος, σαν κάτι να περίμενε να αναδυθεί από αυτό.
Η μαγεία της ιστορίας και της θέσης αυτών των νησιών, πάνω ακριβώς στην ένωση των πλακών της Αφρικής και της Ευρασίας, αλλά και οι σεισμογενείς δονήσεις τους, έδιναν τη δυνατότητα σε ένα ευφάνταστο μυαλό να πλάθει χιλιάδες ιστορίες.
Ένα πρωί, μετά την ολοκλήρωση της βάρδιας μου και βγαίνοντας στο κατάστρωμα, ήταν πάλι εκεί, στην ίδια θέση στο παραπέτο, να κοιτά τους αφρούς που έκαναν τα απόνερα στα πλευρά του πλοίου, καθώς αυτό έπλεε.
Όπως έκανα κάθε φορά, που τέλειωνε η βάρδια μου και ανέβαινα από το μηχανοστάσιο στο κατάστρωμα, ρούφηξα αχόρταγα τον θαλασσινό αέρα και άναψα τσιγάρο. Κάθισα σε ένα από τα κουτιά των σωσιβίων και χάζευα την παράξενη σιωπηλή επιβάτιδα, προσπαθώντας να μαντέψω τον λόγο της συνήθειας της αυτής.
Οι σκέψεις και οι υποθέσεις σχετικά με αυτή την γυναίκα και τους λόγους που την έκαναν να στέκει ώρες στην ίδια θέση κοιτώντας τη θάλασσα, τυραννούσαν το μυαλό μου.
Κάτι περιμένει να της δώσει η θάλασσα, σκέφτηκα. Κάτι που ίσως της πήρε. Κάποιον δικό της άνθρωπο ίσως. Όμως η θάλασσα ό,τι πάρει δεν το επιστρέφει ποτέ. Το κάνει για πάντα δικό της κι αν το επιστρέψει, το επιστρέφει σε φριχτή κατάσταση και πολλές φορές αγνώριστο.
Είναι όμορφη η θάλασσα, αλλά ζηλότυπη και ό,τι θελήσει το παίρνει και το κρατά πεισματικά στη βαθιά της αγκαλιά.
Όταν γαληνεύει και παίρνει το χρώμα του γαλάζιου ουρανού, μοιάζει με γαλανομάτα ερωμένη που σε κάνει να γράφεις γι’ αυτή τραγούδια και ποιήματα. Χαίρεσαι να οργώνεις την ήσυχη γαλάζια επιφάνεια της και να βλέπεις τους αφρούς να λευκαίνουν την πλώρη σου.
Όταν όμως αγριεύει και παίρνει το μολυβί χρώμα του συννεφιασμένου ουρανού, με την ορμή των κυμάτων της να ξεσπά αφρίζοντας πάνω στα βράχια και τα πλεούμενα, να γίνεται άγριο στοιχειό, Σκύλα και Χάρυβδη μαζί και καταπίνει τους άτυχους ναυτικούς, τότε τα τραγούδια γίνονται θρήνοι. Τη φοβάσαι, τη μισείς και την καταριέσαι.
Τι να περιμένει λοιπόν αυτό το άτυχο πλάσμα από τη θάλασσα;
Αρραβωνιαστικό, σύζυγο, παιδί, που της πήρε και την άφησε να περιμένει του κάκου;
Να είναι κάποια γοργόνα που από έρωτα για κάποιον ναυτικό, άφησε τη ψαρίσια ουρά της και έβγαλε ανθρώπινα πόδια (όπως εκείνη η γοργόνα του Άντερσεν) και τώρα ψάχνει τρόπους να γυρίσει στο θαλάσσιο σπίτι της;
Να είναι κάποια από τις σειρήνες που αντάμωσε, δεμένος στο κατάρτι, ο Οδυσσέας και ψάχνει να βρει τα χνάρια του για να τον μαγέψει ξανά;
Μπορεί πάλι τίποτα από όλα αυτά και απλώς να απολαμβάνει την ομορφιά του γαλάζιου της και τη λευκότητα των αφρών της.
Μπορεί να είναι απλά μια ονειροπόλα ρομαντική και να πλάθει ιστορίες (όπως εγώ) κοιτώντας τη θάλασσα.
Δεν την ξανάδα από τότε, ούτε και ξέρω τι ακριβώς ήταν και τι απέγινε, γιατι άλλαξα εταιρεία, πλοίο και δρομολόγιο.
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.