
της Άννας Κωνσταντινίδου*
Προσπαθώντας να βρω την είδηση για τις ενδοκοινοτικές διενέξεις που έχουν ξεσπάσει στα Κατεχόμενα εδώ και κάποια 24ωρα, αλλά ως φαίνεται, η κατάσταση αυτή “σιγόβραζε” εδώ και αρκετό καιρό (από την στιγμή σύλληψης του Ιμάμογλου και μάλιστα ως αφορμή), δυστυχώς δεν μπόρεσα να την βρω στην ελλαδική αρθρογραφία και στην κυπριακή υπάρχει ως αναφορά.Έτσι, αναγκάστηκα να “πάρω” μία γεύση από τις ειδησεογραφικές ιστοσελίδες των Κατεχομένων.
Ο επικεφαλής των Κατεχομένων υπέγραψε διάταγμα, αποδεχόμενος την διαταγή της τουρκικής Κυβέρνησης, για την υποχρεωτικότητα της χρήσης μανδήλας σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης του ψευδοκράτους. Επόμενο ήταν, να ξεσπάσουν ενδοκοινοτικές διενέξεις ανάμεσα στους εποίκους (η πλειοψηφία των οποίων είναι εγκάθετοι της εκάστοτε τουρκικής κυβερνήσεως, αποτελώντας ειδικά την τελευταία δεκαετία μεγάλο βραχνά για τους υπόλοιπους μουσουλμάνους, καθώς ποτέ δεν αφομοιώθηκαν εν τοις πράγμασι) και στην εξισλαμισμένη κοινότητα της Κύπρου, η πλειονότητα της οποίας ζει μετά το 1974 στα Κατεχόμενα.
Φυσικά, η θέσπιση του εν λόγω διατάγματος ήταν η μία αφορμή και μία δεύτερη αφορμή ήταν η σύλληψη του Ιμάμογλου.
Διαβάζοντας τον μουσουλμανικό τύπο της επίμαχης περιόδου μέσα δεκαετίας 1950- 1965, για το βιβλίο που γράφω για την Κύπρο, έτσι όπως τον αποδελτίωσε η εθνική υπηρεσία πληροφοριών εκείνης της εποχής, αυτό που γίνεται αντιληπτό, είναι ότι οι μουσουλμάνοι του Νησιού απλά δεν θα υπήρχαν για το τουρκικό κράτος εάν οι Βρετανοί δεν τους έδιναν υπόσταση. Είναι γνωστές, οι εξεγέρσεις που έγιναν στην Κύπρο εναντίον της Κυβέρνησης Μεντερές, ως ένα κύμα συμπαράστασης στους φοιτητές της Κωνσταντινούπολης που και πάλι ήταν μια αφορμή, και όχι η πραγματική αιτία. Η Τουρκία, και ως πρώην Οθωμανικό Κράτος, όπως φαίνεται από ιστορικά αρχεία 15ου-αρχές 20ου αιώνα, είχε το βλέμμα της στο Νησί με επίκεντρο το οικονομικό και μόνο σκέλος, χωρίς να διεκδικεί ούτε εθνικά, ούτε εθνολογικά ερείσματα για πολλούς αιώνες. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο, ότι οι εξισλαμισμένες κυπριακές ομάδες έλαβαν εθνική υπόσταση από τους Βρετανούς, οι οποίοι τις αντιμετώπιζαν τόσο ως μοχλό πίεσης απέναντι στην Ελλάδα όσο φυσικά και ως έρεισμα για την παρουσία τους στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, πολλώ δε μάλλον, όταν έπαψαν να φέρουν ερείσματα στα αραβικά, πολιτειακά μορφώματα.
Και εάν δούμε πότε έγινε σκληρότερη η στάση των Βρετανών απέναντι στον Ελληνισμό του Νησιού, ήταν η περίοδος του Μεσοπολέμου και κυρίως η δεκαετία του 1930, όταν οι περιοχές της Μέσης Ανατολής, θέλοντας να αποτινάξουν την βρετανική αποικιοκρατία, άρχισαν να φλερτάρουν με τη χιτλερική Γερμανία και την ΕΣΣΔ. Τότε, οι Βρετανοί, προκειμένου να επιβιώσουν στην γεωγραφική περιοχή “φιλέτο” σε παγκόσμιο επίπεδο, και εννοούμε τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο που είναι “πέρασμα” και “δίαυλος” ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, επιδίωξαν τον αφελληνισμό της Κύπρου με τα πρώτα βασιλικά, βρετανικά διατάγματα εναντίον των Ελλήνων, της Παιδείας τους και της εθνικής υπόστασής τους, παίρνοντας το ρόλο του προστάτη απέναντι στις εξισλαμισμένες κυπριακές ομάδες.
