Φυλλαράκι δεν έμεινε άκαυτο…

της Καρίνας Ιωαννίδου


-Τι κάνεις εκεί; Τί έριξες;

-Έριξα τα κουκούτσια μου πίσω, εκεί που ανήκουν…

-Να σου ρίξω κι εγώ, τώρα, ένα πρόστιμο για ρύπανση δημόσιου χώρου;

«Καλά, ε, κουκούτσι μυαλό…» ακούστηκε να μουρμουρίζει, ο υπάλληλος της δημοτικής αστυνομίας, καθώς απομακρυνόταν.

Όλο τον παραπάνω διάλογο σας τον μεταφέρω αυτούσιο γιατί αυτός ο «παλαβός» τυχαίνει να είναι ο «πατέρας» μου. Αυτός μας «πέταξε» ξανά στο χώμα… για να μας φροντίσει η «μητέρα» φύση. Εμένα, και τις δύο αδελφές μου… Ο «πατέρας» έσπειρε ένα μικρό σπόρο ελπίδας κι εκείνος ενάντια σε όλες τις πιθανότητες βλάστησε… Έτσι, αργά αργά από μικροί πυρήνες αρχίσαμε να μεγαλώνουμε, ν΄ ανθίζουμε, να καρπίζουμε… Όσο δυνάμωναν οι ρίζες μας κι «αγκίστρωναν» στο χώμα, τόσο «πετούσαμε» νέα κλαδιά, κλαδιά τόσο μεγάλα, τόσο πλατιά, τόσο πυκνά που πια μπορούσαμε να ακουμπάμε η μία την άλλη. Σε κάθε χάιδεμα του ανέμου σμίγαμε, «αγκαλιαζόμασταν» και από τη πιο βαθιά ρίζα ως το πιο ψηλό φύλλο, μας κατέκλυζαν συναισθήματα αδελφικής αγάπης, ευτυχίας, ευγνωμοσύνης. Είμασταν τρεις, μοναδικές στο είδος μας, μέσα στο μικρό δασάκι. Είμασταν τρεις σαν μία. Ξεχωριστές, ολάνθιστες, «αδιαπέραστες» ακόμα κι από τις ακτίνες του ήλιου, τρεις αδελφές που «γεννηθήκαμε» για να ομορφαίνουμε τον τσιμεντένιο τούτο κόσμο. Κι όλα αυτά χάρις στην πράξη ενός «τρελού» που μας πέταξε στο χώμα. Εμάς, τα απομεινάρια ενός καρπού που προοριζόμασταν για τα σκουπίδια… Εμάς, τρία… φτυμένα κουκούτσια ελιάς.

Όταν βλέπω τον «πατέρα» να έρχεται από μακριά σιέμαι και λυγιέμαι από χαρά και μαζί με τις αδελφές μου όλες μαζί του φωνάζουμε δυνατά: «Πατέρα κοίτα! Δες πόσο ψηλώσαμε!». Εκείνος, σκυφτός πια από τα χρόνια, δεν μας ακούει γιατί δε γνωρίζει τη δική μας σιωπηλή γλώσσα αλλά από το αιφνίδιο θρόισμα των φύλλων μας πάντα ξαφνιάζεται, ανασηκώνει το βλέμμα και… Και, ναι, μπορεί να μην μας ακούει, να μη γνωρίζει ποιες είμαστε αλλά πιστεύω ακράδαντα πως κάτι νιώθει μέσα του, κάτι ανεξήγητα όμορφο επειδή μετά χαμογελάει, στρώνει στο χώμα ένα ψάθινο μαξιλάρι, γέρνει με την πλάτη στον κορμό – μια στης μιας, μιας στης άλλης-, ανοίγει το βιβλίο του και διαβάζει αργά, σιγανά, μαγικά… Εμείς, τότε, προσπαθούμε να αφουγκραστούμε τις αόρατες λέξεις…

Σσσσσ, ν’ ακούσουμε τη δόνηση των συλλαβών!

-Ααααα πώς αντηχούν τα φωνήεντα! Και πόσο ξεχωριστό ήχο βγάζουν τα σύμφωνα!

