Μέσα από την τέχνη της, η Louise Bourgeois εξέφρασε τις βαθύτερες σκέψεις και τους φόβους της, διαχειρίστηκε τα προβλήματά της και έδωσε μορφή στα συναισθήματά της. Στα χαρακτικά, τα σχέδια, τα έργα από ύφασμα, τις εγκαταστάσεις και τα γλυπτά της -για τα οποία έγινε περισσότερο γνωστή- η Bourgeois εξερευνά θέματα ενοχής, φόβου, μνήμης, μητρότητας και αγάπης.
Παρ’ όλο που εργάστηκε ως δημιουργός σύγχρονης τέχνης για δεκαετίες, το έργο της Louise Bourgeois συγκέντρωσε προσοχή και ευρεία αναγνώριση μόνο όταν σε ηλικία 71 ετών, έγινε η πρώτη γυναίκα γλύπτρια, της οποίας αναδρομική έκθεση φιλοξενήθηκε στο ΜοΜΑ.
Η τέχνη της Bourgeois ήταν έντονα επηρεασμένη από τη ζωή της, ιδιαίτερα από τα παιδικά της χρόνια.
Όλα όσα κάνω αντλούν έμπνευση από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου.1
Η ανασκόπηση περιστατικών από το παρελθόν της δεν υποβιβάζει την τέχνη της σε απλή αυτοβιογραφία. Αντιθέτως, το έργο της ισορροπεί με λεπτότητα στο παρόν. Η Bourgeois απευθύνει μια άμεση και ενστικτώδη έκκληση στους θεατές να ερμηνεύσουν κάθε έργο της εκ νέου ανάλογα με την τρέχουσα σωματική και ψυχική τους κατάσταση – όπως ακριβώς έκανε η ίδια.
Η Louise Bourgeois γεννήθηκε στο Παρίσι την ημέρα των Χριστουγέννων του 1911. Ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά μιας οικογένειας που αποκαθιστούσε και εμπορευόταν μεσαιωνικές και αναγεννησιακές ταπισερί. Ο πατέρας της, Louis, ήταν ένας δεσποτικός, ευέξαπτος άνθρωπος. Η Bourgeois αντιμετώπιζε τα ξεσπάσματά του στο οικογενειακό τραπέζι κατασκευάζοντας μικροσκοπικές φιγούρες από ψωμί -ένα πρώιμο παράδειγμα της μόνιμης συνήθειάς της να διαχειρίζεται τα συναισθήματά της χρησιμοποιώντας τα χέρια της- τις οποίες στη συνέχεια διαμέλιζε και έτρωγε. Αργότερα επανήλθε σε αυτές τις εμπειρίες με το έργο The Destruction of the Father (1974), ένα φωτισμένο κόκκινο tableau που θυμίζει είτε στοματική κοιλότητα με γλώσσα και δόντια ή σπήλαιο που περικλείει μια αφηρημένη τραπεζαρία περιτριγυρισμένη από στρογγυλεμένες καρέκλες.
Η παιδική μου ηλικία ποτέ δεν έχασε τη μαγεία της, ποτέ δεν έχασε το μυστήριό της, ποτέ δεν έχασε τη δραματική της πλευρά. Αρνούμαι να ξεχάσω αυτή την περίοδο γιατί, όσο επώδυνη κι αν ήταν, ήταν η ίδια η ζωή.2
Η φαινομενικά συμβατική παιδική ηλικία της Bourgeois κατακερματίστηκε από την άφιξη της Sadie Gordon Richmond, της καθηγήτριας που προσέλαβε ο πατέρας της για να διδάξει αγγλικά στα παιδιά του και που στη συνέχεια έγινε ερωμένη του. Η σύζυγός του Joséphine ανεχόταν αυτή την κατάσταση, αλλά τα τραύματα του πόθου, της μυστικοπάθειας και του άγχους εκείνης της περιόδου ταλαιπώρησαν τη Bourgeois. Μια φεμινιστική ανάγνωση του έργου της μετουσιώνει την προσωπική οργή της προς την πατρική φιγούρα σε εννοιολογική επίθεση στην πατριαρχία.
