Συνέντευξη στον Τάσο Ρέτζιο
Ο σκηνοθέτης Στέλιος Χαραλαμπόπουλος, από την εποχή ακόμα του «Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη» υπηρετεί ένα σινεμά που βρίσκεται στα όρια.
Ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία, ανάμεσα στη αφηγηματικότητα και στο οπτικό δοκίμιο, ανάμεσα στην ερμηνεία και στην αναπαράσταση. Αυτό, όμως, που σίγουρα είναι δεδομένο σε όλες του τις ταινίες (ενδεικτικά: «Άδης», «Υπογραφή», «Της πατρίδας μου η σημαία», «Τα δάκρυα του βουνού) είναι η κινηματογραφική απόλαυση που δοκιμάζει ο θεατής: πλάνα εκπληκτικής ομορφιάς, αναπαραστάσεις ολόκληρων εποχών, με μεγάλη λεπτομέρεια και ακρίβεια και, πάνω απ’ όλα, μια καίρια και βαθιά σκέψη γύρω από το τι σημαίνει ελληνικότητα, Ιστορία, πατρίδα και γύρω από την ανάγκη και το βίωμα που οδηγεί κάποιον στα μεγάλα επιτεύγματα του βίου, είτε είναι αυτός ηρωισμός, είτε δημιουργία…
Στην καινούργια του ταινία «Άνεμος Ελευθερίας 1821», που προφανώς έγινε με αφορμή τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, ο Χαραλαμπόπουλος είχε να διαχειριστεί και μια μάλλον γενικευμένη… καχυποψία για τέτοιου είδους ταινία – δεν είναι δα και δύσκολο να γλιστρήσει κανείς σε εθνικοπατριωτικές αναγνώσεις άλλων εποχών.
Αυτό, βέβαια, για όσους δεν ξέρουν το έργο του Έλληνα σκηνοθέτη. Γιατί ο Χαραλαμπόπουλος φτιάχνει ένα σινεμά που επαναδιαπραγματεύεται την Ιστορία, τις αναγνώσεις της, τα διδάγματα της… Φωτίζει με άλλο τρόπο τα γεγονότα και κυρίως τους πρωταγωνιστές. Και εδώ κυριολεκτικά φτάνει στα όρια του αυτό το υβριδικό είδος που διακονεί, αφού η ταινία εξελίσσεται σε τρεις χρόνους, οι οποίοι, μάλιστα, εμπλέκονται με τρόπο δημιουργικό.
«Είναι μια μυθοπλαστική ταινία τεκμηρίωσης κι αυτό έχει μια διαφορά με το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ», εξηγεί ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος. «Σ’ αυτό υπάρχει μια πραγματική ιστορία όπου εικονογραφείται, ενώ εδώ και η βασική ιστορία και τα πρόσωπα είναι φανταστικά.
Βεβαίως εντάσσονται μέσα σ’ ένα πραγματικό ιστορικό περίγυρο και σαφώς υπάρχουν υπαρκτά πρόσωπα και γεγονότα. Θέλησα η ταινία να ξεκινάει στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, γύρω στα 1900, σ’ ένα τυπογραφείο όπου ετοιμάζεται η έκδοση ενός εικονογραφημένου λαϊκού αναγνώσματος που για ήρωα του έχει τον έμπορο Φιλικό Ιωάννη Φίλωνα και παρακολουθεί τη δράση του στην Πελοπόννησο και στις περιοχές του παροικιακού ελληνισμού.
Αυτά τα εικονογραφημένα αναγνώσματα τότε ήταν εξαιρετικά δημοφιλή, αλλά αυτό δεν θα εκδοθεί στη εποχή του και σήμερα, μια ιστορικός τέχνης (επινοημένο πρόσωπο κι αυτή) ανακαλύπτει τα κείμενα και τις χρωμολιθογραφίες που θα συνόδευαν το ανάγνωσμα και αποφασίζει να κάνει μια έκθεση για τον –επίσης φανταστικό- δημιουργό αυτού του αναγνώσματος.
Στην έρευνά της θα ζητήσει τη βοήθεια 4 ιστορικών οι οποίοι θα μας φωτίσουν πλευρές της ιστορίας ή θα μας ανοίξουν και κάποια παράθυρα σε επίδικα ζητήματα της Ιστορίας που μας απασχολούν μέχρι σήμερα. Θέλησα όμως και όλη αυτή η μυθοπλασία και όλη η τεκμηρίωση να δεθούν αρμονικά, να είναι ένα αρμολόι ενιαίο, ώστε η κινηματογραφική αφήγηση να προχωράει απρόσκοπτα: να μη χάνεται η συγκίνηση, αλλά να δίνονται και αφορμές για στοχασμό και σκέψη».
Ο τρόπος που δένονται οι εικόνες, που ζωντανεύουν μπροστά μας οι απεικονίσεις, είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί και φαντάζομαι ότι έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις…
Πολλές! Ξέρετε, η εικόνα είναι μαρτυριάρα. Ό,τι δείχνεις πρέπει να μελετηθεί: από τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης μέχρι τα προϊόντα που κρέμονται, αν θα είναι σκόρδα ή κάτι άλλο, ο,τιδήποτε πρέπει να έχει ψαχτεί πριν. Η εικόνα είναι εκεί και μένει.
