του Ανδρέα Θεοφάνους
Αναμφίβολα η Κύπρος αντιμετωπίζει πολλαπλές προκλήσεις οι οποίες θα πρέπει να τύχουν του καλύτερου δυνατού χειρισμού. Σε ομιλία του ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης στις 29 Ιανουαρίου (σε αυτό που ο ίδιος φιλοδοξεί να καθιερώσει ως το κυπριακό State of the Union Address) αναφέρθηκε στους σχεδιασμούς της κυβέρνησής του για το 2024. Ενώ σε επικοινωνιακό επίπεδο μπορεί να λεχθεί ότι η παρουσία ήταν ενδιαφέρουσα από ουσιαστικής πλευράς αρκετά ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία δεν αξιολογήθηκαν. Μεταξύ άλλων, είναι η ανάγκη για ένα νέο οικονομικό υπόδειγμα (δεν αρκεί η διακήρυξη για τον ψηφιακό πολίτη του μέλλοντος), καθώς και η αποτελεσματική αντιμετώπιση της ανισότητας σε όλα τα επίπεδα.
Σημειώνω επίσης την αγωνία της κοινωνίας για τη μεταρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης και τις προεκτάσεις της: αντί να επέλθει εξορθολογισμός των δαπανών διαφαίνεται ότι θα υπάρξει περαιτέρω αύξηση του κόστους. Και τι θα συμβεί με την ποιότητα των υπηρεσιών; Σε σχέση με την τριτοβάθμια εκπαίδευση παρά τις διακηρύξεις του Προέδρου Χριστοδουλίδη η ουσία είναι ότι υφίστανται σοβαρά προβλήματα τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Είναι το ζήτημα της ορθολογιστικής διαχείρισης πόρων, η διάκριση εξουσιών και αρμοδιοτήτων, η ανάγκη για λογοδοσία, η ποιότητα και η διεθνής καταξίωση. Παρά τα βήματα προόδου που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια ο δρόμος για μετατροπή της Κύπρου σε ένα σύγχρονο περιφερειακό ακαδημαϊκό κέντρο παραμένει μακρύς. Δεν θα επεκταθώ σε αυτά και άλλα συναφή ζητήματα καθώς στο κείμενο αυτό αξιολογώ συνοπτικά την κυβερνητική πολιτική για το Κυπριακό και τη διεθνή παρουσία της χώρας μας.
Στην ομιλία του στις 29 Ιανουαρίου ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης επανέλαβε τον πάγιο στόχο «για την επανένωση της χώρας στη συμφωνημένη βάση λύσης του Κυπριακού» και εξέφρασε την ικανοποίησή του για τον διορισμό της Ειδικής Αντιπροσώπου του ΓΓ του ΟΗΕ κας Μαρία Άνχελα Ολγκίν Κουεγιάρ.
Έχω κατ΄ επανάληψιν τονίσει ότι σήμερα στην Κύπρο δεν υπάρχουν οι αναγκαίες βασικές προϋποθέσεις για μια ομοσπονδιακή διευθέτηση του προβλήματος. Πέραν τούτου, εάν επαναρχίσουν οι συνομιλίες στην καλύτερη περίπτωση, λαμβάνοντας τις θέσεις των δύο πλευρών, θα προκύψει μια πολύ χαλαρή ομοσπονδία – ενδεχομένως και συνομοσπονδία. Είναι αυτό το ζητούμενο; Σε μια τέτοια περίπτωση ο ίδιος ο Πρόεδρος αλλά και ο λαός θα βρεθούν σε μεγαλύτερα ή χειρότερα διλήμματα από εκείνα του παρελθόντος. Ούτε και θα ήταν θετική εξέλιξη η διαπίστωση ενός νέου αδιεξόδου από την απεσταλμένη του ΓΓ του ΟΗΕ.
Υπάρχει εναλλακτική προσέγγιση; Θεωρώ πως ναι. Είναι πρώτα απ΄ όλα σημαντικό να κατανοηθεί ότι η πολιτική που ακολουθείται εδώ και χρόνια δεν έχει φέρει τα ποθητά αποτελέσματα. Δεν θα είναι υπερβολή να λεχθεί ότι έχει αποτύχει. Και όμως ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης είναι αυτή την πολιτική που ακολουθεί χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό για το τι έχει συμβεί όλα αυτά τα χρόνια αλλά και χωρίς την απαιτούμενη τόλμη για μια εναλλακτική προσέγγιση (“to think outside the box”).
Υπό τις περιστάσεις θεωρώ απαραίτητη την υιοθέτηση μιας πολιτικής η οποία θα επικεντρώνεται σε μια εξελικτική διαδικασία. Ενώ η τουρκική πλευρά κατάθεσε τη θέση για δύο κράτη η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να προβάλει κατευθυντήριες γραμμές για ένα κανονικό ομοσπονδιακό κράτος. Πέραν τούτου, είναι καθοριστικής σημασίας η κατάθεση συγκεκριμένων εισηγήσεων για μια εξελικτική πορεία. Τις εν λόγω προτάσεις έχω καταθέσει επανειλημμένα και τις επικαιροποιώ συνεχώς (βλέπε το βιβλίο μου ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΣΜΕΥΜΕΝΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΟΥ 1960 ΣΤΙΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ – Συνοπτική Αξιολόγηση του Κυπριακού και της Πολιτικής όλων των Προέδρων, Εκδόσεις Hippasus 2023, σελ. 219-227).
