Γενικός Πρόξενος Κυπριακής Δημοκρατίας στη Θεσσαλονίκη
Ο Γενικός Πρόξενος της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Θεσσαλονίκη κ. Σπύρος Μιλτιάδης, μιλάει στο SPEAKNEWS και τον Ανδρέα Γερμανό, για τη σημαντικότητα της θέσης που υπηρετεί, την παρουσία και την οργάνωση των Κυπρίων που ζουν στην Βόρεια Ελλάδα, την φάση στην οποία βρίσκεται σήμερα το Κυπριακό ζήτημα, και τις προοπτικές λύσης του. Περιγράφει ακόμη τη ζωή ενός διπλωμάτη, και τη ζωή του στη Θεσσαλονίκη στην οποία ζει με την οικογένειά του τα τελευταία χρόνια.
Κύριε Μιλτιάδη, είστε στη θέση του Γενικού Πρόξενου της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Θεσσαλονίκη σχεδόν 4 χρόνια. Πείτε μας τι σημαίνει να είσαι Γενικός Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη; Είναι πιο σημαντική από άλλες θέσεις που κληθήκατε να υπηρετήσετε;
Όλες οι θέσεις στις οποίες θα κληθεί ένας διπλωμάτης να υπηρετήσει στην καριέρα του είναι εξίσου σημαντικές, είτε αυτές είναι στην Κεντρική Υπηρεσία (Υπουργείο Εξωτερικών) είτε σε Διπλωματική Αποστολή στο εξωτερικό. Κάθε αποστολή έχει την δικιά της ιδιαιτερότητα και απαιτήσεις. Για έναν Κύπριο διπλωμάτη έχει ιδιαίτερη σημασία όταν υπηρετεί σε διπλωματική αποστολή που βρίσκεται στον ελλαδικό χώρο, στην Πρεσβεία δηλαδή Αθηνών ή στο Γενικό Προξενείο Θεσσαλονίκης. Η ιδιαιτερότητα έγκειται στο γεγονός ότι οι σχέσεις των δύο χωρών είναι σχέσεις αδελφικές, με κοινή ιστορία πολιτισμό και γλώσσα. Επιπλέον στην Ελλάδα διαβιεί μια πολύ μεγάλη Κυπριακή παροικία ενώ είναι και η χώρα που δέχεται τις περισσότερες επισκέψεις Κυπρίων ανά έτος. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσω ότι προ-κορωνοϊου έχουν καταγραφεί και πέραν των 600 χιλιάδων αφίξεων Κυπριών στην Ελλάδα σε ένα έτος, από μια χώρα υπενθυμίζω που ο πληθυσμό της δεν ξεπερνά το 1 εκατομμύριο.
Όλα αυτά τα στοιχεία διαφοροποιούν και διευρύνουν τους στόχους της Διπλωματικής Αποστολής. Επομένως πέραν των κλασσικών διπλωματικών στόχων, που είναι η ανάπτυξη των διμερών σχέσεων, στην δικιά μας περίπτωση προστίθενται ο συντονισμός με την Ελληνική Κυβέρνηση και Αρχές σε μια σειρά από θέματα και κυρίως το κυπριακό, η διαχείριση των διευρυμένων θεμάτων που άπτονται της κυπριακής παροικίας αλλά και οι σχέσεις με τους τοπικούς θεσμούς και την κοινωνία των πολιτών. Πρέπει να σημειώσω ότι πολλές φορές η δουλειά μας ξεφεύγει από τα στενά διπλωματικά όρια λόγω ακριβώς της θετικής αποδοχής που έχουμε από την Ελληνική πολιτεία και κοινωνία. Παντού βρίσκουμε ανοιχτές πόρτες και ετοιμότητα συνεργασίας που διευκολύνουν και απλοποιούν το έργο μας.
