Ο σκηνοθέτης Μάριος Παπαγεωργίου μιλάει στο SPEAKNEWS και τον Περικλή Βλάχο για την μικρού μήκους ταινία του «Σκιές του Κόσμου», που ταξίδεψε και διακρίθηκε σε δεκάδες φεστιβάλ ανά τον κόσμο, για την αγωνία της κινηματογραφικής έκφρασης, για την δυσκολία του να κάνεις κινηματογράφο στην Ελλάδα, και για το ντοκιμαντέρ στο οποίο δουλεύει τώρα και που έχει ως θέμα του έναν άλλο σκηνοθέτη, τον σπουδαίο αλλά και παραγνωρισμένο Τάκη Κανελλόπουλο.
Κύριε Παπαγεωργίου, μιλήστε μας για την ταινία σας «Σκιές του Κόσμου».
Αυτή η ταινία γεννήθηκε κάπως παράξενα, ένα απομεσήμερο που προσπαθούσα να χαλαρώσω. Τώρα πως μέσα από μια τέτοια χαλάρωση γεννήθηκε όλο αυτό που θα δει κανείς, δεν μπορώ να το απαντήσω. Πρέπει να πω όμως ότι υπάρχουν κάποιες αγωνίες μέσα μου, όπως είναι η αγωνία για την κινηματογράφηση και μια αγωνία για το θέμα που πραγματεύεται η ταινία, το οποίο είναι το θέμα της συντέλειας του Κόσμου. Αυτό είναι κάτι που με απασχολεί ήδη από τις αρχές του 21ου αιώνα, πολύ πριν γίνει θέμα των ειδήσεων. Η ταινία ξεκίνησε τα γυρίσματά της το 2013, και τελειώσανε το 2015. Από το 2015 μέχρι και τις αρχές του 2021 ήταν στην διαδικασία του Post production, καθώς για λόγους οικονομικούς γίνονταν με δόσεις κάποια πράγματα.
Πόσο δύσκολο είναι να κάνεις μία ταινία σήμερα στην Ελλάδα;
Είναι πονεμένη ιστορία ο κινηματογράφος στην Ελλάδα, ιδίως αν αναλογιστούμε τον τρόπο με τον οποίο είναι διαρθρωμένο το όλο σύστημα για να γίνονται οι ταινίες. Οι περισσότερες ταινίες γίνονται γιατί κάποιος σκηνοθέτης φωνάζει τον μοντέρ, τον διευθυντή φωτογραφίας, τους τεχνικούς, τους ηθοποιούς, και η ταινία γίνεται μέσα από το μεράκι που εμπνέει ο σκηνοθέτης στους υπόλοιπους συντελεστές, και αυτό είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο. Και μετά βέβαια είναι και το θέμα της διανομής. Μια ταινία στα βρίσκει πολύ δύσκολα τον δρόμο της στα φεστιβάλ του εξωτερικού.
Εντούτοις η ταινία σας έχει πολλές συμμετοχές και διακρίσεις σε φεστιβάλ.
Η ταινία δεν μπόρεσε να βρει θέση στα μεγάλα φεστιβάλ, γιατί κανείς δεν ήξερε ούτε τον σκηνοθέτη ούτε τον διανομέα. Και κάθε φεστιβάλ έχει να επιλέξει ανάμεσα σε χιλιάδες ταινίες, οπότε τα κριτήρια της επιλογής συνήθως δεν είναι κινηματογραφικά. Κι έτσι οι πολλές διακρίσεις ήρθαν κυρίως από μικρότερα φεστιβάλ ανά τον κόσμο, τα περισσότερα εκ των οποίων έχουν αναπτύξει έναν καλλιτεχνικό επαγγελματισμό, προβάλλοντας νέους δημιουργούς και προσφέροντας και κάποια χρηματικά βραβεία. Η πιο σημαντική ωστόσο για μένα προβολή της ταινίας ήταν σε ένα παράρτημα ενός ιστορικού κέντρου πρωτοποριακού κινηματογράφου, στη Νέα Υόρκη, το οποίο το έχουν ιδρύσει κάποιοι πολύ σημαντικοί κινηματογραφιστές, όπως ο Τζόνας Μέκας και ο Σταν Μπράχατζ, το Anthology Film Archives, το οποίο κάνει φεστιβάλ για καινούριες ταινίες. Είδαν λοιπόν την ταινία και την συμπεριλάβανε στο φεστιβάλ τους. Μάλιστα επέλεξαν την αφίσα της ταινίας μας για το πρόγραμμα προβολών τους!