Για μια επιτυχή κατάληξη της συγκεκριμένης πολιτικής απαιτείται η ανοχή και η στήριξη της Τουρκίας. Προς την κατεύθυνση αυτή είναι αναγκαία η εμπλοκή της ΕΕ, της Βρετανίας, της Ελλάδας αλλά πάνω απ΄ όλα των ΗΠΑ. Θεωρώ ότι υπό προϋποθέσεις η πολιτική αυτή μπορεί να δώσει συγκεκριμένα αποτελέσματα. Με τη σύγκλιση σε ένα ελάχιστο πλαίσιο κοινών συμφερόντων για την Κυπριακή Δημοκρατία, τις δύο κοινότητες, τις εγγυήτριες δυνάμεις, τις ΗΠΑ και την ΕΕ είναι δυνατό να δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες που θα οδηγήσουν σε ουσιαστική πρόοδο και στην πορεία του χρόνου σε επίλυση του Κυπριακού στη βάση μιας ενοποιητικής ομοσπονδιακής φιλοσοφίας. Αλλά και στην περίπτωση που το αδιέξοδο παραμένει θα μπορεί να λεχθεί για πρώτη φορά ότι η ελληνική πλευρά γνωρίζει -εκτός από το τι δεν θέλει- αυτό που επιθυμεί και προκρίνει. Υπογραμμίζω ότι οι προτάσεις αυτές συμβαδίζουν με τον ιστορικό συμβιβασμό της ομοσπονδίας.
Αυτό μας φέρνει στη μεγάλη, στην απαραίτητη, ανάγκη για ένα αφήγημα. Μέχρι τώρα δεν έχει προταχθεί ένα τέτοιο αφήγημα σε κρατικό επίπεδο. Ούτε ο νυν Πρόεδρος έχει πειστικό ολοκληρωμένο αφήγημα για το τι δεν θέλει και για το τι θέλει. Από την ομιλία του Προέδρου Χριστοδουλίδη στις 29 Ιανουαρίου 2024 μια σοβαρή παράληψη ήταν η μη αναφορά στον ρόλο των δεξαμενών σκέψης. Δεν είναι μόνο η ανάγκη για ένα αφήγημα και η διεθνής προβολή του.
Επαναλαμβάνω ότι θεωρώ απαραίτητη τη συμμετοχή της Κύπρου στη διεθνή αγορά προβολής και ανταλλαγής θέσεων και ιδεών. Άλλωστε ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης υπογραμμίζει συνεχώς τη σημασία του ρόλου της Κύπρου στο ευρωπαϊκό, περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον. Και όμως έπρεπε να γνωρίζει ότι ο ρόλος αυτός δεν εξασκείται μόνο στο επίπεδο διακρατικών σχέσεων – είναι, μεταξύ άλλων, οι εμποροοικονομικές συναλλαγές και η παρουσία στη διεθνή αγορά προβολής και ανταλλαγής ιδεών μέσω κυρίως των δεξαμενών σκέψης και των πανεπιστημίων. Αυτό τον ρόλο δεν μπορεί να τον υποκαταστήσει το κράτος.
Το πιο πάνω ζήτημα παραπέμπει σε μια διαχρονική αδυναμία του κυπριακού κράτους, την οποία καμία κυβέρνηση μέχρι σήμερα δεν έχει διαγνώσει επαρκώς. Αρκετές φορές κορυφαίοι ξένοι αναλυτές και ακαδημαϊκοί (ορισμένοι απ΄ αυτούς ελληνικής καταγωγής) μου ανέφεραν ότι η Κύπρος χαρακτηρίζεται από parochialism (επαρχιωτισμό). Η αναφορά αυτή εγένετο ακριβώς για την ανεπαρκή παρουσία της Κύπρου στη διεθνή αγορά προβολής και ανταλλαγής ιδεών.
Γι΄ αυτούς ήταν αδιανόητο να μην κατανοείται η σημασία ενός αφηγήματος σε πολιτικό επίπεδο. Έστω και καθυστερημένα η κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει με αυτή την τομή. Μεθοδολογικά μπορεί να ακολουθηθεί το υπόδειγμα ξένων χωρών όπου στην αρχή κάθε έτους δίδεται μια εφάπαξ χορηγία σε δεξαμενές σκέψης που έχουν να επιδείξουν αξιόλογο έργο. Εν ολίγοις, με σχετικά χαμηλές δαπάνες και χωρίς ιδιαίτερες γραφειοκρατικές χρονοβόρες διαδικασίες είναι δυνατό να υπάρξουν πολύ θετικά αποτελέσματα.
Εννοείται ότι τα εν λόγω ιδρύματα θα αναζητούν πόρους και από άλλες πηγές. Πέραν τούτου, υπογραμμίζεται ότι χώρες οι οποίες διαθέτουν “hard power” θεωρούν απαραίτητη και την αξιοποίηση του “soft power”. Για την Κύπρο που η ισχύς της είναι πολύ περιορισμένη και πάνω απ΄ όλα αντιμετωπίζει υπαρξιακά ζητήματα, η αξιοποίηση του “soft power” έπρεπε να θεωρείται δεδομένη. Δυστυχώς 50 σχεδόν χρόνια μετά την εισβολή ούτε έχει κατανοηθεί επαρκώς ούτε αξιοποιείται αυτό που αποκαλείται “soft power”.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.