Της Άννας Κωνσταντινίδου*
Σήμερα, ανοίγουν οι κάλπες στις ΗΠΑ (τυπικά), καθώς ήδη έχει ψηφίσει ένα μεγάλο ποσοστό του αμερικανικού πληθυσμού μέσω (κυρίως ) της επιστολικής ψήφου. Οι αναλυτές παγκοσμίως, αλλά και οι Αμερικανοί πολίτες θεωρούν ότι οι συγκεκριμένες εκλογές είναι οι πιο διχαστικές των τελευταίων ετών, με ακραία πόλωση ανάμεσα στα δύο “στρατόπεδα” των υποψηφίων, που αποφέρει πόλωση και στην ίδια την κοινωνία.
Ωστόσο, ήδη από την πρώτη διεκδίκηση της προεδρίας από τον Ντόναλντ Τραμπ το 2016, το προεκλογικό τοπίο στις ΗΠΑ ανεβαίνει βαθμίδα (κάθε φορά)στο διχασμό και την πόλωση (καθώς τόσο το 2016 όσο και το 2019 είχε πρωτόγνωρες στιγμές για τον αμερικανικό λαό). Ως εκ τούτου είναι κουτό να πιστεύεται, ότι το κλίμα αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι η αντίπαλος τού ρεπουμπλικανού υποψηφίου στη διεκδίκηση του θώκου είναι γυναίκα, μια και το 2016 είχε ήδη αντιμετωπίσει γυναίκα, την Χίλαρι Κλίντον και στις εκλογές του 2019, με αντίπαλο άνδρα, η προεκλογική πόλωση είχε φτάσει σε δυσθεώρητα επίπεδα, καθώς εκτός των άλλων ο ίδιος είχε υπονομευτεί από γερουσιαστές του κόμματός του ήδη από την επόμενη ημέρα της εκλογής του (ο τότε γερουσιαστής της Αριζόνα, Τζον Μακέιν είχε πει ότι οι Ρεπουμπλικανοί βλέπουν αδυναμία σε αυτόν τον πρόεδρο να ασκήσει τα καθήκοντά του). Και σχεδόν ανεπαίσθητα ο διχασμός αυτός που παρατηρήθηκε την προεκλογική περίοδο που διανύθηκε, έγκειται στο γεγονός ότι κατά το ήμισυ η Κάμαλα Χάρις είναι Αφροαμερικανή, καθώς το δεδομένο είναι ότι μία μεγάλη μερίδα μαύρων και μάλιστα της ηλικιακής ομάδας 18-30 υποστηρίζει τον Τραμπ. Ο συνιδρυτής του κινήματος Black Lives Matter (κίνημα για τα δικαιώματα των μαύρων), Μαρκ Φίσερ στη New York Post πριν λίγα 24ωρα ανέφερε: “Σίγουρα δεν θα υποστηρίξω την Κάμαλα Χάρις, γιατί εάν πλησίαζε στην εξουσία, θα ήταν καταστροφικό για αυτήν την χώρα”.
Φυσικά, ο Τραμπ έχει αποδείξει ως προσωπικότητα ότι έλκεται από την ακρότητα στο δημόσιο λόγο του, δεν υπάρχει καμία δικαιολογία ή άλλοθι για τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τα διάφορα κοινωνικά ζητήματα του Κράτους του, όπως και πώς αντιμετωπίζει τις εξωτερικές σχέσεις του Κράτους του, πολλώ δε μάλλον δείχνοντας προσωποκεντρική προσήλωση σε ηγέτες με παρόμοια χαρακτηριστικά με τον ίδιο.
Ωστόσο, όπως σε ένα ταγκό χρειάζονται δύο, έτσι ακριβώς και αυτό συμβαίνει και στις τωρινές εκλογές στο αμερικανικό Κράτος, που οι αντίπαλοί του και λόγω της περιορισμένης χρονικά προεκλογικής καμπάνιας της υποψηφίας του κόμματός τους επένδυσαν με τον τρόπο τους στο διχαστικό κλίμα και την πόλωση στην Αμερικανική Κοινή Γνώμη “αναμοχλεύοντας” με όποιο μέσο και τρόπο μπορούσαν την έντονη προσωπικότητα του Τραμπ. Ας μην ξεχνάμε, η Χάρις μέσα σε 4 μήνες έπρεπε να διανύσει χιλιόμετρα για να συσπειρώσει τον κόσμο των Δημοκρατικών και των αναποφάσιστων.
Πολλώ δε μάλλον και εξαιτίας του γεγονότος ότι οι Δημοκρατικοί ήθελαν να βάλουν κάτω από το χαλάκι τα λάθη που έπραξε η Κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν στον τρόπο και το πλαίσιο που διαχειρίστηκε τον Πόλεμο στο Ισραήλ.
