του Ανδρέα Θεοφάνους*
Κατ’ επανάληψιν έχω σημειώσει ότι η απουσία κοινού αφηγήματος στο Κυπριακό δημιουργεί πολλά προβλήματα εντός και εκτός Κύπρου. Ως εκ τούτου θεωρώ σημαντικό να αξιολογηθεί η κατάσταση έστω και συνοπτικά και να αναληφθούν συγκεκριμένες δράσεις.
Το Κυπριακό είναι ένα σύνθετο πρόβλημα με αρκετές διαστάσεις, μεταξύ των οποίων η διεθνής, η ελληνοτουρκική, η ευρωπαϊκή, η γεωστρατηγική και η διακοινοτική. Παρά το γεγονός ότι η πιο σημαντική πτυχή είναι η διεθνής, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ παρέπεμψε με τις αποφάσεις του αμέσως μετά την εισβολή στη συνέχιση των διακοινοτικών συνομιλιών για επίλυση του προβλήματος.
Στην πορεία του χρόνου η διαδικασία αυτή δημιούργησε δεδομένα τα οποία δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Μεταξύ άλλων, η κατοχική Τουρκία εμφανίζεται ως τρίτο μέρος στο Κυπριακό, και ακόμη χειρότερα, αρκετές φορές επικροτείται από τον ΟΗΕ για εποικοδομητική συνδρομή στις προσπάθειες για επίλυση του προβλήματος.
Ενώ το κυπριακό πρόβλημα είναι ένα κατ’ εξοχήν θέμα εισβολής και κατοχής, είναι γεγονός ότι υφίσταται και η διακοινοτική διάσταση. Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει ότι η τουρκοκυπριακή ηγεσία δεν μπορεί να λάβει καμία ουσιαστική απόφαση χωρίς την έγκριση της Άγκυρας. Πέραν τούτου, το (αν)ισοζύγιο δυνάμεων έχει συμβάλει καθοριστικά στις υπέρμετρες και άνευ ορίων απαιτήσεις της τουρκικής πλευράς. Υπογραμμίζεται επίσης ότι ακόμα και οι θέσεις μετριοπαθών Τουρκοκυπρίων πολιτικών, όπως ο Ταλάτ και ο Ακιντζί, δεν δημιούργησαν ποτέ συγκλίσεις με την πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων.
Η διαδικασία των διακοινοτικών συνομιλιών και οι υπέρμετρες προσδοκίες από τον ΟΗΕ δημιούργησαν ψευδαισθήσεις σε ένα μεγάλο μέρος των πολιτικών δυνάμεων και της κοινωνίας στην ελεύθερη Κύπρο. Δεν έγινε αντιληπτό ότι με το (αν)ισοζύγιο δυνάμεων όπως διαμορφώθηκε και εξελίσσεται μετά το 1974, η τουρκική πλευρά θα αποδεχόταν οποιαδήποτε λύση η οποία θα έθετε την Κύπρο υπό τον στρατηγικό έλεγχο της Άγκυρας. Άλλωστε όπως κατ’ επανάληψιν μου ανέφεραν διάφοροι ξένοι διπλωμάτες, μεταξύ των οποίων και αξιωματούχοι του ΟΗΕ, τα διάφορα σχέδια επίλυσης του Κυπριακού μετά το 1974 συνεπαγόταν τη φινλανδοποίηση της Κύπρου, δηλαδή την υπαγωγή της υπό τη σφαίρα επιρροής της Τουρκίας.
Κάτω από αυτά τα δεδομένα είναι προφανές ότι δεν υπήρξε ευκαιρία μετά το 1974 για διευθέτηση του Κυπριακού η οποία θα βελτίωνε το status quo για την ελληνοκυπριακή πλευρά. Αντίθετα, θα υπήρχε επιδείνωση. Ούτε το Σχέδιο Ανάν ούτε η διάσκεψη στο Κραν Μοντάνα το καλοκαίρι του 2017 αποτέλεσαν ευκαιρίες. Άλλωστε είναι χαρακτηριστική η αξιολόγηση του Σχεδίου Ανάν από τον πρώην Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών του Ισραήλ και Επίτιμο Καθηγητή του Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ, Shlomo Avineri: «παραπέμπει στην αγαπημένη κατοχή του ΟΗΕ και της ΕΕ». Αλλά και στο Κραν Μοντάνα υπήρχαν σοβαρές διαφορές μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών οι οποίες δεν αφορούσαν μόνο τα θέματα ασφάλειας και των στρατευμάτων. Ως εκ τούτου η θέση ότι χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία δεν ευσταθεί.
Το γεγονός ότι μέρος των πολιτικών δυνάμεων και της κοινωνίας εξακολουθούν να θεωρούν το Σχέδιο Ανάν και τη διάσκεψη στο ΚρανΜοντάνα ως χαμένες ευκαιρίες είναι ενδεικτικό μιας βαθύτερης σύγχυσης. Πέραν τούτου, έχει επέλθει μια ιδεολογικοποίηση του Κυπριακού η οποία δεν ενθαρρύνει τη νηφάλια και την εις βάθος ορθολογιστική ανάλυση των δεδομένων. Σημειώνω επίσης ότι εκτός από τον ΟΗΕ, υπέρμετρες προσδοκίες είχαν δημιουργηθεί και σε σχέση με την ΕΕ η οποία όμως ποτέ δεν αναπτύχθηκε ως μια συμπαγής γεωπολιτική οντότητα.
Εάν η Κυπριακή Δημοκρατία είχε ένα επίσημο αφήγημα το οποίο θα αντικατόπτριζε την πραγματικότητα θα υπήρχαν λιγότερες συγχίσεις και αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό μέτωπο καθώς και μια ξεκάθαρη εικόνα στο εξωτερικό. Κάτω από τέτοιες προϋποθέσεις θα ήταν δυνατό να δημιουργείτο επιπρόσθετη πίεση στον ΟΗΕ, στην ΕΕ και στη διεθνή κοινότητα γενικότερα για διαφορετικές προσεγγίσεις στο Κυπριακό.
Και ενώ συγκεκριμένες ιδέες καθώς και κείμενα έχουν κατατεθεί στο ακαδημαϊκό πεδίο (από εμένα και άλλους συναδέλφους) είναι σημαντικό να υπάρξει και η ανάλογη πρόταξη στο πολιτικό πεδίο. Στην απουσία μιας τέτοιας προσέγγισης οι Εκθέσεις του ΓΓ του ΟΗΕ θα εξακολουθούν να τηρούν ίσες αποστάσεις, η Τουρκία θα θεωρείται συνυπεύθυνη με την Ελλάδα, η Βρετανία θα απαλλάσσεται ως μη έχουσα καμία ευθύνη και η σύγχυση και οι αντιπαραθέσεις στην ελεύθερη Κύπρο θα διαιωνίζονται θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη συνέχεια του νόμιμου κράτους και σε κίνδυνο την παρουσία του Κυπριακού Ελληνισμού ως πρωταγωνιστικής δύναμης στη Μεγαλόνησο. Εν κατακλείδι, είναι καθοριστικής σημασίας η ανάληψη πρωτοβουλιών σε πολιτικό επίπεδο οι οποίες θα οδηγήσουν σε ένα πειστικό αφήγημα, το οποίο εκτός από μια συνοπτική ιστορική αναδρομή, θα εμπεριέχει το περιεχόμενο ενός έντιμου συμβιβασμού καθώς και ενός συγκεκριμένου οδικού χάρτη για μια εξελικτική πορεία.
*Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.