Ας μην ξεχνάμε επίσης, οι διενέξεις ανάμεσα σε Έλληνες και εξισλαμισμένες κυπριακές ομάδες από το 1960-1964 είχαν φαρδιά πλατιά την υπογραφή των Βρετανών για την υποκίνηση των επεισοδίων, ενώ το τουρκικό Κράτος είχε επί της ουσίας την στάση “αφού οι Βρετανοί με ευνοούν, γιατί να μην το εκμεταλλευτώ”; Εν ολίγοις, η Κύπρος για την Τουρκία ήταν “ένα ενδιαφέρον” που σχηματίστηκε και σχηματοποιήθηκε μόλις τη δεκαετία του 1950, αλλά και πάλι όχι για τις ομάδες αυτές που ποτέ δεν αντιλήφθηκε ως δικές της εθνολογικά, άσχετα το λόγο που χρησιμοποίησε το τουρκικό Κράτος για την Εισβολή. Δηλαδή εν ολίγοις, το Νησί (και εννοώ τον πληθυσμό ) από άποψη ενδιαφέροντος τόσο για την Ελλάδα όσο και την Τουρκία απολάμβανε την πλήρη αδιαφορία, που στην πραγματικότητα οι Βρετανοί, βλέποντας αυτό το κενό, εκμεταλλεύτηκαν την στάση αυτή των δύο χωρών για ίδιον όφελος.Η κοινωνική συνείδηση των εξισλαμισμένων ομάδων της Κύπρου “φτιάχτηκε” από τους Βρετανούς, καθώς οι ίδιοι αισθάνονταν ότι αφενός δεν έφεραν εθνικά ερείσματα με τους Τούρκους αφετέρου έβλεπαν την αδιαφορία της Τουρκίας απεναντι τους.
Η Ελλάδα και η Κύπρος, ειδικά μετά την Εισβολή, δεν εκμεταλλεύτηκαν ποτέ -και αυτό είναι το λάθος της Διπλωματίας τους – την απογοήτευση και την απέχθεια (πολύ σωστή η λέξη) που υπάρχει από τους εξισλαμισμένους πληθυσμούς της Κύπρου (και βάζω πληθυντικό, λόγω των εξισλαμισμένων Καθολικών και Ορθοδόξων, όπως και Εβραίων και υπολοίπων πληθυσμών σε μικρότερο ποσοστό που διέμεναν στο Νησί από τη Βυζαντινή περίοδο) απέναντι στο κέντρο, Τουρκία. Μία απέχθεια που έγινε μεγαλύτερη με τον εποικισμό μετά την Εισβολή.
Η Κυπριακή Πολιτεία έπρεπε και όφειλε όχι μόνο να έχει λόγο σε ό,τι συνέβαινε στο κατεχόμενο τμήμα της ανάμεσα σε εποίκους και μουσουλμάνους, αλλά το οτιδήποτε να το καταγγείλει δημόσια σε διεθνή όργανα… και από κοντά η Ελλάδα. Εάν η Διπλωματία του Ελληνισμού είχε διαμορφώσει την πολιτική του “διαίρει και βασίλευε” στα ενδοκοινοτικά πράγματα στα Κατεχόμενα, εμμέσως πλην σαφώς καταγγέλοντας ότι η Εισβολή παραβίασε και τα δικαιώματα των μουσουλμάνων Κυπρίων, η Τουρκία ποτέ μα ποτέ δεν θα είχε αφηνιάσει σε θέματα κυριαρχίας.
Αυτήν την στιγμή, που η Τουρκία διαβαίνει τον Ρουβίκωνά της σε εσωτερικό επίπεδο, ο Ελληνισμός οφείλει να πάρει θέση για τα θέματα που δημιουργούν οι έποικοι στις εξισλαμισμένες ομάδες της Κύπρου. Η πίεση που θα δεχθεί ο Ερντογάν και η ήττα που θα φάει σε πολιτικό επίπεδο, θα είναι τόσης διάστασης σαν να κάναμε στρατιωτική απόβαση στα μικρασιατικά παράλια.
Και κάτι τελευταίο: Οι εξισλαμισμένες ομάδες στην Κύπρο έχουν μία χαλαρή συνείδηση και ουσιαστικά δεν φέρουν καμία ταυτότητα.Γιατί πολύ απλά, δεν δημιούργησαν ποτέ ταυτότητα είτε σε εθνικό είτε σε εθνολογικό είτε σε θρησκευτικό επίπεδο.Η συνείδηση που φέρουν, είναι απότοκος της βρετανικής προπαγάνδας, που στηρίζεται σε κοινωνικό μανιφέστο και καθόλου σε κοινωνικής ανθρωπολογίας ερείσματα. Οπότε, γίνεται αντιληπτό ότι αφενός δεν μπορούν να ταυτιστούν με την τουρκική παρουσία και το Κράτος-Τουρκία ακόμα, αφετέρου ο τρόπος διασύνδεσης που έχουν ακόμα και με την πολιτική σκηνή της γειτονικής χώρας ξεκινά και καταλήγει από τις φάσεις που περνούν οι ίδιες σε ενδοκοινοτικό επίπεδο με τους εποίκους.
Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα για τον Ελληνισμό. Καταγγέλοντας τον εποικισμό, καταγγέλοντας ως εκ τούτου την Εισβολή, αυτομάτως αποδεικνύονται τα “πήλινα πόδια” της Τουρκίας στο Νησί.
*Δρ Άννα Κωνσταντινίδου: Ιστορικός- Διεθνολόγος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Διδάσκουσα στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σχέσεων Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, Επιστημονική Συνεργάτιδα του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας (Θεσμοθετημένο Εργαστήριο Περιβαλλοντικής Τεχνολογίας πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας), εξωτερική διαλέκτρια στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ) και τη Σχολή Εθνικής Άμυνας (ΣΕΘΑ), Συνεργάτιδα του Canadian Hellenic Congress
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.
Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ
