Όνειρα με… ουρά…

της Καρίνα Ιωαννίδου


k-ioannidou-01

«Εεεειιι πού πας; Γύρνα πίσω! Είσαι τόσο μικροσκοπική κι ο κόσμος εκεί έξω τόσο μεγάλος!», στρίγγλισε η μαμά. Αλλά, εγώ, είχα ήδη ξε-πορτίσει… Η ακόρεστη παιδική μου περιέργεια με οδηγούσε σε νέες κατευθύνσεις. Και τώρα ποιος με συγκρατούσε;

Η εικόνα του έξω κόσμου, που είχα μέχρι τότε, έφτανε σε μένα διαθλασμένη μέσα από ένα «ματάκι» εξώπορτας. Περιορίζονταν σε ό,τι μπορούσα να δω και να ακούσω. Είχα από νωρίς «εκπαιδευτεί» στο να εποπτεύω περιμετρικά την έξω «κίνηση» όταν οι γονείς και τα μεγαλύτερα αδέλφια μου «έβγαιναν» για αναζήτηση τροφής. Είχα αναλάβει ρόλο «τσιλιαδόρου» για αυτό και ήμουνα πάντα σε εγρήγορση ώστε να ανοίγω και να κλείνω γρήγορα την πόρτα όταν εκείνοι είχαν «έξοδο» για τις προμήθειες της ημέρας. Άκουγα περισσότερο παρά έβλεπα γιατί τη θέα «εμπόδιζε» ένα ογκώδες αντικείμενο, του οποίου, φάτσα-κάρτα είχα τα «ποδαράκια». «Ποδαράκια» από μαύρο λάστιχο και μεταλλική ζάντα με μακαρονοτό ρουλεμάν. Δεν ήταν βρώσιμα και έζεχναν «ποδαρίλα». Κι αν ήταν «φάκα»; Αυτή ήταν η εικόνα του κόσμου που είχα κι ό,τι μάθαινα από τις διηγήσεις των δικών μου. Περισσότερο φανταζόμουνα παρά γνώριζα… μα όσο κοίταγα ονειρευόμουν… μια άλλη τρισδιάστατη και πιο εντυπωσιακή εικόνα και ήμουνα πια αποφασισμένη να βγω και να την ανακαλύψω.

Και βγήκα! Το φως ήταν εκτυφλωτικό, το οξυγόνο υπερβολικό κι ένα σύννεφο σκόνης σηκώνονταν στο πέρασμά μου, χμμμ γαργαλιστικό. Αααααψούυυ, φτερνίστηκα. «Γείτσες» ευχήθηκα στον εαυτό μου αφού δεν υπήρχε κανένας άλλος εκεί γύρω να το κάνει. Μετά, άρχισα να παρατηρώ επισταμένως το χώρο μήπως υπάρχει καμιά γάτα, κανένας σκύλος. Όλα ήταν γιγαντο-τεράστια, εκεί μέσα! Υπήρχαν κάθε λογής «κλαπατσίμπαλα» στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο. Την εκκωφαντική σιωπή έσπαγε που και που κάποιος πνιχτός αναστεναγμός τον οποίο αμέσως μετά ακολουθούσε και μια κραυγή: «Ωχ, η πλάτη μου, ωχ, τα πλευρά μου! Κάνε λίγο πιο πέρα θα βγάλουμε κορέους! Εσύ, να κάνεις πιο πέρα, οι φλοίδες απ΄ τη σκουριά σου, χαρακώνουν την επιφάνειά μου σαν ξυράφια» κι άλλα παρόμοια. Οπλίστηκα με θάρρος και με το θράσος της ηλικίας μου τους απευθύνθηκα: «Καλέ, πόσο μεγάλα, είστε; Τί είστε εσείς;». Άχνα δεν έβγαλε κανένα τους, ώσπου, το πιο μεγάλο από τα μεγάλα, μου αποκρίθηκε.

Α-Είμαστε μουσικά όργανα.

Β-Και γιατί είστε όλα εδώ μαζί το ένα πάνω στο άλλο;

Α-Γιατί είμαστε σε «απόσυρση».

Β-«Απόσυρση»;

Α-Παλιώσαμε. Μας φέρανε σε αυτό το παλαιοπωλείο και τώρα περιμένουμε…

Β-Τί περιμένετε;

Α-Ίσως, μια δεύτερη ευκαιρία.

Β-Πως σε λένε;

Α-Ισοκράτη!

