Γράφει η Καρίνα Ιωαννίδου*
Κυριακή. Περπατάω κάθετα τη Λεωφόρο Νίκης. Στο ύψος του Λευκού Πύργου σταματάω. Περνάω δύο δίδυμους σηματοδότες και φτάνω απέναντι. Στο πάρκο Ντορέ. Καθώς προχωράω ευθεία ακούω πίσω μου ένα φρρρστ… Τρομάζω, γυρίζω να δω. Μόλις με προσπερνάει με βιαστικό φτερούγισμα ένα γκρίζο πουλί. Κάνει ένα σκληρό και δυνατό κoo-ΚOO-κoo διάρκειας περίπου δύο δευτερολέπτων και μετά προσγειώνεται στην κορυφή του μαρμάρινου κεφαλιού μιας αποτυχημένης εικαστικά προτομής. Κάθεται εκεί, «ψειρίζεται» για λίγο και συνεχίζει να φωνάζει με μια εξαιρετικά εκνευριστική φωνή και να επαναλαμβάνει με μονότονο, συριστικό ήχο: «Δεκαοκτώ, δεκαοκτώ, δεκαοκτώωωωω»…
-Ειιιιι εσύ; Ξουτ! Φύγε από εκεί! Δεν έχεις καμιά δουλειά εκεί πάνω. Ξουτ, ξουτ, φύγε…
– Εδώ γράφει «Ουρανός». Κι ως πετούμενο, έχω κάθε λόγο να βρίσκομαι εδώ.
(Απαντάει με ύφος αυθάδικο).
– Παρεξήγησες! Άλλο εννοεί ο ποιητής! «Παρένθεση»: Δεν συμπαθώ καθόλου τις δεκαοχτούρες.
-Με διώχνεις; Ποια είσαι εσύ που θα με διώξεις από δημόσιο πάρκο; Εγώ ζω με τον «μαρμαρωμένο» δεκαοκτώ χρόνια τώρα. Έκλεισα ήδη ένα κύκλο ζωής! Κάθε μέρα περνάει κόσμος από εδώ μπροστά, όμως, κανένας δεν ρίχνει ένα βλέμμα, δεν κάνει τον κόπο να σκύψει να διαβάσει τι αναγράφεται στη βάση της προτομής! Ποιος ήταν; Τί ήταν; Γιατί το βλέμμα του ατενίζει έτσι μελαγχολικό προς το απέναντι κτίριο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών; Γιατί δεν αφορά κανέναν η ιστορία του; Γιατί οι άνθρωποι δείχνουν απαξία προς τους «μαρμαρωμένους»;…
Περνάω, λοιπόν, εγώ και με ένα φρρρστ «ξυπνάω» όσους έχουν ήδη ξεχάσει για να τους πω πως, ίσως, έχει έρθει η ώρα να θυμηθούν… ίσως σήμερα, ίσως αύριο, ίσως σε δεκαοκτώ τέρμινα… να θυμηθούν…
Μετά έκανε ένα φρρρστ και πέταξε ψηλά και μακριά. Πρόλαβα πριν χαθεί να της φωνάξω: «Τον γνώρισα, τον ήξερα, μιλούσαμε, θυμάμαι ακόμα την «Τελευταία Άνοιξη» που τον συνάντησα…
«Χτυπούσε κάρτα» καθημερινά στο καφέ Ντορέ με «ωράριο» συνεχές και αδιάλειπτο. Ένας φθαρμένος, μακρύς, βελούδινος καναπές που πρόδιδε, ωστόσο, ακόμα την αρχοντιά και την παλιά του αίγλη και ένα τραπεζάκι ρετρό ακριβώς μπροστά του «έστηναν» το σκηνικό ενός αυτοσχέδιου γραφείου, ενός «γραφείου παραγωγής» όπου σχεδίαζε με πάθος και δημιουργικό οίστρο την αβέβαιη έναρξη των γυρισμάτων της επόμενης ταινίας. «Προσχέδια επί χάρτου». Για την ακρίβεια προσχέδια σε τσαλακωμένα χαρτιά από παλιά τετράδια σπιράλ, λερωμένες χαρτοπετσέτες, κουτιά από άδεια πακέτα