Συνέντευξη στον Περικλή Βλάχο
“Την περπάτησα πολύ την πόλη για να δώσω τις εικόνες στον κόσμο της”
Όταν σήμερα μιλάμε για φωτογραφία στη Θεσσαλονίκη και ειδικά για το φωτορεπορτάζ, το μυαλό μας δεν πάει πουθενά αλλού, παρά μόνο στον καλλιτέχνη φωτογράφο, τον πρύτανη του φωτορεπορτάζ Μιχάλη Παππού, το όνομα του οποίου είναι συνδεδεμένο σχεδόν με όλες τις πολιτικές, αθλητικές, καλλιτεχνικές και όχι μόνο στιγμές της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας. Συναντήσαμε τον Μιχάλη Παππού και είχαμε μαζί του μια ιδιαίτερη και ενδιαφέρουσα συζήτηση για την πορεία του στο χώρο της φωτογραφίας, την μαγεία της τέχνης του, τα γεγονότα που τον συγκλόνισαν και την πόλη της Θεσσαλονίκης.
Τι πρέπει να γνωρίζουμε για τον Μιχάλη Παππού. Μιλήστε μας για την πορεία σας.
Είμαι 75 τώρα, και από 10 χρονών είμαι σε αυτή τη δουλειά. Με την έννοια ότι μόλις τέλειωσα την Τετάρτη τάξη δημοτικού, πήγα στο φωτογραφείο και δούλευα τα καλοκαίρια. Αυτό συνέβαινε και κατά την υπόλοιπη σχολική εκπαίδευσή μου. Από το 1959 είμαι επαγγελματίας φωτογράφος, με τη βούλα! Είδα όλες τις φάσεις, μάλιστα στο πρώτο φωτογραφείο στο οποίο εργαζόμουν, τα αρνητικά τότε ήταν γυάλινα και τα περισσότερα ήταν σε μέγεθος Α4, από φωτογραφίσεις γάμων, και ορισμένα που ήταν ποτραίτα ήταν το μισό μέγεθος, το Α5 όπως το λένε.
Τι σας έσπρωξε να ασχοληθείτε με την φωτογραφία; Υπάρχει κάποιο γεγονός ή πρόσωπο που σας επηρέασε προς αυτή την κατεύθυνση;
Εκείνα τα χρόνια όλοι οι πιτσιρικάδες τα καλοκαίρια πηγαίναμε και δουλεύαμε για να μας απασχολούν οι γονείς, μας έδιναν και κανένα χαρτζιλίκι. Εμένα με πήγε ο αδερφός μου ο οποίος ήταν ο μέντορας μου, και δούλευε ήδη στη φωτογραφία, αρχικά σε ένα κουρείο για ξεσκονίζω τους πελάτες και να παίρνω πουρμπουάρ, δεν μου έκατσε εκεί, και μετά με πήγε στο φωτογραφείο στο οποίο ήταν και αυτός. Όλα αυτά στις Σέρρες. Το ιστορικό φωτογραφείο λέγεται Φώτο Πέννα, από εκεί ξεκίνησα, έτος ίδρυσης 1918, υπάρχει ακόμη! Στη Θεσσαλονίκη ήρθα το 1963 με την προτροπή του αδερφού μου, ο οποίος όπως σου είπα ήταν φωτογράφος, 7 χρόνια μεγαλύτερος από εμένα, και αγοράσαμε την επιχείρηση Φώτο Κρυστάλ στη Χαριλάου.
Πως θα χαρακτηρίζατε την σχέση σας με την Θεσσαλονίκη και τους ανθρώπους της.
Εξαιρετική. Εδώ ενηλικιώθηκα, γιατί 18 χρονών που ήρθα από τις Σέρρες ήμουν ουσιαστικά παιδί. Εδώ έκανα φίλους, όσο ήταν δυνατό αυτό με την ενασχόληση μου με τις φωτογραφίες, γιατί εμείς επειδή δουλεύουμε τα Σαββατοκύριακα, Πάσχα, Χριστούγεννα κλπ., δεν κολλάμε στις παρέες. Άρα έχουμε εκατοντάδες γνωστούς, αλλά φίλους σχεδόν ούτε έναν. Ήταν και κάπως δύσκολα γιατί τα πρώτα χρόνια είχαμε την ασπρόμαυρη φωτογραφία, έμενα πάρα πολλές ώρες στο σκοτεινό θάλαμο. Σε τέτοιο σημείο που ταυτίστηκα με ένα τραγούδι του Πάνου του Γαβαλά, που δεν ήταν βέβαια γραμμένο για τους φωτογράφους αλλά μου ταίριασε εμένα, που ένας στίχος έλεγε «ο ήλιος βγαίνει για όλους και όμως εγώ απ’ τα σκοτάδια ποτέ δεν θα βγω»! (γελάει) Πολλά χρόνια πέρασα στο σκοτεινό θάλαμο, και δημιουργικά, καλά ήταν.
