50 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ: ΠΟΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ;

του Ανδρέα Θεοφάνους*


Εισαγωγή

Στόχος του κειμένου αυτού είναι η αξιολόγηση της πολιτικής που έχει ακολουθηθεί τα τελευταία 50 χρόνια στο Κυπριακό, της σημερινής κατάστασης καθώς και η κατάθεση εισηγήσεων για τη μελλοντική μας πορεία.

  1. Τι έλαβε χώρα στα 50 αυτά χρόνια;

Η Τουρκία κατέκτησε το 1974 το 37% του εδάφους της Κύπρου και ακολούθησε μια πολιτική εθνοκάθαρσης, εποικισμού, σφετερισμού περιουσιών και εξισλαμισμού. Στόχος της Τουρκίας εξακολουθεί να είναι ο στρατηγικός έλεγχος ολόκληρης της Κύπρου. Το μόνο που δεν πέτυχε η Τουρκία το 1974 ήταν η καταστροφή της κρατικής υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Πολλές φορές λέγεται ότι ευθύνεται ο μακροχρόνιος αγώνας για τη μη επίλυση του Κυπριακού. Ουδέν αναληθέστερο: Πρώτα ο Κληρίδης και μετά ο Μακάριος αποδέχθηκαν τη διπεριφερειακή δικοινοτική ομοσπονδία κατόπιν παραινέσεων ξένων δυνάμεων και υποσχέσεων. Θεωρώ, όπως και ο Πόλυς Πολυβίου, λανθασμένη την τεράστια αυτή παραχώρηση άνευ ανταλλαγμάτων. Η τουρκική πλευρά δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στις ελληνοκυπριακές υποχωρήσεις. Αντίθετα, αναβάθμιζε συνεχώς τον πήχυ των διεκδικήσεών της.

Στη συμφωνία υψηλού επιπέδου Μακάριου-Ντενκτάς, οι δύο πλευρές έδωσαν διαφορετικές ερμηνείες. Ο Μακάριος ένοιωσε βαθειά απογοήτευση όταν δεν υπήρξε ανταπόδοση από την τουρκική πλευρά και στην τελευταία του ομιλία στις 20 Ιουλίου 1977 κάλεσε τον λαό σε μακροχρόνιο αγώνα. Και τούτο όπως τόνισε όχι ως αποτέλεσμα επιλογής αλλά ως αδήριτη ανάγκη εν όψει του τουρκικού μαξιμαλισμού.

Με τον θάνατο του Μακαρίου, κανένας Πρόεδρος δεν ακολούθησε την πολιτική του μακροχρόνιου αγώνα. Υπήρξαν οι θιασώτες της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας με το σωστό περιεχόμενο και οι οπαδοί της οποιασδήποτε λύσης.

Όσοι εναντιώνονται σε μια ομοσπονδιακή διευθέτηση δεν αποτελούν μια μονολιθική συμπαγή οντότητα. Άλλοι εξακολουθούν να πιστεύουν στο ενιαίο κράτος, άλλοι στα δυο κράτη ακόμα και στη διπλή ένωση ή ακόμα και στη διαιώνιση του status quo μέχρι να υπάρξουν καλύτερες συγκυρίες.

Υπήρξαν διάφορα σχέδια έκτοτε: Αρχικά το Αμερικανοβρετανικοκαναδικό Σχέδιο, οι Δείκτες Κουεγιάρ και οι Ιδέες Γκάλι. Ακολούθησε η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν το 2004 και η αποτυχία στο Γκραν Μοντανά το 2017.

Υπήρξε χαμένη ευκαιρία μετά το 1974; Πιστεύω πως όχι. Ιδέες και σχέδια υπήρξαν αλλά δεν θεωρώ ότι η υλοποίηση οποιουδήποτε από αυτά θα βελτίωνε το status quo. Θα σημειώσω επίσης ότι εάν καθίστατο εφικτή η επιστροφή των Βαρωσίων θα ήταν μεγάλο όφελος.

Σε όλα τα σχέδια που κατατέθηκαν μετά το 1974 η συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελούσε γκρίζα ζώνη. Είναι σημαντικό να θυμηθούμε ότι το 2016 ακόμα και ο Ακκιντζή, δεν αποδέχθηκε τον αριθμό 00357 για τη διασύνδεση της κινητής τηλεφωνίας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Ποια η αξιολόγηση αυτής της άρνησης; Θεωρώ ότι η απάντηση είναι προφανής.

Αλλά και στο Γκραν Μοντανά εκτός από το θέμα των εγγυήσεων και των στρατευμάτων υπήρχε και το ζήτημα της εκ περιτροπής προεδρίας, άλλα θέματα διακυβέρνησης και της συνέχειας του κράτους.

  1. Ποια τα δεδομένα σήμερα;

Εξακολουθεί να υπάρχει σύγχυση και μη επαρκής κατανόηση των δεδομένων από ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος και του λαού. Η πολιτική των τελευταίων ετών δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα – αντίθετα έχει αποτύχει παρά το γεγονός ότι το διαπραγματευτικό κεκτημένο μετατοπίσθηκε προς τις θέσεις της τουρκικής πλευράς.

