του Στέλιου Παπαντωνίου
Στην αρχή ήταν το 1954 το καράβι που έφερνε όπλα από την Ελλάδα, Άγιος Γεώργιος, συνελήφθη στην Χλώρακα, ένα εκκλησάκι θυμίζει τη μεγάλη στιγμή του αγώνα, την προδοσία από τότε, τις συλλήψεις και δίκες επί αγγλοκρατίας. Κι ύστερα ήταν τα αγγούρια της Χλώρακας, όταν πήγαμε διήμερο στην έκτη τάξη του Παγκυπρίου, περάσαμε κι από Χλώρακα, ήταν ήδη ξακουστά τα μεγάλα αγγούρια του χωριού, κατεβήκαμε σ’ ένα περβόλι , όλο περβόλια θυμάμαι τότε, κι αγοράσαμε, να ΄χουμε να λέμε στο λεωφορείο για τις αγορές μας, να ναι καλά εκεί που είναι ο Μίτλεττον.
Ακουστά έκτοτε την είχα, δεν πήγαινα προς τα εκεί, πού ακριβώς δεν ξέρω, κι ύστερα άρχισαν να ακούγονται οι μετανάστες, άτυποι, παράτυποι, παράνομοι, ξένοι άνθρωποι, που βρίσκονται στον τόπο μας με χίλιους τρόπους, τι κρύβει ο καθένας μόνο εκείνος ξέρει, γιατί φαίνεται η αστυνομία ή η κοινωνία λίγα ξέρει, βλέπει μόνο κάτι πρόσωπα, μαυριδερά ή άλλα, ακούει ξένες γλώσσες, υπολογίζει και ξένες θρησκείες, δικοί μας δεν είναι, τι ζητούν σ’ έναν τόπο μακελλεμένο, ούτε εκείνοι ξέρουν, εκτός αν είναι σταλμένοι επίτηδες, οπότε και ξέρουν γιατί βρίσκονται εδώ.
Η μεταναστευτική πολιτική, το μεταναστευτικό, το μεγάλο μας πρόβλημα, με την εισβολή και κατοχή, με τους εποίκους, με το παράνομο παρακράτος που εγκατέστησε η Τουρκία.
Μια μέρα, αργά γρήγορα θα γινόταν η έκρηξη, και γίνεται και σπεύδουν οι ιθύνοντες, τα κόμματα λαλίστατα, τα συνήθη, ο καθένας το πειν και το ξυν του, οι δημοσιογράφοι σελίδες ολόκληρες, ευτυχώς αναμίχθηκαν και δικοί μας στις συγκρούσεις, ευκαιρία, να φανερώσει ο καθένας το προσωπείο του, κι εγώ να απορώ πώς τόσοι και τόσοι πέρασαν παράνομα από τα αφρούρητα φυλάκια της γειτονιάς μου, τα δικά μας παιδιά κάθονταν και τους παρακολουθούσαν να τρέχουν κατά Ερμού μεριά, κι ούτε ταράχτηκαν ούτε τους ένοιασε, έτσι κι εμάς μάλλον, αφού δεν είμαστε στη Χλώρακα, ακουστά τα έχουμε, τα βλέπουμε στην τηλεόραση, τα διαβάζουμε στις εφημερίδες και στη δικτύωση, μα δεν είναι δίπλα μας, μάλλον κάπου σε άλλη χώρα γίνονται, αυτή είναι η κατάντια. Που θεριεύει από το 1974.
Το λαμπρόν όπου ππέφτει κρούζει. Οι άλλοι θωρούμε αμέτοχοι. Ενώ στα σχολεία χρόνια τώρα πιπιλούν το ίδιο παραμύθι, ο ρατσισμός και ο ρατσισμός, ενώ στο μεταξύ πληθαίνουν οι διώκτες μας. Άξιος που θα μείνει στον τόπο του να πεθάνει πριν τον διώξουν τόσοι διώκτες μας.
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.