ΕΝΑΣ ΓΕΡΟ-ΝΑΥΤΗΣ

του Δημήτρη Προβάδου


Ξύπνησε νωρίς το πρωΐ, ετοιμάστηκε, φόρεσε το ναυτικό κασκέτο του και ξεκίνησε για το καφενείο στο λιμάνι (χρόνια τώρα ήταν το στέκι του). Ο κόσμος λιγοστός εκείνη την ώρα του πρωϊνού. Μερικοί ψαράδες που τους έκλεισε η κακοκαιρία στο λιμάνι και κάποιοι ξέμπαρκοι ναύτες που περίμεναν να ανοίξουν τα ναυτιλιακά γραφεία για να κοιτάξουν μήπως και βρουν κανένα μπάρκο, να μπαρκάρουν.

Μια παγωμένη ριπή βροχής και αέρα τον έκαναν να σηκώσει το γιακά του ναυτικού επενδύτη (1) του λίγο πριν φτάσει στην πόρτα του καφενείου και μπει.

Παλιόκαιρος είπε, και τράβηξε για το συνηθισμένο τραπέζι του στη γωνιά λίγο μετά το παλιό τεζάκι (2) με τα φλιτζάνια τα πιατάκια και τα ποτήρια. Πίσω από αυτό ο κυρ Γιάννης ο καφετζής, με τις παλαιικές κρεμαστές μουστάκες του, έκανε τα μαγικά του με τα μπακιρένια μπρίκια του, παρασκευάζοντας στην καυτή άμμο τα τσάγια και τους περίφημους σε όλη τη γειτονιά και τη ντόπια ναυτοσύνη, τους καϊμακλίδικους καφέδες του.

Καλημέρα καπετάνιε, παλιόκαιρος, το συνηθισμένο;

Ναι, συμφώνησε εκείνος και κάθισε στρίβοντας το συνηθισμένο τσιγάρο του, περιμένοντας τον σκέτο καφέ του, με τις δυο γουλιές ρούμι.

Ο καφές έφτασε, μα το τσιγάρο έμεινε σβηστό. Είχε κόψει το κάπνισμα προ πολλού (από τότε που ο γιατρός του το έκοψε μια για πάντα, απειλώντας τον με τη ζωή του), το έστριβε έτσι από γούστο, από αλκοολίκι, όπως δικαιολογούταν σε όποιον τον ρωτούσε.

Ήταν και από αλκοολίκι που κάθε μέρα τα βήματα του τον έφερναν στο λιμάνι, σε αυτό το ξεχασμένο από άλλη εποχή καφενείο, δίπλα στη αιώνια αγαπημένη του τη θάλασσα.

Απόμαχος πια, του άρεσε να γυρνά στους ντόκους και τα κρηπιδώματα του λιμανιού, να χαζεύει τα πλοία που έφευγαν ή  έδεναν, να μυρίζει την μυρωδιά της θάλασσας και να ακούει τα όρντινα (3) των πλοιάρχων ή να ακούει τον θόρυβο της καδένας που φουντάριζαν την άγκυρα στη ράδα (4) περιμένοντας τη σειρά τους για το ξεφόρτωμα ή το φόρτωμα.

Μονάχος στη ζωή, ούτε παντρεύτηκε, ούτε συγγενείς εν ζωή είχε πια, η μοναδική χαρά και διασκέδαση του ήταν η θέα και οι ήχοι της θάλασσας, του λιμανιού και των ανθρώπων της, ο καφές του Γιάννη του καφετζή και το να διηγείται τις ιστορίες του σε όποιον θαμώνα του καφενείου είχε την περιέργεια, ή την καλοσύνη να τον ακούσει.

Είχε καταγωγή από κάποιο αιγαιοπελαγίτικο νησί και όπως οι περισσότεροι από τους νησιώτες, τον τράβηξε κι αυτόν η θάλασσα. Αποχαιρέτισε την μάνα, τον πατέρα του και μια μικρή αγαπητικιά και έφυγε για τον Πειραιά, να βρει καράβι να μπαρκάρει, να κάνει κομπόδεμα, να γυρίσει πίσω, να παντρευτεί την αγαπημένη του και να γηροκομήσει τους γέρους του.

Όμως «άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει».  Το θάνατο της μάνας του τον έμαθε κάπου στη Βραζιλία και του πατέρα του, δυο χρόνια αργότερα, σε κάποιο λιμάνι της Κίνας. Τους έκλαψε και περίμενε την επιστροφή στο νησί του, να ανάψει ένα κερί στον τάφο τους και να σμίξει με την αγαπημένη του και να στήσουν το σπιτικό τους.

Από κάποιον πατριώτη του σε κάποιο μπαρ στο Κάδιξ (5), έμαθε ότι εκείνη παντρεύτηκε κάποιον εμπορευόμενο στο νησί και περιμένει το δεύτερο παιδί της. Ήπιε τρία ποτήρια ρούμι και ζάλισε με το οινόπνευμα τον πόνο που ένοιωσε από την είδηση μαχαιριά. Ξέχασε τα σχέδια της επιστροφής και αφοσιώθηκε στη θάλασσα.

Από μπάρκο σε μπάρκο, τα χρόνια πέρασαν και έφτασε η ώρα που έπρεπε να παρατήσει τα πλοία και να σκεφτεί την μόνιμη εγκατάσταση του στη στεριά ως απόμαχος, συνταξιούχος του ΝΑΤ.

Δε θέλησε να επιστρέψει στο νησί, πούλησε το σπιτάκι των γονιών του, και εγκαταστάθηκε στη Δραπετσώνα σε ένα μικρό διαμέρισμα, να είναι κοντά στην αγαπημένη του, η μόνη που του έμεινε πιστή όπως έλεγε, τη θάλασσα. Έδινε κάτι σε μια γειτόνισσα να τον συγυρίζει και να του φέρνει ένα πιάτο φαΐ και αυτό ήταν όλο. Όσο κρατούσαν τα κότσια του ακόμα, έβγαινε με τη νέα παρέα του, δυο απόμαχοι του ΝΑΤ κι αυτοί, σε κανένα ταβερνάκι. Τώρα που γέρασε και παραξένεψε, τον παράτησαν κι αυτοί μοναχό του.

Δεν υποφέρεσαι πια βρε αδερφέ, όλο κόντρα πας σε ό,τι κι αν σου λένε, εσύ το αντίθετο.

Δεν πάνε να χαθούν και αυτοί, μόνος μου, μόνος μου, έλεγε και κλεινόταν όλο και πιο πολύ στον εαυτό του. Έτσι απόμεινε μόνος και έρημος. Μόνο οι βόλτες στο λιμάνι και ο καφές με το ρούμι σε εκείνο το παλιό καφενείο και οι ιστορίες στον περίεργο ή συμπονετικό θαμώνα που έχει διάθεση να τις ακούσει, του απέμειναν.

Ζει και περιμένει, περιμένει την ώρα που ο καπετάνιος του Αχέροντα θα τον καλέσει στο τελευταίο του μπάρκο για την Αχερουσία.

ΤΕΛΟΣ

Σημειώσεις

1 Επενδύτης: Κοντό ναυτικό παλτό με μεγάλους γιακάδες.

2 Τεζάκι: Ο πάγκος του μαγαζάτορα σε παντοπωλείο ή καφενείο, ο μπουφές

3 Όρντινα: Διαταγές

4 Ράδα: Το αγκυροβόλιο ανοικτά του λιμανιού.

5 Κάδιξ: Πόλη της Ανδαλουσίας στην Ισπανία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας.


Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