Της Δρ. Άννας Κωνσταντινίδου
Μία πολύ ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία θα λάβει χώρα τη Δευτέρα στη Θεσσαλονίκη, όπως ενημέρωσε η ΕΡΤ3 στο ιστολόγιό της, καθώς πρόκειται να ανακοινωθεί σε εκδήλωση η πρώτη σοβαρή κοινοπραξία Ελληνικών Πανεπιστημίων με την Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία και πιο συγκεκριμένα με τον σωματειακό οργανισμό της που εμπεριέχει την πολυπληθέστερη συμμετοχή σε αυτόν ελληνικών εταιρειών που ασχολούνται με την κατασκευή αμυντικού εξοπλισμού, τον ΣΕΚΠΥ. Με αφορμή το σημαντικό αυτό γεγονός τόσο για την πόλη της Θεσσαλονίκης, τη Μακεδονία, τη Θράκη και την Ήπειρο όσο και για την Ελληνική Οικονομία και Επιστήμη, είναι καλό να καταγράψουμε κάποια στοιχεία του εγχειρήματος, το οποίο θα ανακοινωθεί επίσημα τη Δευτέρα, που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστά ειδικά σε όσους δεν έχουν κύριο αντικείμενο επαγγελματικής ενασχόλησης τον στρατιωτικό και εν γένει αμυντικό τομέα.
1. Το ταμπού που έγινε απόστημα (μέχρι τουλάχιστον πρόσφατα) ότι οτιδήποτε αφορά τη διάσταση της Άμυνας δεν χωρά στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο, βλέπουμε ότι με την πρωτοβουλία αυτή των δημοσίων φορέων που είναι τα Πανεπιστήμια και δη αυτά της Βόρειας Ελλάδας (ήτοι ΑΠΘ, ΠΑΜΑΚ, ΠΔΜ, ΔΠΘ, ΔιΠΑΕ, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων ), του Ινστιτούτου ΕΚΕΤΑ και του ιδιωτικού φορέα (ΣΕΚΠΥ) παύει να υφίσταται.Τα Ελληνικά Πανεπιστήμια, όπως τα αντίστοιχα Ανώτατα Ιδρύματα του εξωτερικού, που επιδιώκουν τόσο την αναβάθμιση της έρευνας όσο και του αποτυπώματος που φέρουν στην εθνική οικονομία συνεργάζονται πλέον με την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, την πλέον σε όλα τα κράτη της Δύσης επικερδής βιομηχανία, προκειμένου από κοινού να συμβάλλουν στην ανάπτυξη και οικονομίας της Ελλάδας, καθώς το “προϊόν/προϊόντα” που θα παράγουν μέσω της έρευνας, θα δώσουν προστιθέμενη αξία στην Ελλάδα ως μία χώρα που παράγει και εξάγει αμυντικό υλικό.
2. Να πούμε κάτι, που το γνωρίζουν όσοι εργαζόμαστε στο ελληνικό Πανεπιστήμιο, το αντιλαμβάνονται όσοι προέρχονται από τον στρατιωτικό τομέα, και το αντιμετώπισαν όσοι έχουν σχέση με αυτό που ονομάζουμε αμυντική βιομηχανία. Οι προσπάθειες που έγιναν κατά καιρούς, ώστε να υπάρξει συνεργασία Ελληνικού Πανεπιστημίου και αμυντικών εταιρειών έπεφτε στο κενό και δυστυχώς δεν λειτούργησε στο μέγιστο βαθμό, αφενός γιατί κατά κύριο λόγο ήταν η πρωτοβουλία μεμονωμένων προσπαθειών αφετέρου τα ταμπού που αναφέραμε, ανακόπτανε την οποιαδήποτε προσπάθεια. Τη δεδομένη στιγμή, υφίσταται μία καλά οργανωμένη προσπάθεια και πρωτοβουλία, η οποία εδράζεται σε ένα νομικό πρόσωπο, αφού είναι εταιρικό σχήμα, οπότε εκ των πραγμάτων υφίστανται τα νομικά εχέγγυα για τη λειτουργία του και την απόδοσή του.
3. Είναι μια ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ πρωτοβουλία… Μία πολύ σοβαρή συνθήκη, καθώς βλέπουμε τα Πανεπιστήμια ως μία πυγμή (και όχι μεμονωμένοι Καθηγητές) αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία να συνεργαστούν μεταξύ τους και μάλιστα σε κοινοπρακτικο πλαίσιο, προκειμένου να συμβάλλουν όχι μόνο σε μία προστιθέμενη αξία στο κομμάτι της έρευνας που γίνεται στο καθαρά εκπαιδευτικό κομμάτι, αλλά στην ίδια την Πατρίδα.