Υπάρχει κάποια επίσημη «απογραφή»; Πόσα σωματεία Κυπρίων υπάρχουν σε όλη την περιοχή; Έχει εικόνα για το πόσοι Κύπριοι ζουν στη Θεσσαλονίκη και την Βόρεια Ελλάδα;
Επίσημη απογραφή δεν έχει γίνει ποτέ αν και στο παρελθόν έχουν καταβληθεί προσπάθειες να δημιουργηθεί ένα σχετικό μητρώο, διότι όπως αντιλαμβάνεστε δεν μπορεί να υπάρξει υποχρεωτική καταγραφή ούτε είναι δυνατόν να εντοπιστούν όλοι οι Κύπριοι που διαμένουν στην Ελλάδα. Έχουμε πάντως και με την πολύτιμη βοήθεια των Κυπριακών σωματείων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, μια πολύ καλή εικόνα ως προς τον αριθμό. Υπολογίζουμε λοιπόν ότι πέραν των 10 χιλιάδων Κυπρίων διαβιούν μόνιμα στην Βόρεια Ελλάδα και αναφερόμαστε σε πρώτης, δεύτερης και πλέον τρίτης γενιάς Κυπριών. Θα πρέπει να σημειώσω ότι ο συνολικός αριθμός Κυπρίων στην Ελλάδα πλησιάζει και ενδεχομένως ξεπερνά τις 100 χιλιάδες. Σε αυτούς τους αριθμούς δεν συνυπολογίζονται οι φοιτητές οι οποίοι με τη σειρά τους ξεπερνούν τις 10 χιλιάδες σε όλη την Ελλάδα. Να αναφέρω χαρακτηριστικά ότι μόνο στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης είναι εγγεγραμμένοι πέραν των 3 χιλιάδων Κυπρίων φοιτητών. Στη Βόρεια Ελλάδα δραστηριοποιούνται 14 σωματεία ή σύλλογοι Κυπρίων 2 εκ των οποίων στη Θεσσαλονίκη.
Έχουν λόγο ύπαρξης τα Κυπριακά σωματεία σε ένα περιβάλλον ελληνικό, ή είναι σωματεία-σφραγίδες;
Τα σωματεία όχι μόνο έχουν ρόλο ύπαρξης αλλά κατά τη γνώμη μου είναι και απαραίτητα. Αυτό που ενδεχομένως θα πρέπει να γίνει είναι η προσαρμογή της λειτουργίας και των στόχων τους ούτως ώστε να συνάδουν με τα δεδομένα της εποχής. Όπως θα γνωρίζετε το μεγαλύτερο κύμα μετανάστευσης Κυπρίων στην Ελλάδα έγινε μετά την Τουρκική εισβολή του 1974, όπου νέοι κυρίως τότε Κύπριοι έψαξαν ένα καλύτερο μέλλον στην Ελλάδα. Εξ’ ου και η ίδρυση της πλειοψηφίας των Κυπριακών σωματείων στην Ελλάδα τοποθετείται χρονικά στο τέλος της δεκαετίας του ‘70 και αρχές της δεκαετίας του ‘80. Κύριος σκοπός τότε των σωματείων ήταν η διατήρηση της επαφής των μελών τους με την πατρίδα, ας θυμηθούμε ότι και η τεχνολογία τότε δεν βοηθούσε ιδιαίτερα, αλλά και η συμβολή στον αγώνα δικαίωσης του Κυπριακού ελληνισμού μέσω της ενημέρωσης, διαφώτισης και τιμής στα θύματα της τραγωδίας. Σήμερα μισό αιώνα μετά τα τραγικά γεγονότα του ‘74 και με δεδομένο ότι βρισκόμαστε όπως προανέφερα στην τρίτη πλέον γενιά Κυπρίων, στους στόχους αυτούς πρέπει να προστεθεί και διατήρηση της επαφή των νεότερων γενιών με τις ρίζες τους σε όλα τα επίπεδα, από τη διάλεκτο, την ιστορία τη γαστρονομία κ.ο.κ. Τα Σωματεία έχουν πολύ σημαντικό ρόλο να διαδραματίσουν προς αυτό το σκοπό και θα πρέπει να υπάρξει η άμεση και έμμεση εμπλοκή της νέας γενιάς Κυπρίων στα δρώμενα των Σωματείων.