τσιγάρων. Μόνος του, έγραφε, έγραφε κι έπινε, έπινε καφέδες, και κάπνιζε, κάπνιζε ασταμάτητα, και μιλούσε και γέλαγε, μόνος του. Εκεί σχεδίαζε, ονειροπολούσε, φλέρταρε με την αισιοδοξία, με τις ιδέες, με τα όνειρα αλλά αμέσως μετά η διάθεσή του μεταβάλλονταν, η μελαγχολία τον κατέκλυζε και το βλέμμα του απλανές, γυάλινο, χάνονταν ατενίζοντας πίσω στο ένδοξο παρελθόν. Τότε, τα καστανά μάτια του υγραίνονταν και καθώς αργά αργά επανέρχονταν στο παρόν διακριτικά έκανε πως έδιωχνε το ενοχλητικό μυγάκι που στριφογύριζε σε φλυτζάνια, πιάτα κι αποτσίγαρα. Και, τότε, φώναζε: «Ξεφτέρη, ένα πιάτο μαγειρίτσα». Στον ιδιαίτερο αυτό κατάλογο του τότε Ντορέ θα έπρεπε πάνω πάνω στον κατάλογο μενού να αναγράφεται «Βρώμικα» καθώς το μπουλντόγκ του Ξεφτέρη -του ιδιοκτήτη- έκοβε βόλτες πάνω κάτω κι άφηνε ωκεανούς σάλιο από το ανοιχτό του στόμα εδώ, εκεί, παντού και οι γάτες που το ακολουθούσαν, νιαούριζαν, γουργούριζαν κάνοντας σαφές προς όλους πως αυτές ήταν οι κυρές κι εμείς οι επισκέπτες. Εκεί, υποδέχονταν ως άρχοντας στο σαλόνι του σπιτιού του φίλους και ηθοποιούς παλιούς και νέους, κοπέλες νεαρές και όμορφες και τους «άνοιγε» τα χαρτιά και την καρδιά του. Μια καρδιά άρρυθμη πια που έβρισκε, ωστόσο, τον παλμό της όταν υποβοηθιόνταν από νέες καρδιές. Έγραφε ένα «Ρομαντικό σημείωμα» σε κάθε περαστική «Σόνια» που του χάριζε ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο, λίγη ομορφιά -εξιδανικευμένη, υπερτιμημένη αλλά απαραίτητη- για να εμπνευστεί να συνεχίσει. Αν τα μάζευες όλα αυτά τα πρόχειρα σημειώματα, ίσως, έφτιαχνες ένα πραγματικό σενάριο ταινίας. Κάθε συνάντηση μια «Εκδρομή» φανερών και μυστικών διαδρομών που χάνονταν στο παρελθόν ενώ αναζητούσαν ποιητικά μονοπάτια με την ελπίδα να οδηγηθούν κάποτε σε ιστορίες του μέλλοντος.
Μέτριος στο ανάστημα, μαλλιά αραιά στην κορυφή του κεφαλιού στο χρώμα του μπαγιάτικου κάστανου πια, με χαρακτηριστικά συμμετρικά αλλά ασύμμετρα κάτω άκρα, με παπούτσι κόθορνο στο ένα πόδι για να τον διευκολύνει και να «ξεγελάει» στο περπάτημα. Εκείνο που δέσποζε επάνω του ήταν τα μάτια του. Δυο μάτια «αναμμένα» κάρβουνα. Γελούσε βροντόφωνα σαν παιδί, ξαφνικά, απότομα, τρανταχτά αλλά στη στιγμή το γέλιο «έσβηνε» και μεμιάς η «ουρά» αυτού του γέλιου γινόταν καγχασμός, βαθύς, βουβός, σαρκαστικός. Ένας κλαυσίγελος με χείλη σφιγμένα για να κρύβει την θέα του μισο-άδειου από δόντια στόματος. Ο καρπός μιας απογοήτευσης που δεν ωρίμασε μα σάπισε σε αυτολύπηση.