Φιλοπερίεργη από τη φύση της και μανιώδης αναγνώστρια, η Bourgeois υπήρξε άριστη μαθήτρια παρ’όλο που έπρεπε να φροντίσει τη μητέρα της που είχε αρρωστήσει, πιθανότατα από ισπανική γρίπη και δεν ανάρρωσε ποτέ. Η μητέρα της τελικά υπέκυψε στην ασθένειά της και πέθανε το 1932, όταν η Bourgeois ήταν 20 ετών. Λίγο αργότερα γράφτηκε στη Σορβόννη για να σπουδάσει γεωμετρία, απολαμβάνοντας την προβλεψιμότητα και τη σταθερότητα του συγκεκριμένου γνωστικού αντικειμένου, που ερχόταν σε τόσο έντονη αντίθεση με την ανατροφή της. Παρ’ολ’αυτά λίγο μετά, ένα οξύ καταθλιπτικό επεισόδιο -το πρώτο από τα πολλά που θα βίωνε στη ζωή της- το οποίο προκλήθηκε από αισθήματα εγκατάλειψης και ενοχής μετά τον θάνατο της μητέρας της, την οδήγησε στη σπουδή της τέχνης και τον δρόμο της καλλιτεχνικής πραγμάτωσης.
Η Bourgeois βρέθηκε στην καρδιά της καλλιτεχνικής σκηνής του Παρισιού τη δεκαετία του 1930 και τελικά έμεινε στο κτίριο που θα στέγαζε επίσης τη γκαλερί Gradiva του σουρεαλιστή André Breton. Ένας από τους καθηγητές της στα διάφορα ατελιέ όπου έκανε μαθήματα ήταν και ο Fernand Léger, που την ενθάρρυνε να γίνει γλύπτρια.
Το 1938, σε ένα τμήμα της οικογενειακής γκαλερί ταπισερί στη λεωφόρο Saint–Germain, η Bourgeois άνοιξε ένα μικρό χώρο όπου πουλούσε χαρακτικά και εικονογραφημένα βιβλία. Ο Αμερικανός ιστορικός τέχνης Robert Goldwater (που αργότερα θα γινόταν διευθυντής του Museum of Primitive Art στη Νέα Υόρκη) μπήκε για να ρίξει μια ματιά και παντρεύτηκαν τρεις εβδομάδες αργότερα. Λίγο πριν το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μετακόμισε μαζί του στη Νέα Υόρκη τον Οκτώβριο του 1938 και άρχισε να διαμορφώνει την καλλιτεχνική της σταδιοδρομία.
Κάθε μέρα πρέπει να εγκαταλείπεις το παρελθόν σου ή να το αποδέχεσαι, και, έπειτα, αν δεν μπορείς να το αποδεχθείς, γίνεσαι γλύπτρια.3
Η ζωή της Bourgeois υπήρξε ιδιαίτερα δραστήρια κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940. Παράλληλα με την ανθηρή σταδιοδρομία της στην τέχνη, μεγάλωνε και τους τρεις γιους της. Οι ανησυχίες και η αγανάκτησή της για τις απαιτήσεις της μητρότητας και του γάμου ήλθαν στο προσκήνιο στη σειρά Femme Maison (1946-47), πίνακες όπου ένα σπίτι ή ένα κτίριο αντικαθιστά το κεφάλι μιας γυναίκας, έτσι ώστε η οικιακή ζωή να φαίνεται ότι βαραίνει στους ώμους της, αφαιρώντας έτσι την ταυτότητά της και αφήνοντας το γυμνό σώμα της εκτεθειμένο και ευάλωτο. Η σειρά Femme Maison προανήγγειλε τη γλώσσα και τις πολιτικές του Φεμινισμού (αν και υπήρξε κατά πολύ προγενέστερή τους4). Η Bourgeois επέστρεφε κατά διαστήματα στα θέματά της σειράς σε ολόκληρη την καριέρα της.
Έπειτα από δύο ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής το 1945 και το 1947, η Bourgeois εγκατέλειψε το μέσο αυτό και στράφηκε οριστικά προς τη γλυπτική. Εργάστηκε στην ταράτσα της πολυκατοικίας της δημιουργώντας τα έργα Personages, μια σειρά από ανθρωπομορφικά αλλά αφηρημένα ξύλινα γλυπτά που έμοιαζαν ταυτόχρονα ελαφρώς εκτός ισορροπίας και παρέπεμπαν στην καθετότητα των ουρανοξυστών γύρω της. Εξέθεσε τα γλυπτά χωρίς βάθρα και συγκεντρωμένα, ώστε ο θεατής να αναγκάζεται να προχωράει ανάμεσά τους, όπως θα έκανε ανάμεσα σε μια ομάδα ανθρώπων. Για τη Bourgeois, τα γλυπτά αντιπροσώπευαν τους φίλους και συγγενείς που είχε αφήσει πίσω της στη Γαλλία.