Β-Τι σπάνιο όνομα!

Α-Είμαι ένα σπάνιο είδος πιάνου με πολύ ξεχωριστό ρεπερτόριο. Αυτό περιορίζει, ωστόσο, και τις πιθανότητές μου για μια δεύτερη ευκαιρία

Β-Λυπάμαι, Ισοκράτη… Εμένα με λένε Αλίκη! «Παίζω» κι εγώ μουσική με τα μαχαιροπήρουνα στην κουζίνα.

Α-Ενδιαφέρον!

Β- Τι είναι αυτό το τεράστιο φτερό που προεξέχει στην πλάτη σου;

Α-Δεν είναι φτερό. Είναι η ουρά μου. Είμαι ένα πιάνο με ουρά.

Β-Απίστευτο! Έχουμε ήδη δυο κοινά. Ουρά κι αγάπη για τη μουσική! Θέλεις να γίνουμε φίλοι;

Α-Γιατί όχι;

Β-Να ανέβω επάνω σου, να σε «περιεργαστώ»;

Α-Και δεν ανεβαίνεις! Κανείς δεν με ρώτησε ποτέ πριν θελήσει να με «περιεργαστεί».

Β-Τι κρύβεται κάτω από αυτό το κάλυμμα;

Α-Τα πλήκτρα μου. Έχει μήνες να ανοίξει αυτό το καπάκι! Αλλά, και να ανοίξει τα πλήκτρα μου θα βγάζουν «ξεχαρβαλωμένους» ήχους. Είμαι ξεκουρδισμένο πια…

Β-Που το ξέρεις;

Α-Το ακούω! Το λένε κι οι υποψήφιοι αγοραστές στον ιδιοκτήτη του παλαιοπωλείου που έρχονται για να με «τεστάρουν».

Β-Τι λένε;

Α- Πως αξίζω περισσότερο σαν καυσόξυλο παρά σαν μουσικό όργανο.

Β-Ντροπή τους! Όταν ξανάρθουν κάνε μου νόημα να «εμφανιστώ» και να τους τρομάξω. Γιατί, ένα περίεργο πράγμα, αν και το είδος μου είναι τόσο μικροσκοπικό αυτοί οι γιγάντιοι άνθρωποι τρομάζουν, τσιρίζουν και εξαφανίζονται στη θέα μου. Χα, χα «το φόβο μου να έχουν»…

Α- Τι γλυκό!

Β-Θα προτιμούσα να φάω κάτι αλμυρό, τώρα… Πού ζούσες πριν;

Α-Σε ένα ωδείο! Πέρασαν από επάνω μου χιλιάδες χέρια, εκατομμύρια δάκτυλα. Άλλα με πολύ ταλέντο, άλλα με μέτριο, άλλα «δεν το είχαν καθόλου».

«Ε, θα σταματήσετε τα ψου ψου ψου καμιά φορά! Μας ζαλίσατε!» άρχισαν να διαμαρτύρονται τα άλλα μουσικά όργανα. Η συζήτησή μας «έξυνε» πληγές αναμφίβολα… Καθένα από αυτά είχε και μια προσωπική ιστορία να διηγηθεί…

Ακούστηκαν ήχοι από βήματα. Τινάχτηκα ενστικτωδώς σαν ελατήριο, κι έτρεξα να χωθώ σε μια εσοχή του παλιού ξύλινου δαπέδου που είχα εντοπίσει εξαρχής in case of emergency. Προς τα έξω φαίνονταν μόνον τα μάτια μου. Τα βήματα πλησίαζαν ώσπου η πόρτα άνοιξε και τότε μπήκε μέσα πρώτος ο παλαιοπώλης με ένα φτερό ξεσκονίσματος στο χέρι και μετά, μετά… μπήκε Εκείνη!!! Τα μάτια μου «πόνεσαν» από την τόση ομορφιά! Ήταν μια κυρία τόσο υπέροχη. Φορούσε μια άσπρη faux γούνα. Παρατήρησα πως η γούνα ήταν ελαφρώς φθαρμένη στα πέτα και στα μανίκια, ωστόσο, διατηρούσε κάτι από την παλιά της αίγλη. Μιλούσαν καθώς κατευθύνονταν προς το πιάνο. Εκείνη, μιλούσε με μια βαριά, περίεργη προφορά, πολύ γοητευτική πολύ μελωδική στα αυτιά. Ο παλαιοπώλης αφού έδιωξε τη σκόνη που είχε επικαθίσει επάνω στο καπάκι, το άνοιξε. Μετά έφερε ένα σκαμπό, το τοποθέτησε μπροστά στο πιάνο και την ενθάρρυνε να ακουμπήσει τα χέρια της στα πλήκτρα. Εκείνη, δίσταζε:

Α-Έχω πολύ καιρό να παίξω πιάνο. Τα δάκτυλά μου είναι μουδιασμένα.

