του Ανδρέα Θεοφάνους*
Ο κυριότερος στόχος του ΝΑΤΟ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ήταν η ανάσχεση της Σοβιετικής Ένωσης. Στα πλαίσια αυτά η άμυνα της Δυτικής Ευρώπης αποτελούσε ύψιστη προτεραιότητα. Υπογραμμίζεται επίσης ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε πρόνοια για τυχόν συγκρούσεις μεταξύ μελών της συμμαχίας.
Σε σχέση με την Κύπρο οι θέσεις του ΝΑΤΟ επηρεάζοντο ασφαλώς από τα δεδομένα του Ψυχρού Πολέμου. Η Ανατολική Μεσόγειος θεωρείτο σημαντική γεωπολιτική περιοχή από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Ένας από τους προφανείς στόχους ήταν ο περιορισμός της επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Υπενθυμίζω ότι η Κυπριακή Δημοκρατία μετά την ανεξαρτησία της επέλεξε να ακολουθήσει αδέσμευτη πολιτική για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων η προσέλκυση της μεγαλύτερης δυνατής υποστήριξης στον ΟΗΕ.
Με την κρίση του 1963-64 και τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης στην Ανατολική Μεσόγειο υπήρξαν ιδέες και σχέδια (όπως τα Σχέδια Άτσεσον) για διχοτόμηση της Κύπρου. Ο Μακάριος, με τη στήριξη όλων των πολιτικών δυνάμεων, ήταν υπέρμαχος της ανεξαρτησίας, κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι έπραξε παν το δυνατό για τη ματαίωση των εν λόγω σχεδίων. Υπό αυτή την έννοια θεωρώ ότι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ήταν στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Το Ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο νομιμοποίησε το Δίκαιο της Ανάγκης, αποτέλεσε μια μεγάλη νίκη της Κύπρου.
Ο Πρόεδρος Μακάριος δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στους Νατοϊκούς κύκλους. Θυμάμαι χαρακτηριστικά το 1972 κατά τη διάρκεια της εκκλησιαστικής κρίσης ο τότε ΓΓ του ΝΑΤΟ Γιόζεφ Λουνς δήλωσε κάποια στιγμή ότι ο Μακάριος δεν μπορούσε να είναι και Αρχιεπίσκοπος και Πρόεδρος καθώς η κατάσταση αυτή εγκυμονούσε κινδύνους για τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή. Ο Λουνς τόνισε ότι «ο Μακάριος ίσως ακολουθεί επικίνδυνη πολιτική. Αλλά υπάρχουν ισχυρές δυνάμεις στην Κύπρο, όπως για παράδειγμα οι Μητροπολίτες, που τον κάλεσαν δύο φορές να παραιτηθεί και να ασχοληθεί με τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα, προετοιμαζόμενος για ένα πολύ καλύτερο μέλλον». Ο φιλομακαριακός τύπος ειρωνεύτηκε τον Λουνς γράφοντας τότε «Και ο ΓΓ του ΝΑΤΟ Γιόζεφ Λουνς υπέρ των ιερών κανόνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας».
Ο Μακάριος χαρακτήρισε τη δήλωση του Λουνς «ατυχεστάτην» και ότι «αποτελεί ανεπίτρεπτον απόπειραν επεμβάσεως εις καθαρώς εσωτερικά ζητήματα της Κύπρου, ενθαρρύνει δε, κατά τινά τρόπον εκδηλώσεις και ενεργείας στρεφομένας κατά του Αρχηγού του κράτους». Και πρόσθετε πως τις χαρακτηρίζει «πνεύμα ανευθυνότητος», ότι είναι «υπονομευτικαί των προσπαθειών δι’ ομαλάς εξελίξεις εν Κύπρω… Ελπίζομεν και αναμένομεν – είπε – ότι τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, μετά των οποίων η Κύπρος ανέπτυξε και διατηρεί δεσμούς φιλίας, θα ανακαλέσουν εις τάξιν τον παρεκτραπέντα και επιπολαίως ομιλήσαντα Γενικόν Γραμματέα των». Σύμφωνα με τον Μιλτιάδη Χριστοδούλου, «οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι των χωρών του ΝΑΤΟ στην Κύπρο επισκέφθηκαν τότε τον Μακάριο και διαχώρισαν τις ευθύνες τους, αφού ανέφεραν ότι οι δηλώσεις του Λουνς δεν εκπροσωπούν τις απόψεις των χωρών τους».
Όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα της Χούντας στις 15 Ιουλίου 1974 εις βάρος του Προέδρου Μακαρίου, το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ το καταδίκασε έντονα. Όμως δεν υπήρξε καμία τοποθέτηση για την τουρκική εισβολή στις 20 Ιουλίου αλλά ούτε και για την επιχείρηση Αττίλας 2. Πέραν τούτου, ο ΓΓ του ΝΑΤΟ αρνήθηκε να διακόψει τις διακοπές του για να ασχοληθεί με το ζήτημα. Εν ολίγοις, κατά τη διάρκεια της κρίσης του 1974 επιδείχθηκε ανοχή από το ΝΑΤΟ έναντι της τουρκικής επιδρομής. Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος Κωνσταντίνος Καραμανλής απέσυρε την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ για να εκτονώσει τις αντιδράσεις του Ελληνικού Λαού για το τι έλαβε χώρα στην Κύπρο και τη στάση της Δύσης.