Και δεν είναι αδόκιμο να γράφει και κάθε άλλο παρά κινείται στα όρια της συνομωσιολογίας, ότι η Χάρις ήταν το πιο ενδεδειγμένο πρόσωπο για τους Δημοκρατικούς να αναλάβει το χρίσμα εν μέσω αυτού του πολέμου, καθώς ο Τραμπ και λόγω προσωπικότητας (μίας προσωπικότητας που -οχι λίγες φορές – έχει ξεπεράσει τα όρια της αστικής ευγένειας στο δημόσιο λόγο) θα έδινε έμφαση στην προσωπικότητα της αντιπάλου του και λιγότερο στη διαχείριση ζωτικών ζητημάτων για τις ΗΠΑ. Οι Δημοκρατικοί επένδυσαν επικοινωνιακά στο θυμικό του Τραμπ και εν πολλοίς πέτυχαν όχι μόνο να παρουσιάσουν στην Κοινή Γνώμη στοιχεία του σχεδόν αποκρουστικά, αλλά στην πραγματικότητα να τη διχάσουν.
Κάποιοι αναγνώστες του παρόντος κειμένου, διαβάζοντας τις συγκεκριμένες γραμμές θα θεωρήσουν ότι δίνω πολλά άλλοθι στον Τραμπ. Ο Τραμπ, ωστόσο, είναι γνωστός για τον τρόπο που διαχειρίζεται την εξουσία, γιατί θήτευσε στο συγκεκριμένο θώκο, και είναι γνωστή η στάση και η συμπεριφορά του τόσο για τα περιφερειακά θέματα του αμερικανικού Κράτους όσο και για το πώς αντιμετωπίζει την Κοινωνία των ΗΠΑ. Η Κάμαλα Χάρις, ωστόσο, με τον τρόπο που διαχειρίστηκε επικοινωνιακά την προεκλογική εκστρατεία της, έδειξε και κατέδειξε καθώς δεν επένδυσε ουσιαστικά στο τι θα κάνει η ίδια ως νέα πρόεδρος, αφενός ότι επιδίωκε να δώσει άλλοθι στις ενέργειες και πράξεις της Κυβέρνησης Μπάιντεν που κι αυτή ήταν μέλος της και μάλιστα το ν.2, αφετέρου επένδυσε ουσιαστικά σε κάτι γνώριμο για τον αμερικανικό λαό ήδη από το 2016 στην πόλωση και το διχασμό του… ενώ εμφανώς θέλησε να κάνει αισθητό στον αμερικανικό λαό ότι θα είναι η συνέχεια του προκατόχου της… Και παρόλο που θέλησε να δείξει ότι θα είναι η συνέχεια του Μπάιντεν, εντούτοις σε αυτό το τελευταίο, προσωπικά “κρατάω μικρό καλάθι” για το πώς θα χειριστεί μία σειρά περιφερειακών ζητημάτων σε σχέση με τον προκάτοχό της.
Εν ολίγοις, η Χάρις αδίκησε τον εαυτό της και τα προσόντα της ως πολιτικού στον τρόπο που διαχειρίστηκε ή πιο σωστά άφησε στο επικοινωνιακό επιτελείο των Δημοκρατικών να διαχειριστεί τη συγκεκριμένη προεκλογική περίοδο. Γιατί; Γιατί πολύ απλά έδειξε ότι είναι στη σκιά του Μπάιντεν, όπως πέντε χρόνια ήταν ως Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ.
Από εκεί και ύστερα, η ετυμηγορία ανήκει στον αμερικανικό λαό, ο οποίος το μόνο βέβαιο είναι ότι θα ενεργήσει στη βάση του συμφέροντός του, όπως άλλωστε στην πλειοψηφία πράττει ο οποιοδήποτε λαός που με την ψήφο του δίνει βήμα στην πολιτική εξουσία.
Όσο για εμάς τους Έλληνες, η σχέση με τις ΗΠΑ έχει φτάσει σε αυτό το σημείο συνεργασίας κυρίως όσον αφορά κάτω από το οποίο διαχειρίστηκε η ελληνική κυβέρνηση τη σχέση αυτή, που όποιος και να εκλεγεί στον προεδρικό θώκο των ΗΠΑ είναι μία συνθήκη που δεν μας “αγγίζει” τουλάχιστον στο ποσοστό που οι περισσότεροι πιστεύουμε. Όλα ξεκινούν από την Κυβέρνηση ενός Κράτους και πώς αντιλαμβάνεται το ρόλο της στο διεθνές σκηνικό. Φυσικά ωστόσο,ο τρόπος που ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ θα διαχειριστεί τα περιφερειακά ζητήματα της περιοχής μας και κυρίως τον πόλεμο στο ισραηλινό έδαφος είναι μία συνθήκη που αναμφίβολα μας επηρεάζει. Και εννοείται ότι η νυν Κυβέρνηση του Ισραήλ που ανέκαθεν διάκειτο δυσμενώς στην τουρκική κυβέρνηση, πρέπει να στηριχθεί και μάλιστα σθεναρά, χωρίς ποντιοπιλατισμούς από την/τον νέα/νέο πρόεδρο των ΗΠΑ.
*Άννα Κωνσταντινίδου , Ιστορικός -Διεθνολόγος Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Επιστημονική Συνεργάτιδα Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας (θεσμοθετημένο Εργαστήριο Περιβαλλοντικής Τεχνολογίας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας), Διδάσκουσα Ανώτατης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ) και Σχολής Εθνικής Άμυνας (ΣΕΘΑ)
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.