-Σσσσσ, ν΄ ακούσω…

-«Βλέπω όλα αυτά τα δέντρα, τα σφεντάμια, τα έλατα και τις σημύδες και είναι σα να τα βλέπω πρώτη φορά. Κι αυτά σα να σκύβουν να με κοιτάξουν με περιέργεια και να περιμένουν κάτι από μένα.  Τι υπέροχα δέντρα, και ακριβώς  έτσι υπέροχη θα έπρεπε να είναι η ζωή κοντά τους»… επαλαμβάνει ξανά και ξανά τούτες τις φράσεις και μετά κτυπάει ρυθμικά το χέρι του πάνω στο λυγισμένο του γόνατο και λέει: «Ρυθμός, τόνος, ένταση, παύση… και…». Δεν καταλαβαίνω, αλλά οι λέξεις, οι ήχοι που φτάνουν στ’ αυτιά μου ασκούν σε μένα ιδιαίτερη γοητεία. «Ίσως, όταν μεγαλώσω αρκετά θα καταλάβω…» λέω στον εαυτό μου…

Μια τέτοια μέρα «ανοικτής ακρόασης» ένας άντρας πέρασε από μπροστά μου κι έριξε την αναμμένη κάφτρα του τσιγάρου του στις ρίζες μου φωνάζοντας: «Επανάσταση, επανάσταση! Μ΄ έκαψες, μ΄ έκαψες, που να καείς, κοινωνία!»… Ωχού «πήρα» να καπνίζω! «Καίγομαι, καίγομαι!», ούρλιαξα κι άρχισε να τρέμει το φυλλο-κάρδι μου. Ευτυχώς, όμως, μόλις άρχισε να καπνίζει η μικρή φωτιά, ο «πατέρας» κινήθηκε γρήγορα προς το μέρος της και πριν αυτή αρχίσει να φουντώνει, την έσβησε. Μετά έξαλλος απευθύνθηκε στον άντρα:

-Εεεε τί κάνεις; Τα δέντρα έχουν ζωή!

-Τι θέλεις γέρο; Δικά σου είναι;

-Τα δέντρα σε φροντίζουν!

Κανείς δε με φροντίζει εμένα!

– Ο πραγματικός «φροντιστής» είναι αυτός που δεν τον αντιλαμβάνεσαι ακόμη κι όταν τον βλέπεις ή τον ακούς… Να αναπνέεις, να τρέφεσαι, να ξεδιψάς… είναι λίγα από τα δώρα του που εμείς οι άνθρωποι του τα επιστρέφουμε με καταστροφή…

– «Τζίζας»! Μου κάνεις μάθημα, δάσκαλε; Κι εγώ σου λέω: Όλα μηδέν! Μηδέν από μηδέν έχει ως συνέπεια τον «Μηδέν».

– Σε θυμάμαι, «Μηδέν»!

-Κι εγώ σε θυμάμαι «Τσέχωφ» με τα θέατρα και τα κουκλοθέατρά σου… Πάντα εσύ τα βλέπεις όλα «πράσινα», βλέπεις ελπίδα, ενώ εγώ τα βλέπω όλα μαύρα, σκατένια… Προφάνουσλυ έχουμε διαφορετικές αλλοιώσεις της όρασης… Πουθενά δεν συγκλίνουμε μόνον ίσως στο ότι εσύ είσαι σκατίγερος κι εγώ σκατίμοιρος… Άντε στα «πράσινα» σου «Τσέχωφ»…

«Τσέχωφ»; Αυτό είναι το όνομά του! Τώρα ξέρω, κι όταν τα άλλα δέντρα με ρωτούν: «Ε, ποιανού είσαι εσύ;»… «Του «Τσέχωφ»…» θα τους απαντάω!

Αχ, μακάρια χρόνια. Αλλά, πόσο κρατάει η ευτυχία; Ο «πατέρας» δεν ξαναφάνηκε. Ίσως έτσι να είναι καλύτερα γιατί αν μας έβλεπε σήμερα θα ράγιζε η καρδιά του! Σήμερα μόνον οι σακατεμένοι μας κορμοί μαρτυράνε πως υπήρξαμε. Μια νύχτα καήκαμε από τις ρίζες μας. Δεν έμεινε φυλλαράκι άκαυτο! Άκλαυτες «πήγαμε»… Αλλού οι κορμοί, αλλού τα κλαδιά μας. Οι τέφρες μας «ταξιδεύουνε» πια στον αγύριστο ακολουθώντας τη βαρύτητα. Τώρα ούτε για «καυσόξυλα» κάνουμε. Αφού, είμαστε ήδη «καμένες»…