Β-Και τα πλήκτρα αυτού του πιάνου, επίσης! (Είπε ο παλαιοπώλης και γέλασαν και οι δύο.)

Α-Έπαιζα σε ένα τέτοιο πιάνο στη Ρωσία. Ήμουνα σολίστ, κάποτε…

Β-Θα πίστευα ό,τι κι αν μου λέγατε. (Είπε ο παλαιοπώλης και τα χείλη του «έσταζαν» μέλι.)

Εκείνη, κάθισε προσεκτικά στο σκαμπό, κατέβασε τη γούνα της στο ύψος των ώμων, πήρε την κατάλληλη θέση σώματος και δακτύλων. Μετά έμεινε ακίνητη, σε μια στάση σαν να αγκάλιαζε αυτό το τεράστιο πιάνο και λύγισε ανεπαίσθητα τα δάκτυλα. Εκείνος, λύγισε το σώμα του προς το μέρος της και στήριξε ελαφρά τον κορμό του στην άκρη του πιάνου περιμένοντας εκστατικός. Τότε, εκείνη με μια αιφνιδιαστική βιρτουόζικη κίνηση άφησε τα δάκτυλά της ελεύθερα να «τρέξουνε» πάνω στα λευκά και τα μαύρα πλήκτρα με αύξουσα κλίμακα προσθέτοντας στην αύξουσα προοδευτικά και άλλες φθίνουσες… Το πιάνο «τραντάχτηκε» από το σοκ. Στον περίεργο ήχο που «έβγαλε» διέκρινα μια υποψία ευγνωμοσύνης. «Ηλεκτρισμένο» άρχισε να ανταποκρίνεται με ήχους θαμπούς και σίγουρα με προοπτικές βελτίωσης.

Α-Είναι υπέροχο πιάνο.

Β-Είναι δικό σας, Βαλεντίνα!

Α-Δεν μπορώ να το αγοράσω.

Β-Μπορείτε να έρχεστε εδώ και να παίζετε όποτε θέλετε. Αύριο κιόλας θα καλέσω έναν χορδιστή να το ρυθμίσει.

Εκείνη, δεν μίλησε μόνον έσκυψε πάνω στο πιάνο κι άφησε τα δάκτυλά της ελεύθερα να «τρέξουνε» πάνω στα λευκά και τα μαύρα πλήκτρα και το πιάνο «αναστέναξε» κι έβγαλε έναν ήχο που με άγγιξε, με ανατρίχιασε, με έκανε να δακρύσω. Καθώς, όμως, είχα ξεχαστεί από τη μουσική βγήκα πιο έξω από την κρυψώνα μου κι εκείνη, καθώς ήτανε σκυμμένη, νομίζω πως με είδε, έκανε να σταματήσει, να φωνάξει, αλλά, δεν το έκανε. Με κοίταξε βαθιά στα μάτια ενώ συνέχιζε να παίζει, την κοίταξα κι εγώ, «μετρήσαμε» τους φόβους μας και κανείς μας δεν έβγαλε κιχ. Μετά σηκώθηκε από το πιάνο, έσφιξε το γούνινο παλτό επάνω της και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Ο παλαιοπώλης την ακολούθησε σαν υπνωτισμένος… Το πιάνο «έκλαιγε» από χαρά.

Α-Αλίκη, σήμερα έζησα την πιο μαγική ημέρα της ζωής μου.

Β-Κι εγώ Ισοκράτη, αλλά κι ο παλαιοπώλης, επίσης, νομίζω! Αλλά, τι ξέρω εγώ, ένας μικρός αρουραίος; (Είπα, και αψούυυ, φτερνίστηκα, και πάλι.)

Α-«Γείτσες!» (Ακούστηκαν από παντού μέσα στο παλαιοπωλείο.)

Β-Ευχαριστώ, «υγιαίνετε.» (Απάντησα.)

Πολλά «αμήν» ακούστηκαν από γύρω γιατί όλα τα μουσικά όργανα εκεί μέσα προσέβλεπαν πια σε μια δεύτερη ευκαιρία…



Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