Η τουρκική πλευρά απαιτεί λύση δυο κρατών και η ελληνοκυπριακή διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία και έναρξη των συνομιλιών από εκεί που διακόπηκαν τον Ιούλιο του 2017. Εάν επαναρχίσουν οι συνομιλίες στην καλύτερη περίπτωση θα καταλήξουμε σε μια χαλαρή ομοσπονδία ή ακόμα και μια συνομοσπονδία. Είναι αυτό το ζητούμενο;

Ούτε έχει γίνει επαρκής συζήτηση για το πώς η διευθέτηση θα εφαρμοσθεί καθώς και τα αποτελέσματά της. Ποια τα οικονομικά δεδομένα μιας διευθέτησης; Μπορεί να υιοθετηθεί άμεσα το ευρώ στην κατεχόμενη Κύπρο και να εφαρμοσθεί το Σύμφωνο Σταθερότητας; Διαφαίνεται ότι υπάρχει η αφελής υπόθεση εργασίας ότι η οποιαδήποτε λύση θα έχει θετικές οικονομικές προεκτάσεις. Το συμπέρασμα που προκύπτει από τη δική μου έρευνα και αξιολόγηση είναι ότι η κάθε μορφή διευθέτησης έχει τη δική της ξεχωριστή έκβαση, περιλαμβανομένων και των οικονομικών δεδομένων.

Είναι επίσης σημαντικό να αξιολογηθεί ο ρόλος των τριών εγγυητριών δυνάμεων, των υπερδυνάμεων, του ΟΗΕ και της ΕΕ. Όταν γίνεται αναφορά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις η Αθήνα δεν θεωρεί το Κυπριακό ως μέρος των επίσημων διμερών ζητημάτων – θεωρώ ότι υπάρχουν φοβικά και ενοχικά σύνδρομα ακόμα.

  1. Ποια πολιτική για το Κυπριακό σήμερα;

Είναι καθοριστικής σημασίας να προχωρήσουμε με την κατάθεση κατευθυντήριων γραμμών για αναθεώρηση του Συντάγματος του 1960 με στόχο ένα κανονικό ομοσπονδιακό κράτος. Ταυτόχρονα, στα πλαίσια μιας εξελικτικής διαδικασίας είναι σημαντική η κατάθεση ΜΟΕ και άλλων μέτρων για συνεργασία μεταξύ των δύο κοινοτήτων με την εμπλοκή των εγγυητριών και άλλων δυνάμεων. (Εισηγήσεις προς αυτή την κατεύθυνση έχω ήδη καταθέσει).

Αυτό που εισηγούμαι δεν συνιστά εγκατάλειψη της διαδικασίας του ΟΗΕ αλλά εμπλουτισμό της. Εάν οι Τούρκοι καταθέτουν πρόταση για δυο κράτη εμείς δεν πρέπει να τολμήσουμε να καταθέσουμε προτάσεις για ένα κανονικό ομοσπονδιακό κράτος και μια εξελικτική διαδικασία; Τι το μεμπτό; Και επειδή στις συνομιλίες μετά το 1974 το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας παραμένει γκρίζα ζώνη, στις προτάσεις που έχω καταθέσει υπογραμμίζω ότι το ομοσπονδιακό κράτος θα προκύψει από τη μεταρρύθμιση του Συντάγματος του 1960. Εξίσου σημαντικό η συνεχής αναβάθμιση των συντελεστών ισχύος και η κατάθεση ενός αφηγήματος. Με μια τέτοια φιλοσοφία είναι δυνατό να υπάρξει μεγαλύτερη στήριξη από την ΕΕ, τον ΟΗΕ καθώς και άλλες δυνάμεις.

Δεν πιστεύω ότι η υφιστάμενη πολιτική μπορεί να οδηγήσει σε αποτελέσματα που βελτιώνουν το status quo – τη θέση αυτή ενστερνίζονται ολοένα και περισσότερα πρόσωπα. Εάν ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης επιτύχει τους στόχους του σε σχέση με το Κυπριακό θα έχει μεγαλύτερα διλήμματα απ’ ότι οι προκάτοχοί του – και θα φορτώσει ανάλογα διλήμματα και στον λαό.

Η παρούσα κατάσταση δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα του τεράστιου ανισοζυγίου δυνάμεων μεταξύ Τουρκίας και Κύπρου. Είναι επίσης αποτέλεσμα της μη αξιοποίησης της επιστημονικής γνώσης από τα κέντρα αποφάσεων στη Λευκωσία και στην Αθήνα, καθώς και της ανεπαρκούς παρουσίας της Κύπρου στη διεθνή αγορά προβολής και ανταλλαγής ιδεών. Είναι απαράδεκτη η απουσία πειστικού αφηγήματος σε πολιτικό και κρατικό επίπεδο. Απαράδεκτο και το γεγονός ότι η χώρα αυτή η οποία αντιμετωπίζει υπαρξιακά ζητήματα δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία των δεξαμενών σκέψης και της συμμετοχής της χώρας μας στη διεθνή αγορά προβολής και ανταλλαγής ιδεών. Εννοείται ότι μεταξύ των στόχων μας είναι ο επηρεασμός σημαντικών κέντρων αποφάσεων σε διάφορες χώρες και οργανισμούς. Θα προσθέσω ότι δεν με τρομάζει τόσο η στρατηγική υπεροχή της τουρκικής πλευράς όσο οι δικές μας αδυναμίες και μικρότητες.

Είναι λοιπόν καιρός να αξιολογήσουμε τα δεδομένα ως έχουν και να προχωρήσουμε με αυτοπεποίθηση, αξιοπρέπεια καθώς και με πατριωτικό πραγματισμό. Η νέα προσέγγιση αποτελεί στρατηγικό μονόδρομο.

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.


Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