Κανείς δεν συγχρωτίζεται πια στο μικρό δάσος. Όλοι οι κάτοικοί του το εγκατέλειψαν… όπου φύγει, φύγει. Ό,τι κινείται, περπατάει, πετάει, έφυγε… Μόνον εμείς, έχουμε εδώ ρίζες… Στεκόμαστε εδώ μέλαινες, κάτισχνες, γδυτές. Λένε πως τα δέντρα δεν αισθανόμαστε γιατί κανείς δεν μας ακούει. Κανείς δεν ακούει τις βουβές κραυγές μας… Γιατί εμείς κατοικούμε έξω από τον ανθρώπινο κόσμο… Στεκόμαστε εδώ άσειστες χωρίς ελπίδα να ζήσουμε αιώνες, όπως είχε προσχεδιάσει για εμάς ο δημιουργός μας κι όπως ζηλόφθονα σχολίαζαν για εμάς τα άλλα δέντρα. Δεν θα γίνουμε ποτέ σεβάσμιες… Κάθε φύσημα του ανέμου ξεφλουδίζει την καπνισμένη «σάρκα» μας και την σκορπάει στάχτη πέρα μακριά… «Σιγά σιγά «την κάνουμε» από εδώ», «Άντε γειά», «Αντίο»… Αποχαιρετάμε έρωτες, φίλους, κοινότητα, τον κόσμο ολόκληρο… Πότε θα τους ξαναδούμε; Όταν… ξανα-πρασινίσουμε; Όμως, το πράσινο των φύλλων μας είναι πλέον μόνον ανάμνηση… όπως ανάμνηση είναι κι οι χαραγμένες στους κορμούς μας μνήμες των ανθρώπων. Λες και χάθηκαν κι αυτές μεμιάς: εφηβείες, αγάπες, σκέψεις, ρίμες, ποιήματα… Ακύρωση, λήθη, παρακμή… Κάθε δημιουργία υποκύπτει στη νομοτέλεια της ευθραυστότητας της ύπαρξής της.

Ξημέρωσε! Από μπροστά μας περνάνε χαρούμενοι οι μαθητές για την πρώτη τους μέρα στο σχολείο μετά τις καλοκαιρινές διακοπές. Το σχολείο είναι λίγο πιο κάτω…

-Μπλιάχ! Τι άσχημα που μυρίζει!

-Μυρίζουν τα καμένα!

-Θα φυτρώσουν ξανά;

-Και να μην φυτρώσουν από μόνα τους θα κάνουμε αναδάσωση… No problem

Σκοτείνιασε! Μια ηρεμία απόκοσμη μας κυκλώνει. Τρίζουν οι ρίζες μας από το φόβο. Κάτι σκιώδες κινείται ανάμεσά μας και ψιθυρίζει κάτι σαν θρήνο: «Τα δέντρα δεν έχουν ζωή! Μητέρα φύση, στείλε τον όμβρο σου να αναβλαστήσουν τα κα-η-μένα μου». Είναι το πνεύμα του «πατέρα» μας που τριγυρίζει ανάμεσά μας; Θρηνεί για εμάς και εκλιπαρεί; Τα ακούω αυτά; Γιατί κάποιος άλλος θα έλεγε πως μέσα στο δάσος το μυαλό του λογικού σαλεύει, βλέπει οράματα κι ακούει φωνές…

Σεπτέμβρης! Κι οι πρώτες στάλες πέφτουν στο άβρεχτο από καιρό χώμα. Νιώθω παράξενα σαν να οι αισθήσεις μου αρχίζουν να ζωντανεύουν, οι ρίζες μου να παλεύουν να ανασυνταχτούν, να «επαναστατούν» για να αλλάξουν τα δεδομένα… «Μμμμ μυρίζω και πάλι το χώμα». «Πατέρα» νιώθω την παρουσία σου… Επέστρεψες; Και μόνον η σκέψη σου γεμίζει φως τη σιωπή μου … Όρθια εδώ, περιμένω και ακόμα ελπίζω…


Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