Το 1951, ο πατέρας της Bourgeois πέθανε, γεγονός που λειτούργησε ως καταλύτης για μια δεύτερη περίοδο παρατεταμένης κατάθλιψης. Από το 1952 μέχρι το 1963 περίπου, η Bourgeois ουσιαστικά αποσύρθηκε από τον κόσμο της τέχνης και πέρασε μια περίοδο εντατικής ψυχανάλυσης. Η επανεμφάνισή της αποτέλεσε μια εκ νέου επινόηση του εαυτού της και επανεκκίνηση. Τα νέα βιομορφικά, σωματικά έργα της που εκτέθηκαν το 1964, ήταν φτιαγμένα από οργανικά, εύπλαστα υλικά – γύψο, λάτεξ, καουτσούκ και χυτή ρητίνη. Στη διάσημη φωτογραφία του Robert Mapplethorpe από το 1981, η χαμογελαστή Bourgeois, φορώντας ένα «monkey fur coat» (πανωφόρι από γούνα πίθηκου), εμφανίζεται με ένα από αυτά τα έργα, το Fillette (1968), σφηνωμένο κάτω από τη μασχάλη της σαν μωρό. Κατασκευασμένο από γύψο επενδυμένο με λάτεξ, το έργο είναι ολοφάνερα μια φαλλική μορφή αλλά την ίδια στιγμή μπορεί να ιδωθεί και σαν γυναικείος κορμός. Στη σειρά Janus Fleuri (1968), η Bourgeois χρησιμοποιεί το πιο παραδοσιακό υλικό του μπρούντζου για να δημιουργήσει κρεμαστά γλυπτά που είναι υβρίδια ανδρικών και γυναικείων γεννητικών οργάνων.
Μετά τον θάνατο του συζύγου της το 1973, η Bourgeois δίδαξε στο School of Visual Arts, ανάμεσα σε άλλες σχολές τέχνης της Νέας Υόρκης. Λέγεται ότι ξήλωσε τη στόφα από την κουζίνα του σπιτιού τους, μετασκευάζοντάς τη από οικιακό, σε χώρο καλλιτεχνικής εργασίας. Το έργο The Destruction of the Father (1974) την καθιστά πρωτοπόρο της εγκατάστασης, μια καλλιτεχνική φόρμα που εξερεύνησε περαιτέρω από το 1991 μέχρι τον θάνατό της. Τα έργα της σειράς Cells, είναι αγχωτικά αρχιτεκτονικά περιβάλλοντα, το καθένα γεμάτο με αντικείμενα από το παρελθόν της και γλυπτά της. Μετά την αναδρομική έκθεσή της το 1982 στο ΜοΜΑ, που της έφερε ευρεία αναγνώριση, η Bourgeois, σε ηλικία ογδόντα ενός ετών, εκπροσώπησε τις ΗΠΑ στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1993.
Σε όλη τη διάρκεια του βίου της, η Bourgeois βασανιζόταν από αϋπνίες. Μια σειρά από σχέδια με μολύβι και μελάνι, που συχνά υπομνηματίζονταν από επιγραμματικές φράσεις και προέκυψαν από τις χαώδεις νυχτερινές σκέψεις της από το 1994 και το 1995, εκτέθηκαν στη συλλογή Daros στη Ζυρίχη το 2004. Στις δύο τελευταίες δεκαετίες της ζωής της υπήρξε επίσης μια παραγωγικότατη χαράκτρια, δημιουργώντας πάνω από χίλιες συνθέσεις. Επίσης, άρχισε να δουλεύει με τα ρούχα και τα υφάσματα που είχε συγκεντρώσει σε όλη της τη ζωή, κατασκευάζοντας υφασμάτινα βιβλία, κολάζ, πάνινες φιγούρες και κεφαλές. Με αυτά τα έργα επαναπροσέγγισε θέματα αποκατάστασης και επιδιόρθωσης που παρέπεμπαν στο εργαστήριο ταπισερί της παιδικής ηλικίας της και τη στενή σχέση με τη μητέρα της, που έπαιξε τόσο κεντρικό ρόλο στην καλλιτεχνική της πορεία. Το έργο Untitled (1966) από τη σειρά poles, περιλαμβάνει ρούχα της Bourgeois. Κρεμασμένα από ένα ατσάλινο κοντάρι σε «κρεμάστρες» από οστά βοοειδών, τα λεπτεπίλεπτα μεταξωτά εσώρουχα και ένα μαύρο φόρεμα με παγιέτες διατηρούν αναμνήσεις από τότε που φοριούνταν και λειτουργούν ως οδυνηρές υπενθυμίσεις της επαφής με την επιδερμίδα της.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, η Bourgeois συνέχισε να διοργανώνει τα εβδομαδιαία «σαλόνια» της για προσωπικότητες του κόσμου της τέχνης, συγγραφείς και ανερχόμενους καλλιτέχνες. Ξεκινούσαν από τις τρεις το απογεύματα της Κυριακής και στη διάρκειά τους διατύπωνε αδίστακτες αλλά διορατικές απόψεις και σχολιασμούς. «Δεν ήταν απλώς πνευματώδης. Ήταν τρομερή. Της άρεσε να κάνει φασαρία, αλλά με έναν ενδιαφέροντα τρόπο», σημείωνε η ιστορικός τέχνης Linda Nochlin.5
H Bourgeois πέθανε σε ηλικία 98 ετών στις 31 Μαΐου του 2010. Έχει αναγνωριστεί ευρέως ως μία από τις πιο σημαντικές καλλιτέχνιδες του 20ου αιώνα.