Ήταν θετική ή αρνητική για εσάς η μετάβαση της φωτογραφίας στην ψηφιακή εποχή;
Σίγουρα θετική, διορθώθηκαν του κόσμου τα πράγματα. Αλλά οι φωτογράφοι, έγιναν πένητες. Λόγω των κινητών τηλεφώνων, όλοι πια είναι φωτογράφοι.
Που κρύβεται η μαγεία στην τέχνη της φωτογραφίας; Τι είναι αυτό που συνεχίζει να σας προκαλεί, μετά από όλες αυτές τις δεκαετίες στο χώρο;
Τώρα ασχολούμαι με την τοπιογραφία, μου αρέσει η φύση, η ανατολή, η δύση, οι γλάροι, τα ωραία απογευματινά που δύει ο ήλιος στη πόλη, ιδιαίτερα το χειμώνα που έχει καταπληκτικά χρώματα.
Ποια θεωρείτε την καλύτερη και ποια την χειρότερη στιγμή στην επαγγελματική σας πορεία;
Κοιτάξτε, έκλαψα δύο φορές στην καριέρα μου. Την πρώτη φορά όταν μπήκα στο σκοτεινό θάλαμο 10 χρονών παιδί, και σε ένα χώρο 2,5 Χ 2,5 το πολύ, μέσα στο κατακαλόκαιρο, τρεις άντρες γυμνοί από τη μέση και πάνω εργάζονταν στο σκοτεινό θάλαμο, και με πάρα πολλή ζέστη. Και λέω τι ζητάω εγώ εδώ, έβαλα τα κλάματα. Και μια άλλη φορά όταν φωτογράφισα έναν αυτόχειρα, ο οποίος έπεσε από το Πανεπιστήμιο γιατί είχε σκοτώσει μια κοπέλα, και αυτοτιμωρήθηκε. Και αυτό έγινε αφορμή η εφημερίδα Θεσσαλονίκη της εποχής εκείνης στις 6 Απριλίου το 1971, το θυμάμαι πάρα πολύ καλά, άλλαξε την πρώτη σελίδα, τότε έβγαινε σε μεγάλο μέγεθος, όχι tabloid, και έβαλε τη φωτογραφία που πέφτει αυτός από το κτίριο της Φιλοσοφικής, το παλιό κτίριο. Και εγώ είχα την πρόνοια, επειδή υπήρχε απαγορευτικό να προσεγγίσουμε από την αστυνομία και την πυροσβεστική, να πάω στην οδό Μελενίκου και με ένα τριακοσάρη φακό να τον «πιάσω» στον αέρα. Και αυτό θεώρησε η εφημερίδα ότι πρέπει να το κάνει πρώτη σελίδα και η φωτογραφία κάλυπτε όλο το πρωτοσέλιδο. Πήγα στο σκοτεινό θάλαμο για να την τυπώσω και με έπιασαν τα κλάματα, λέω κοίταξε, αφαίρεσε ζωή, έχασε τη ζωή του, νέος άνθρωπος, 25 χρονών! Αυτές τις δυο στιγμές θυμάμαι, που με συγκίνησαν.
Έχετε εκδώσει ένα βιβλίο για την ποδοσφαιρική ομάδα του ΠΑΟΚ την δεκαετία του ’70. Ποιοι ήταν οι λόγοι για αυτή την εκδοτική κίνηση. Έχετε σχέδια και για άλλα βιβλία στο μέλλον;
Ο λόγος που εκδώσαμε αυτό το βιβλίο μαζί με τον Κώστα τον Μπλιάτκα και σύμβουλο έκδοσης τον Κούλη το Αποστολίδη, ο οποίος έπαιζε σε εκείνη την ομάδα, ήταν μια ιδέα του Κώστα του Μπλιάτκα ο οποίος, να είναι καλά, με ώθησε και συνεργαστήκαμε και κάναμε αυτό το βιβλίο. Και τώρα θα ετοιμάσουμε τον πολιτικό Παππού, πάλι μάλλον της περιόδου εκείνης, γιατί η ασπρόμαυρη εικόνα μας αρέσει περισσότερο από την έγχρωμη.
Στις τελευταίες δημοτικές εκλογές ήσασταν υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με το συνδυασμό του Νίκου Ταχιάου. Τι θα αλλάζατε σήμερα στην πόλη της Θεσσαλονίκης;
Δεν μου έρχεται κάτι να σου απαντήσω. Αλλά σίγουρα εάν ήμουνα δημοτικός σύμβουλος θα είχα άποψη, γιατί είμαι ένας ταξιδευτής σε αυτή την πόλη, την περπάτησα πάρα πολύ για να δώσω τις εικόνες στον κόσμο της πόλης. Νομίζω όμως ο Ζέρβας κινείται καλά.