Το στιλ της αφήγησης το επέβαλε η ιστορία, ή ήταν εξαρχής πρόθεσή σας ένα πειραματικό φιλμ;
Όπως σας είπα με καίει πραγματικά το θέμα της κινηματογραφικής έκφρασης. Και τι εννοώ με αυτό; Σήμερα ο κινηματογράφος έχει προχωρήσει πάρα πολύ. Το πώς κάνουμε κινηματογράφο, λίγο ως πολύ το κατέχουμε. Σημασία έχει πώς εμείς οι κινηματογραφιστές θα κάνουμε μία ταινία, που δεν θα μας οδηγήσει μόνο το θέμα μας, αλλά την ίδια στιγμή θα μας νοιάξει και πως θα το πούμε αυτό το θέμα κινηματογραφικά. Πρέπει να υπάρχει το κινηματογραφικό ήθος, απέναντι στο θέμα που πραγματεύεται μία ταινία. Αυτό είναι κάτι που έχει σχεδόν χαθεί. Τη δεκαετία του 60 π.χ. η nouvelle vague εξέφραζε μια αγωνία της κινηματογραφικής έκφρασης. Τότε υπήρχαν καυτά κοινωνικά θέματα που ενέπνεαν τις ταινίες. Σήμερα υπάρχουν καυτά κοινωνικά θέματα, αλλά οι ταινίες είναι σαν να έχουν γυριστεί πριν γραφτούν τα σενάρια. Είναι προγραμματισμένες, σκηνή με σκηνή για να εκμαιεύσουν το δάκρυ. Και το δάκρυ του θεατή θα είναι αληθινό, δεν ξέρουμε όμως κατά πόσο είναι αληθινός αυτός που πάει να το εκμαιεύσει.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι «Σκιές του κόσμου» είναι μία ταινία του φανταστικού κινηματογράφου, επιστημονικής φαντασίας;
Η επιστημονική φαντασία είναι λίγο παρεξηγημένος όρος, αφού ό,τι είναι λίγο παράξενο στο σινεμά το εντάσσουν αμέσως εκεί. Θα έλεγα περισσότερο ότι οι «Σκιές του κόσμου» ανήκουν στο χώρο του μελλοντολογικού, ή ακόμη καλύτερα αυτό που στα αγγλικά αποκαλούν post apocalyptic. Είναι μια ταινία πάνω στο πως ο άνθρωπος πριν καταστραφεί ολοκληρωτικά ο ίδιος από μόνος και του καταστρέψει τον κόσμο, έχει μία τελευταία ευκαιρία να ενωθεί ξανά με τον Κόσμο. Αυτή είναι η βαθύτερη αγωνία αυτής της ταινίας.