Maman
Οι γιγάντιες αράχνες της Bourgeois συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο διάσημα έργα της.
Ένα από τα πρώτα έργα της σειράς, φτιαγμένο από ατσάλι, παρουσιάστηκε στο Brooklyn Museum το 1994, σχεδόν 50 χρόνια αφότου η Bourgeois έφτιαξε το πρώτο της σχέδιο αράχνης το 1947.
Το Maman, το μεγαλύτερο έργο της σειράς, είναι φτιαγμένο από χάλυβα και μάρμαρο και έχει ύψος πάνω από δέκα μέτρα. Υπήρξε η πρώτη ανάθεση του Turbine Hall της Tate Modern το 2000. Στη συνέχεια το μνημειώδες Maman χυτεύθηκε σε μια έκδοση από μπρούτζο, χάλυβα και μάρμαρο και θα εκτεθεί για πρώτη φορά στην Αθήνα την άνοιξη του 2022 από τον ΝΕΟΝ και το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος στο ΚΠIΣΝ.
Με δέκα μαρμάρινα αυγά στο υπογάστριό του, το γλυπτό ενσωματώνει ιδέες μητρικής προστασίας. Η Bourgeois δήλωσε ότι το Maman συμβολίζει τη μητέρα της, μια υφάντρια και συντηρήτρια ταπισερί, με την οποία αισθανόταν μεγάλη εγγύτητα και της οποίας ο πρόωρος θάνατος ώθησε την Bourgeois να χρησιμοποιήσει την τέχνη για να εξερευνήσει αισθήματα απώλειας και εγκατάλειψης. Η καλύτερη μου φίλη ήταν η μητέρα μου, και ήταν προσεκτική, έξυπνη, υπομονετική, καθησυχαστική, λογική, λεπτεπίλεπτη, διακριτική, απαραίτητη, τακτική και χρήσιμη όπως μια αράχνη.6
Το σώμα της αράχνης, με την περίκλειστη μήτρα του και τα οκτώ πόδια δημιουργεί μια μοναδική αρχιτεκτονική εμπειρία που δρα ως μια μεταφορά για το σπίτι και τον περίπλοκο ιστό των ανθρώπινων σχέσεων και των διαπλεκόμενων αλληλεξαρτήσεών τους. Το Maman αντανακλά επίσης τα διφορούμενα, αντιφατικά και πολύπλοκα συναισθήματα γύρω από την εμπειρία της ίδιας από τη μητρότητα. Κυριαρχώντας στον περιβάλλοντα χώρο του και παραπαίοντας πάνω σε λεπτά, αρθρωτά πόδια, προκαλεί φόβο και υποδηλώνει παγίδευση. Δύο δεκαετίες μετά την πρώτη του παρουσίαση, το Maman συνεχίζει να προκαλεί τον ψυχισμό μας και να επανεξετάζει ερωτήματα οικειότητας, συνύπαρξης και κοινού πεπρωμένου. Απέτυχα ως σύζυγος, γυναίκα, μητέρα, οικοδέσποινα, καλλιτέχνιδα, επιχειρηματίας, φίλη, κόρη, αδελφή, αλλά δεν απέτυχα στην αναζήτηση της αλήθειας.7 Αυτή η διαρκής αναζήτηση της αλήθειας είναι πιο επιτακτική από ποτέ
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.