Υπάρχουν εμπορικές σχέσεις μεταξύ Βόρειας Ελλάδας και Κύπρου;
Οι εμπορικές σχέσεις της Κύπρου με την Ελλάδα και κατ’ επέκταση και τη Βόρεια Ελλάδα, βρίσκονται σήμερα στο καλύτερο τους σημείο. Η Ελλάδα έχει καταστεί πλέον ο πρώτος εξαγωγικός προορισμός των κυπριακών προϊόντων ξεπερνώντας κυρίους παραδοσιακούς προορισμούς εξαγωγών της Κύπρου όπως το Ηνωμένο βασίλειο και οι Βόρειες Χώρες. Η Ελλάδα κατέχει επίσης την πρώτη θέση στις εισαγωγές της Κύπρου. Επίσης πολλοί κύπριοι επιχειρηματίες δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα σε σημαντικούς τομείς κυρίως των υπηρεσιών όπως π.χ. ασφαλιστικές εταιρείες, δικηγορικά, λογιστικά γραφεία, τριτοβάθμια εκπαίδευση κ.ο.κ.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι λόγω των στενών σχέσεων των δύο χωρών πολλές οικονομικές δραστηριότητες γίνονται απ’ ευθείας από επιχείρηση σε επιχείρηση χωρίς τη διαμεσολάβηση του Προξενείου ή και ως πιο αρμοδίου του Εμπορικού Τμήματος της Πρεσβείας Αθηνών.
Σε αυτά τα τέσσερα χρόνια πως ήταν η ζωή σας στη Θεσσαλονίκη; Είστε ευχαριστημένος από την ποιότητα ζωής της πόλης; Είναι κάτι που δεν σας αρέσει στην πόλη;
Η μέχρι σήμερα διαμονή μας στη Θεσσαλονίκη υπήρξε μια εξαιρετική εμπειρία από όλες τις πλευρές τόσο επαγγελματικά όσο και προσωπικά για μένα αλλά και για την οικογένεια μου, ακόμα και με τις ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού που επηρέασε σαφώς όλες της εκφάνσεις της εδώ παρουσίας μας.
Η Θεσσαλονίκη είναι μια πανέμορφη πόλη με υπέροχους και φιλόξενους ανθρώπους, μια πόλη γεμάτη ιστορία, πολιτισμό αλλά και καταπληκτικό φαγητό. Από την πρώτη στιγμή νοιώσαμε πολύ οικεία, οι άνθρωποι της, είτε αυτοί είναι φορείς της πόλης οι και απλοί άνθρωποι της καθημερινότητας μας, μας αγκάλιασαν και έκαναν την προσαρμογή μας πολύ εύκολη και απλή. Έχουμε κάνει πολλούς φίλους και έχω την αίσθηση ότι η ώρα του αποχαιρετισμού που πλησιάζει θα είναι πολύ δύσκολη. Γενικά η ποιότητα ζωής της πόλης είναι σε αρκετά υψηλό επίπεδο και προσφέρεται για οικογένειες, έχοντας πιο αργούς ρυθμούς από άλλες μεγαλουπόλεις.
Αν έπρεπε να αναφερθώ σε κάτι που δεν μου αρέσει στην πόλη αυτό θα ήταν η οδηγική συμπεριφορά και γενικά η έλλειψη σεβασμού στον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) που επιδεικνύεται από κάποιους οδηγούς.
Θα ζούσατε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη;
Αν η φύση της δουλειάς μου ήταν διαφορετική με μεγάλη ευκολία θα επέλεγα την Θεσσαλονίκη για μόνιμη διαμονή. Έχοντας καταγωγή από μια παραθαλάσσια πόλη της Κύπρου, την Λεμεσό, η οποία ειρήσθω εν παρόδω έχει καταπληκτική ομοιότητα με τη Θεσσαλονίκη και είναι μάλιστα αδελφοποιημένη με το Δήμο Θεσσαλονίκης, θα έλεγα ότι ζώντας στην Θεσσαλονίκη μου δίνει την αίσθηση ότι είμαι στο σπίτι μου.