Τι αγαπάτε περισσότερο στον κινηματογράφο;
Ο κινηματογράφος έχει κάτι το συγκλονιστικό που δεν μπορεί να στο δώσει καμιά άλλη τέχνη. Υπάρχει μαγνητοσκοπημένη η ζωή των ανθρώπων. Είναι κάποια ζωντανά πλάσματα στην οθόνη, όπου τα βλέπεις μαγνητοσκοπημένα να κάνουν έναν κύκλο ζωής. Ονειρεύονται, ελπίζουν, απογοητεύονται, γιατί θέλουν να φτάσουν κάπου. Αν ξαναβάλεις κάποια άλλη στιγμή να δεις την ταινία, θα δεις πάλι τους ίδιους ανθρώπους, να έχουν πάλι τις ίδιες αγωνίες, πάλι τα ίδια αισθήματα. Αυτό ήταν που πάντα με συγκινούσε στον κινηματογράφο. Την ώρα που συγκινείσαι με κάτι που βλέπεις σε μια ταινία, θέλεις αυτό που είδες να το κάνεις και εσύ. Να ανάψουν τα φώτα μετά το τέλος της ταινίας, να βγεις έξω και να δεις τον κόσμο με διαφορετικό μάτι.
Αυτή τη στιγμή δουλεύετε ένα ντοκιμαντέρ για τον Τάκη Κανελλόπουλο. Μιλήστε μας για αυτή την ταινία.
Αυτό είναι ένα όνειρο που με συντροφεύει από το 2003. Ένα έργο ζωής, που το 20020 μπόρεσα και το ξεκίνησα, και είναι ένα ντοκιμαντέρ το οποίο το βλέπω από μία πολύ ιδιαίτερη σκοπιά, δεν είναι ένα «ορθόδοξο» ντοκιμαντέρ. Είναι ένας αφηγητής-ερευνητής, ο οποίος στέλνει νοερές επιστολές στον Τάκη Κανελλόπουλο, προσπαθώντας να εξιχνιάσει το μυστήριο γύρω από την ύπαρξη του. Είναι ο πιο μοντέρνος και καινοτόμος σκηνοθέτης που βγαίνει το ‘60 στην Ελλάδα με τον «Μακεδονικό Γάμο». Το θέμα είναι πως μετά αυτός ο άνθρωπος από ένα σημείο και μετά άρχισε να βιώνει την έκλειψη του εαυτού του. Η αξία αυτού του ανθρώπου συσκοτίστηκε από την μεσουράνηση του εμπορικού κινηματογράφου, δεν είχε λεφτά να κάνει ταινίες. Η ίδια η Θεσσαλονίκη τον εκθεματοποίησε, και την ίδια στιγμή που τον θεωρούσε μύθο της, την ίδια στιγμή τον είχε παραπεταμένο. Το ντοκιμαντέρ αφορά πως ο ιστορικός χρόνος πέταξε αυτό τον άνθρωπο στην άκρη, γιατί ο δικός του χρόνος είχε γίνει μια μουσειακή προθήκη για την κοινωνική ροή των γεγονότων.
Προς το παρόν το ντοκιμαντέρ αυτό γίνεται με ίδια μέσα, που σημαίνει ότι όλες τις ειδικότητες, οργάνωση παραγωγής, επικοινωνία, έρευνα, τα κάνω όλα μόνος μου! Και επειδή η ταινία απορρίφθηκε και από το Κέντρο Κινηματογράφου και από την ΕΡΤ, και όλα γίνονται με αυτό τον τρόπο, σίγουρα θα χρειαστώ τουλάχιστον μία τετραετία να την ολοκληρώσω.
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.
Τάκης Σπετσιώτης
Ντοκιμαντέρ για τον Τάκη Κανελλόπουλο με τίτλο τον τίτλο του τελευταίου σεναρίου του Κώστα Μανουσάκη; – τι μπέρδεμα είν’ αυτό πάλι; Χθες, μάλιστα, διάβαζα τον ”Αποχαιρετισμό των αποδημητικών πουλιών”, που άδικα έκοψε το 1976 το Κέντρο- το διάβαζα από το ανέκδοτο δακτυλόγραφο που μου έδωσε φίλος μου σκηνοθέτης, στον οποίο το είχε προσφέρει ο αείμνηστος σκηνοθέτης, ο ίδιος ο Κώστας Μανουσάκης. Δεν θα ‘πρεπε να προσέχουμε λίγο τις σαλάτες που φτιάχνουμε;