Ένας ηθοποιός μπροστά στην «κλειστή» αυλαία…

Γράφει η Καρίνα Ιωαννίδου

Δεν επιζητώ τη μοναξιά, αυτή με επιζητά σαν τρελή. Απόψε, έχει πανσέληνο και πλήττω αφόρητα. Είμαι απεγνωσμένος, απομακρυσμένος, απομονωμένος… Μου λείπει. Μου λείπει η φυσική εγγύτητα. Η μόνη που με επισκέπτεται, τελευταία, είναι η αυπνία. Τις «λευκές» αυτές νύχτες περπατάω άσκοπα σε «ακατάλληλες» ώρες… αλλά πάντα επιστρέφω ΕΔΩ… σαν τον δολοφόνο στον τόπο του εγκλήματος… Τα μάτια μου κλείνουν, πνίγω ένα ελαφρύ χασμουρητό, έχω μέρες να κοιμηθώ… Πρώτα πέθανε η διάθεσή μου, μετά το μυαλό μου και τώρα παλεύω να μην πεθάνει κι η Τέχνη μέσα μου. Μου λείπει. Μου λείπει αφόρητα. Ήταν ένα αποχωρισμός χωρίς «αντίο», χωρίς επίλογο, χωρίς «αυλαία». Είμαι εκ γενετής ηθοποιός. Το θέατρο είναι το οξυγόνο μου. Πως να ζήσω χωρίς το οξυγόνο μου;

Είμαι σε φάση «πένθους». Το σκοτάδι μέσα μου πυκνώνει. Αντιδρώ. Λέω: «Θα βγω». Φοράω τη μάσκα και τα γάντια μου και χάνομαι μέσα στη «μαύρη» νύχτα. Περπατάω με γρήγορο βηματισμό ενώ σκέψεις πλημμυρίζουν το μυαλό μου. Από το βάθος του δρόμου, ακούω να έρχεται ένα παράξενο ουρλιαχτό λύκου; και με βγάζει από την περισυλλογή μου. Ένα ουρλιαχτό που μοιάζει να συγκεντρώνει όλη την οδύνη των ημερών που μας τυλίγει. Κοιτάζω δεξιά, κοιτάζω αριστερά, δεν βλέπω τίποτα, κανέναν, ωστόσο, αισθάνομαι μια απόκοσμη μάζα να με ακολουθεί. Στρέφω το βλέμμα στον ουρανό. Τρέχω, όμως, αυτό καθόλου δεν βοηθάει να απαλυνθούν τα συναισθήματά μου. Από τον πανικό, το ζόφο, το φόβο που με κυριεύουν δεν βλέπω καλά και πέφτω πάνω σ΄ ένα μεθυσμένο «δαίμονα του δρόμου» που σέρνεται στο πεζοδρόμιο. Με κοιτάζει με το μάτι γυαλισμένο κραδαίνοντας ένα σπασμένο μπουκάλι μπύρας «κορόνα» προς το μέρος μου… Οπισθοχωρώ. Εκείνος, γελάει άγρια κι αρχίζει να τραγουδάει με ανυπόφορα φάλτσα κλείνοντάς μου ταυτόχρονα και το μάτι: «Τα όνειρα σου μην τα λες γιατί μια μέρα κρύα μπορεί κι οι Κορονοϊοί να ‘ρθουν στην εξουσία…»…

Απομακρύνομαι. Είναι βαθιά μεσάνυχτα. Φτάνω στον προορισμό μου. Ανοίγω την εξωτερική πόρτα και μπαίνω στην αίθουσα του θεάτρου. Ούτε ψυχή ζώσα. Προχωράω στο σκοτεινό διάδρομο ανάμεσα στα βελούδινα καθίσματα ψηλαφώντας μέσα στο σκοτάδι. Τα φώτα της ράμπας είναι σβηστά, τα αντικείμενα της τελευταίας πρόβας είναι πεταμένα δεξιά κι αριστερά. Είναι ημίφως. Αχνοφέγγουν μόνον τα φώτα ασφαλείας. Δίνουν ένα -θολό από τη λεπτή σκόνη που τα έχει καλύψει- φως.

Ανεβαίνω στη σκηνή. Σηκώνω το διακόπτη του κεντρικού προβολέα. Προχωράω προς το φως. Στέκομαι κάτω από τις δέσμες του και καθώς αυτές πέφτουν κάθετα επάνω μου, «λούζομαι» στο φως τους. Μια γλυκιά ζεστασιά με τυλίγει. Λέω: «Θα παίξω, γαμώτο μου». Κλείνω τα μάτια μου, συγκεντρώνομαι κι αρχίζω να προβάρω ξανά και ξανά το ρόλο μου… το ρόλο που θα έπαιζα απόψε… Απόψε, που θα κάναμε πρεμιέρα… αν δεν… Με αυτή τη σκέψη, η φωνή μου σπάει, γίνεται αλλόκοτα βραχνή… Στέκομαι όρθιος μπροστά σε ένα αόρατο κοινό όλο πιο εκτεθειμένος, όλο πιο τυφλός, όλο πιο μόνος… Βουρκώνω, ανοίγω τα μάτια μου και τότε βλέπω κάτι συγκλονιστικό να συμβαίνει κάτω στην πλατεία…

Η πλατεία είναι φωτισμένη. Πάνω στις ράχες των άδειων καθισμάτων βλέπω μικρά πράσινα φωτάκια, να τρεμοπαίζουν, να λάμπουν, να φωτίζουν απίστευτα μαγικά το σκοτάδι. Μοιάζουν με τις πυγολαμπίδες που μάζευα μικρός, τις έβαζα σε άδεια σπιρτόκουτα και μετά τις μετέφερα βαθιά μέσα στο δάσος για να τις αφήσω ελεύθερες να πετάξουν προς τη… νεραϊδοχώρα. Ήρθαν, ήρθαν οι πυγολαμπίδες των παιδικών μου χρόνων να πάρουν τις θέσεις των απόντων θεατών στην αποψινή «πρεμιέρα» … Μου έφεραν την μαγεία που τόσο πολύ μου έχει λείψει… Είναι το σινιάλο πως το αύριο θα φωτίσει πάλι όπως οι πυγολαμπίδες φωτίζουν σήμερα τη «σκοτεινή» μου «πραγματικότητα». Μια απίστευτα απρόσμενη συνάντηση. Λες και από το «pause» κάποιος «από μηχανής θεός» πάτησε το κουμπί «forward»…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