Το επάγγελμά σας είναι ένα επάγγελμα που αλλάζει κάθε τόσο χώρα διαμονής. Πόσο επηρεάζουν την οικογενειακή σας ζωή οι μετακινήσεις αυτές;
Η κάθε μετακίνηση είναι και μια νέα αρχή έστω και όταν αυτή αφορά στην προσωρινή επιστροφή στην Κύπρο και προϋποθέτει μια απαραίτητη περίοδο προσαρμογή μέσα στην οποία ο διπλωμάτης και η οικογένεια του καλούνται να δημιουργήσουν ένα νέο πλέγμα κοινωνικής ζωής, από απλά καθημερινά πράγματα όπως η εξεύρεση οικογενειακών γιατρών, σχολείων για τα παιδιά κλπ., στα πιο περίπλοκα όπως η δημιουργία νέου κοινωνικού κύκλου ο οποίος βέβαια γνωρίζουμε από την αρχή ότι θα είναι προσωρινός. Θα έλεγα ότι τη μεγαλύτερη δυσκολία την αντιμετωπίζουν δυστυχώς τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας γιατί ενώ για τον διπλωμάτη η ένταξη σε μια καθημερινότητα γίνεται από την πρώτη σχεδόν μέρα με την ρουτίνα της δουλείας, για τα υπόλοιπα μέλη και κυρίως για τις/τους συζύγους απαιτείται πολύ περισσότερος χρόνος. Είναι δεδομένο επίσης ότι οι συχνές αυτές μετακινήσεις αποξενώνουν την οικογένεια από τους φίλους και συγγενείς. Είναι γι’ αυτό που θεωρώ ότι το επάγγελμα του διπλωμάτη είναι αρκετά μοναχικό και ο ρόλος της οικογένειας είναι πολύ σημαντικός.
Βέβαια πέραν των δυσκολιών ο τρόπος ζωής ενός διπλωμάτη έχει και αρκετά θετικά, όπως το δέσιμο της οικογένειας και οι ανεκτίμητες εμπειρίες που συλλέγονται από όλα τα μέλη της οικογένειας στα χρονιά που καλούμαστε να υπηρετήσουμε στο εξωτερικό.
Η εισβολή και η Τουρκική κατοχή της μισής Κύπρου συμπληρώνει 47 χρόνια. Βλέπετε να υπάρχει κάποια προοπτική λύσης στο Κυπριακό;
Δυστυχώς μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων στο Κρανς Μοντανά τον Ιούλιο του 2017 λόγω της επιμονής της Τουρκίας στην διατήρηση των εγγυήσεων και των στρατευμάτων στο νησί, δεν είχαμε ουσιαστικό διάλογο πέραν της άτυπης πενταμερούς συνόδου που συγκάλεσε πρόσφατα ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ στη Γενεύη. Μέσα στο διάστημα που μεσολάβησε η στάση της Τουρκίας έχει σκληρύνει και πέραν των απαράδεκτων προκλητικών ενεργειών στην Ανατολική Μεσόγειο, στο Αιγαίο και στην Αμμόχωστο, πλέον προβάλλει την θέση περί αλλαγής βάσης λύσης του Κυπριακού, λύση δηλαδή δύο κρατών. Υπήρξε βέβαια, όπως αναμενόταν καθολική αρνητική αντίδραση, από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας, σε αυτή την απαράδεκτη θέση της Τουρκίας.
που θα οδηγούν πριν και πάνω από όλα σε μια δίκαιη και βιώσιμη λύση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας και που θα διασφαλίζει ένα λειτουργικό κράτος. Στόχος μας δεν μπορεί να είναι άλλος από την επανένωση της πατρίδας μας και την απαλλαγή από την τουρκική κατοχή.
Στην διπλωματία δεν μπορούμε να αναφερόμαστε σε αισιοδοξία ή απαισιοδοξία για μια υπό εξέλιξη διαπραγμάτευση. Πρέπει να παραμείνουμε σταθεροί στις θέσεις μας, που βεβαίως εδράζονται στο διεθνές δίκαιο και με μόνα μας όπλα την διπλωματία και το διάλογο να βρούμε το κοινό αυτό έδαφος που θα μας επιτρέψει να συνεχίσουμε την προσπάθεια που θα οδηγεί σε λύση.