4. Βιομηχανικά διδακτορικά…. Όταν τα Πανεπιστήμια των δυτικών χωρών εδώ και δεκαετίες έχουν βάλει τη διάσταση αυτή στο κομμάτι της έρευνας προσφέροντας κυρίως στην Οικονομία του Κράτους, καθώς ο ερευνητής δεν είναι απλά μέλος του Πανεπιστημίου που εκπονεί τη διδακτορική διατριβή του, αλλά παράλληλα ενεργό μέλος της οικονομίας, καθώς εργάζεται παράλληλα και στην εταιρεία που χρηματοδοτεί τις σπουδές του, μπορούμε να αντιληφθούμε κάτι πολύ σημαντικό…. Ότι η Ελλάδα πλέον τα “μυαλά” της θα τα κρατά και θα επενδύει σε αυτά, προσφέροντάς τους εργασία στον τομέα τον επιστημονικό με τον οποίο καταγίνονται.
5. Τα 4 τελευταία χρόνια η Ελλάδα, δηλαδή η Κυβέρνηση και ο συγκεκριμένος Α/ΓΕΕΘΑ, Στρατηγός Κωνσταντίνος Φλώρος επένδυσαν πολλά στο κομμάτι της Άμυνας και της Ασφάλειας της χώρας, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό. Από αγορά οπλικών συστημάτων τελευταίας τεχνολογίας μέχρι την αξιοποίηση του στρατιωτικού προσωπικού σε επιστημονικούς κλάδους, τους οποίους είχε σπουδάσει, προκειμένου ο τομέας της αμυντικής, εκπαιδευτική διαδικασίας να είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικός στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε, ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ, Στρατηγός Φλώρος παρακολούθησε επίδειξη σύγχρονων τεχνολογιών του Διακλαδικού Κέντρου Έρευνας/Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας (ΚΕΤΑΚ) που υπάγεται στο ΓΕΕΘΑ. Οπότε, ως φαίνεται, οι ίδιοι οι φορείς που εδράζονται στο “καθαρά” σκέλος της Άμυνας δεν καταγίνονται πλέον μόνο με το επιχειρησιακό κομμάτι, όπως γινόταν τόσα χρόνια, αλλά δίνουν έμφαση και στο κομμάτι της έρευνας, παρέχοντας το έρεισμα ως εκ τούτου στην Κυβέρνηση να δει την Άμυνα πολυπρισματικά και φυσικά να επενδύσει με σοβαρότητα στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία της, που μέχρι πρόσφατα ήταν ο παρίας του ελληνικού Κράτους.
6. βασική παράμετρος της διασύνδεσης Ελληνικών Πανεπιστημίων με εγχώρια αμυντική βιομηχανία ήταν για το σπουδαίο αυτό εγχείρημα: “Η προαγωγή της συνεργασίας του εγχώριου επιστημονικού και τεχνολογικού δυναμικού με το αντίστοιχο δυναμικό των Πανεπιστημίων και των Ερευνητικών Κέντρων των Βαλκανικών χωρών”… Κάτω από το πλαίσιο αυτό η Ελλάδα “μπαίνει ως ηγετική δύναμη” στα Βαλκάνια κι όχι εκχωρώντας πολιτισμικό απόθεμα, όπως, δυστυχώς, έπραξε το 2018.
Πραγματικά, η πρωτοβουλία αυτή των Ελληνικών Πανεπιστημίων της Βορείου Ελλάδας (και θεωρώ ότι αυτό έχει ιδιαίτερα σημειακό πρόσημο για την Πατρίδα) και του ΕΚΕΤΑ με τον ΣΕΚΠΥ (Σύνδεσμος Ελλήνων Κατασκευαστών Αμυντικού Υλικού) αντικατοπτρίζει στο έπακρο το σύνθημα των εμπνευστών του εγχειρήματος “Ισχυρή Αμυντική Βιομηχανία σημαίνει Ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις και αυτό σημαίνει Ισχυρή Ελλάδα”.
“Και για την Ιστορία” εμπνευστές του εγχειρήματος που θέλησαν να συνεργαστούν και να παράγουν έργο για την Ελλάδα, αποδεικνύοντας ότι Ένοπλες Δυνάμεις και Πανεπιστήμιο δεν είναι ασύμβατοι και ασυμβίβαστοι Κόσμοι είναι: ο Ναύαρχος (ε.α) Σταύρος Μπάνος, ο Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Καθηγητής Παναγιώτης Γκλαβίνης, ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, Καθηγητής Κώστας Τσανακτσίδης, ο Καθηγητής του Πολυτεχνείου ΑΠΘ και ένας από τους 10 διεθνώς επιδραστικότερους επιστήμονες στο επιστημονικό κλάδο του, Καθηγητής Γιώργος Καραγιαννίδης, ο Καθηγητής του ΠΑΜΑΚ, Ιάσων Παπαθανασίου. Ελάχιστη συμβολή είχε και η υπογράφουσα του παρόντος κειμένου ως προς το κομμάτι του διαύλου ανάμεσα στους φαινομενικά ασυμβίβαστους Κόσμους, αλλά τόσο συμβατούς, καθώς η αγάπη για το Έθνος και την Πατρίδα είναι τεράστια.
*Η Δρ Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός – Διεθνολόγος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Επιστημονική Συνεργάτιδα ΑΠΘ (Νομικής Σχολής και Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ), Εξωτερική Συνεργάτιδα της Ανώτατης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ) και της Σχολής Εθνικής Άμυνας (ΣΕΘΑ)