Κάνετε ένα σινεμά που μοιάζει λίγο και με… μαγεία: είναι σαν να καλύπτετε τα κενά της Ιστορίας…
Ακριβώς αυτά τα κενά της Ιστορίας, τις μισοφωτισμένες γωνιές της Ιστορίας, μπορεί ο κινηματογράφος να τις ακολουθήσει και να τις φωτίσει με τον τρόπο του. Έχουμε επιλέξει ένα ύφος με το συνεργάτη μου, τον Δημήτρη Κορδελά, ίδιο μ’ αυτό που είχαμε επιλέξει και στην προηγούμενη ταινία μου «Τα Δάκρυα του Βουνού», που διαδραματιζόταν γύρω στο 1900. Θέλαμε να φύγουμε από τις στερεότυπες εικόνες της πάλλευκης φουστανέλας κι όλα αυτά τα πράγματα.
Το να ξεκινάει η ταινία το 1900 και να υπάρχουν οι τρεις εποχές, εκτός, δηλαδή, από το να μου δώσει ένα μυθοπλαστικό δάνειο (γιατί ακολουθώ τους τρόπους της αφήγησης ενός εικονογραφημένου λαϊκού αναγνώσματος: το ίδιο καδράρισμα, η ίδια πλανοθεσία), από την άλλη είναι και η εποχή που είναι πολύ ενεργή ακόμα η ρομαντική και ηρωοποιητική αντίληψη της ιστορίας, σε σχέση με το σήμερα όπου μελετάμε τα πράγματα από απόσταση και είναι άλλες οι πηγές και τα εργαλεία μας.
Κι όλα αυτά τα βλέπουμε διαμεσολαβημένα: είναι η οπτική του τυπογράφου, είναι μτά της ερευνήτριας και είναι και των τεσσάρων ιστορικών…
Ναι, γιατί πιστεύω ότι κάθε εποχή στοχάζεται διαφορετικά το 1821. Αναμφισβήτητα το ίδιο το γεγονός της Επανάστασης είναι κομβικό, καθοριστικό της ίδιας της εθνικής μας ταυτότητας. Και είμαστε από τους λίγους λαούς που αποκτούν κρατική υπόσταση μέσα από Επανάσταση. Αλλά αλλιώς προσλάμβαναν οι άνθρωποι του 1900 το γεγονός – υπήρχε ακόμα η αίσθηση της αδικαίωτης επανάστασης, υπήρχαν αρκετές περιοχές υπόδουλες.
Αντίθετα, το μήνυμα της Επανάστασης στην Κατοχή προσλαμβάνεται ως αυτούσιο μήνυμα για ελευθερία. Δεν είναι τυχαίο ότι καπετάνιοι της εποχής παίρνουν παρανόμια από τους ήρωες του 1821. Δηλαδή κάθε εποχή δίνει κι άλλο νόημα στο μήνυμα της Επανάστασης του 1821.
Εστιάζετε ιδιαίτερα στο πρόταγμα της ελευθερίας, μια έννοια πανανθρώπινη, παρά στην εθνική ολοκλήρωση;
Ναι, γιατί ήταν κι ένα γεγονός με διεθνή απήχηση. Ήρθαν άνθρωποι και πολέμησαν. Όχι μόνοι αρχαιολάτρες, αλλά κι αυτοί που ανήκαν στο διεθνές επαναστατικό κίνημα της εποχής. Ήταν ένα γεγονός διεθνούς εμβέλειας και πράγματι ενσάρκωνε τους πόθους των λαών για ελευθερία και δημοκρατία.
Όλο σας το έργο αναμετριέται με ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα, με την παράδοση…
Με ενδιαφέρει η Ιστορία, ακόμα και στις καθαρά μυθοπλαστικές ταινίες μου, πάντα υπάρχει η Ιστορία και πάντα συνυπάρχουν διαφορετικοί χρόνοι μέσα στις ιστορίες. Μ΄ αυτήν την έννοια είτε είναι πρόσωπα που προέρχονται από το χώρο της λογοτεχνίας (όπως ο Σεφέρης ή ο Καβάφης με τον Πεσόα), είτε είναι πρόσωπα που έχουν απασχολήσει με τη δράση τους την πολιτική και δημόσια σφαίρα (όπως ο Γρηγόρης Λαμπράκης), σαφώς αντλώ από την Ιστορία. Δεν θα έλεγα παράδοση ακριβώς, έχω έναν ενδοιασμό στη λέξη. Θα έλεγα την Ιστορία, αλλά με μια ανανεωμένη ματιά.
Ούτε μετανεωτερική, αλλά ούτε και τυφλή παράδοση δηλαδή. Πάλι με όρια ρευστά…
Τα όρια ανάμεσα στο τι είναι ντοκουμέντο και τι μυθοπλασία είναι μια άσκηση πειραματισμού για μένα. Αυτά τα όρια δεν είναι σαν τείχη, είναι διαπερατά κι αυτό ακριβώς με ιντριγκάρει, με κεντρίζει…
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.