Η στενότητα ενός τόπου που τον έδιωξε προς ξένους ορίζοντες που κράτησαν τις υποσχέσεις τους και η επιστροφή σε αδράνειες, μαλθακότητες, αδυναμίες, ιδέες αποσπασματικές που συνέθεσαν μια φωνή που δεν ακούστηκε, μια υπόσχεση που δεν κρατήθηκε από τους άλλους ή και από τον ίδιο τον εαυτό του. Εικόνες μιας άλλης εποχής, μακρινές, ονειρικές, θολές. Πρόσωπα οικεία αλλά και άγνωστα, άνθρωποι που μιλήσαμε μαζί τους χωρίς να ξέρουμε την ιστορία πίσω τους.
Πού είμαι εγώ μέσα σε αυτό το «κάδρο»; Στο διπλανό, στο παραδιπλανό, στο πίσω, στο μπροστινό τραπεζάκι να παρατηρώ, να ακούω, να ξαφνιάζομαι, να απορώ, να μαθαίνω. Συχνά με το Καλημέρα /Καλησπέρα καθόμουνα προσκεκλημένη στο δικό του τραπέζι-γραφείο μέχρι να έρθει η παρέα του ή η δική μου. Αυτές οι χρονικές στιγμές ήταν σαν θεατρικά «ιντερμέδια» που παρεμβάλλονταν μεταξύ των εσωτερικών του διακυμάνσεων και των συναντήσεών του με τους ομότεχνους και τους φίλους του. Τι κουβεντιάζαμε; Προσπαθώ να θυμηθώ κάποια συγκεκριμένη στιχομυθία αλλά μου είναι αδύνατον, εξάλλου τι σημασία έχει; Κουβεντιάζαμε την καθημερινότητα, σίγουρα, συζητούσαμε, γελούσαμε και περιμέναμε το επόμενο φεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου. Εκείνος, με πικρία, εγώ με προσμονή.
Κι όταν έπεφταν οι τίτλοι έναρξης του Φεστιβάλ και φωτίζονταν η πρόσοψη της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών εγώ, ήμουνα μέσα στην αίθουσα με την παρέα μου ενώ εκείνος έξω στο τραπεζάκι του, μόνος, χαμένος σε «σενάρια» …
Σε αυτές τις σποραδικές και μη προγραμματισμένες συναντήσεις κάποιος έβαζε την τέχνη του με παιδικότητα κάποιος άλλος την παιδικότητά του με τέχνη. Εναλλάξ ή και οι δύο μαζί. Νομίζω, του άρεσε η νεανική απλότητα, η ανάλαφρη θεώρηση των πραγμάτων, ο σεβασμός προς το πρόσωπό του αλλά όχι η θεοποίηση του σκηνοθέτη. Κρατάω με στοργή μέσα στην ψυχή μου όσα μπόρεσα να κατανοήσω, ν’ απορροφήσω, να αποθησαυρίσω.
Την Άνοιξη ακολούθησε ένας μακρύς Χειμώνας, μια θάλασσα Θερμαϊκός που αντάριασε ο Βαρδάρης και ένα πάρκο πράσινο που κιτρίνισε και σάπισε περιμένοντας τη νέα άνοιξη για να αναγεννηθεί. Μια Άνοιξη που δεν ήρθε. Όλα έχουν ημερομηνία λήξης, αλλά, όπως είχε πει ο ίδιος «Δεν υπάρχει ημερομηνία λήξης για την ψυχή»…
Hashtag Τάκης Κανελλόπουλος, σκηνοθέτης.
*Η Καρίνα Ιωαννίδου είναι θεατρική συγγραφέας, εργάζεται στο τμήμα Δημοσίων Σχέσεων του ΚΘΒΕ και είναι ιδρυτικό μέλος του «Θέατρο Φλέμινγκ».
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.