Στην Κύπρο μετά το 1974 δημιουργήθηκε ένα έντονο αντι-Δυτικό συναίσθημα – όχι μόνο από την Αριστερά αλλά και από Κεντρώους και Δεξιούς. Όμως, μετά την άνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία στην Ελλάδα το 1981, υπήρξε μια σταδιακή αλλαγή στο ιδεολογικό και πολιτικό σκηνικό στην Κύπρο. Επιπρόσθετα, η Κύπρος μετά την Τελωνειακή Ένωση με την ΕΟΚ το 1988, υπέβαλε αίτηση για ένταξη στην ΕΕ το 1990.
Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ο Κέναν, ο θεωρητικός της στρατηγικής των ΗΠΑ για την ανάσχεση της Σοβιετικής Ένωσης, τάχθηκε εναντίον της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς. Παρά ταύτα υπήρξαν διαδοχικές διευρύνσεις του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς. Η σημερινή κρίση δεν είναι ανεξάρτητη από αυτές τις εξελίξεις.
Στη σημερινή συγκυρία η Κυπριακή Δημοκρατία αντιμετωπίζει ποικιλόμορφες προκλήσεις όπως η συνεχιζόμενη κατοχή, ο εποικισμός, η εκμετάλλευση ελληνοκυπριακών περιουσιών και τα πολυδιάστατα θέματα ασφάλειας. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι όλα αυτά συνιστούν υπαρξιακά ζητήματα.
Μετά τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις κυρώσεις που ακολούθησαν η Ρωσική επιρροή στην Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο μειώθηκε σημαντικά. Ταυτόχρονα με την αναβάθμιση των σχέσεων ΗΠΑ και Κύπρου, ηγέρθηκε από συγκεκριμένους κύκλους η θέση ότι η χώρα μας πρέπει να υποβάλει αίτηση για ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Δεν θεωρώ ότι η ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ είναι σήμερα εφικτή. Ούτως ή άλλως, η Τουρκία, που θεωρεί την Κυπριακή Δημοκρατία ως εκλιπούσα θα υποβάλει Βέτο. Πέραν τούτου, η βαρύτητα της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ είναι καθοριστικής σημασίας. Δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε σύγκριση με την Κύπρο. Σημειώνω συναφώς ότι η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ πραγματοποιήθηκε παρά τις αντιδράσεις της Τουρκίας, η οποία όμως δεν ήταν μέλος της Ένωσης. Η Τουρκία όμως είναι μέλος του ΝΑΤΟ.
Τείνω να αποφεύγω να τοποθετούμαι ιδεολογικά στα ζητήματα που μας απασχολούν. Αντίθετα θεωρώ απαραίτητο τον πραγματισμό. Είναι με ορθολογιστική ανάλυση και με τη «ρεαλπολιτίκ» που πρέπει να καθορίζεται η πολιτική.
Υπό τις περιστάσεις θεωρώ την αναβάθμιση των σχέσεων (περιλαμβανομένης της αμυντικής συνεργασίας) Κύπρου–ΗΠΑ, Κύπρου–Βρετανίας, Κύπρου–Γαλλίας, Κύπρου–Ελλάδος και Κύπρου–Ισραήλ πιο σημαντική από την υποβολή αίτησης για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα είναι σημαντικό να έχει και η Κυπριακή Δημοκρατία συγκεκριμένα ωφελήματα – τουλάχιστον την εγγύηση ότι το status quo δεν θα επιδεινωθεί. Υπογραμμίζεται επίσης ότι η βαρύτητα της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ δεν είναι ευκαταφρόνητη. Στο θέμα των διμερών σχέσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας η Τουρκία δεν μπορεί να έχει τον ίδιο λόγο που διαθέτει στα πλαίσια του ΝΑΤΟ.
Με την αναβάθμιση των σχέσεων Κύπρου με ΗΠΑ και άλλες δυτικές χώρες θα πρέπει να εξακολουθήσουν να υπάρχουν ταυτόχρονα δίαυλοι επικοινωνίας με την Κίνα και τη Ρωσία. Οι δύο αυτές χώρες είναι μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και η στοιχειώδης συνεργασία μαζί τους είναι απαραίτητη.
Εάν καταστεί εφικτή μια διευθέτηση του Κυπριακού η οποία να βελτιώνει το status quo ποικιλοτρόπως και ουσιαστικά, και απαιτείται η ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ, θα πρέπει να το αξιολογήσουμε σοβαρά. Εάν, για παράδειγμα, υπάρχει κατάληξη σε συμφωνία για ένα κανονικό ομοσπονδιακό κράτος την ασφάλεια του οποίου να εγγυάται το ΝΑΤΟ – αυτό επίσης πρέπει να εξεταστεί σοβαρά. Επαναλαμβάνω όμως ότι με τα σημερινά δεδομένα και με το Κυπριακό σε εκκρεμότητα δεν τίθεται θέμα ένταξης της χώρας μας στο ΝΑΤΟ. Ούτε μια αίτηση για ένταξη στον εν λόγω Οργανισμό θα ήταν σήμερα σωστή πολιτική κίνηση.
Τέλος υπογραμμίζω ότι από τις προσεχείς εξελίξεις ενδεχομένως να διαφανεί κατά πόσον οι αναβαθμισμένες σχέσεις της χώρας μας με τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα θα έχουν θετικές προεκτάσεις στο Κυπριακό.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων .
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.