Χρίστος Στυλιανού : Το θέατρο δεν έχει τη θέση που του αναλογεί στη Θεσσαλονίκη

Ηθοποιός ΚΘΒΕ

Συνέντευξη Αλέξανδρος Ευσταθίου

Ο Χρίστος Στυλιανού, ηθοποιός και καθηγητής σε δραματικές σχολές της Θεσσαλονίκης, πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Πουπουλένιος» του Martin McDonagh που θα προβληθεί διαδικτυακά από το ΚΘΒΕ. Μιλάει στη SPEAKNEWS και τον Αλέξανδρο Ευσταθίου για την επικαιρότητα του έργου, το μέλλον του θεάτρου μετά την πανδημία, τις τελευταίες εξελίξεις στο ΚΘΒΕ και τον ρόλο που θα έπρεπε αυτό να διαδραματίζει στη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα, αλλά και για την στάση που οφείλει να κρατά ένας καλλιτέχνης σε ταραγμένες εποχές όπως αυτή που διανύουμε.

Τα έργα του Martin McDonagh διακρίνονται για την σκληρή θεματολογία και τη βία που πραγματεύονται. Μιλήστε μας για την παράσταση και την συμμετοχή σας σε αυτή. Πόσο επίκαιρο είναι το έργο σήμερα;

Η παιδική μας ηλικία κρύβει πολλά. Είναι η απαρχή του καθενός μας και ο χρόνος την «τακτοποιεί» με έναν τρόπο, αλλά δεν την καθυποτάσσει. Ο Μίσαλ, ο δικός μου χαρακτήρας, έχει παραμείνει εκεί, και η βία που έχει δεχθεί ως παιδί έρχεται να εκφραστεί με τον τρόπο που το κάνουμε όταν είμαστε παιδιά: χωρίς επίγνωση των συνεπειών. Η παράστασή μας νομίζω αυτό προβάλλει και ακουμπά σε όλους τους ήρωες -και διακρίνεται κατά τη γνώμη μου και στον ίδιο τον συγγραφέα. Όσο απωθείς τις πληγές της παιδικής σου ψυχής, τόσο αυτές θα θέλουν να βγουν στην επιφάνεια. Και αν σκεφτούμε πόσος πόνος υπάρχει στον κόσμο, πόσες παιδικές ψυχές που είναι πια ενήλικες έχουν κακοποιηθεί, καθιστά το έργο όχι μόνο επίκαιρο, αλλά μια σκληρή υπενθύμιση για τη διολίσθηση της ανθρωπότητας. Και το ότι στο τέλος το μόνο που μένει είναι οι ιστορίες του συγγραφέα, ίσως είναι μια νύξη του McDonagh, ότι η τέχνη είναι πιο ωραία από την ίδια τη ζωή…

Πώς οραματίζεστε το θέατρο όταν ξαναλειτουργήσουν οι χώροι του μετά από ένα χρόνο πανδημίας;

Τι να πω… Tο θέατρο είναι από τους χώρους που έπαθαν τη μεγαλύτερη ζημιά. Πέρα από το υπαρκτό πρόβλημα του ιού, το θέατρο δαιμονοποιήθηκε τη στιγμή που κανένα κρούσμα δεν είχε προκύψει όταν τα θέατρα ήταν ανοιχτά. Και στους τόσους μήνες προβών, τη στιγμή που βράζει ο τόπος, στο θέατρο υπήρξαν ελάχιστα κρούσματα. Κάτι που δείχνει ότι με προϋποθέσεις θα μπορούσαν, ήδη, να λειτουργούν και να προσφέρουν μια ανάσα, μια διέξοδο σε αυτήν την πίεση που υφίσταται ο κόσμος. Δεν μπορώ να οραματιστώ κάτι… Απαιτώ σεβασμό για αυτόν το χώρο συνολικά από την πολιτεία που συνεχώς τον απαξιώνει.

Είχαμε τους τελευταίους μήνες και την ανάδειξη του κινήματος metoo. Θεωρείτε πως με αυτά τα δεδομένα θα αλλάξει ο τρόπος που βλέπουμε θέατρο;

Σε κάποιο βαθμό έχει αλλάξει ήδη. Είναι κάτι που μοιραία έχει αποτυπωθεί σε όλους μας, θεατές αλλά και καλλιτέχνες. Έχει προκαλέσει, ωστόσο, μια μεγάλη αναδιάταξη στο χώρο και αυτό ελπίζω να βοηθήσει στο να ξεκαθαριστεί τι είναι υγιές να συμβαίνει και τι όχι. Και όχι μόνο στο θέατρο. Να αποτελέσει το θέατρο και οι άνθρωποί του την αιχμή του δόρατος στο να γίνει η κοινωνία μας πιο ανεκτική, λιγότερο πατριαρχική και νομιμοποιητική σε βίαιες και κακοποιητικές συμπεριφορές.

Η πανδημία έχει κρατήσει κλειστές και τις δραματικές σχολές εδώ και ένα χρόνο. Εσείς που έχετε και την ιδιότητα του δασκάλου, πιστεύετε ότι μπορεί η υποκριτική τέχνη να διδάσκεται με τηλεκπαίδευση;

Νομίζω πως η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Όχι, δεν μπορεί. Μπορεί μέχρι ενός σημείου να εξυπηρετήσει κάποια πράγματα που έχουν να κάνουν κυρίως με το λόγο. Αλλά υπάρχει «ταβάνι» σε αυτό. Τα σώματα έχουν αδρανοποιηθεί, έχουμε γίνει… ομιλούσες κεφαλές. Η υποκριτική είναι μια συνδυαστική τέχνη στην οποία το σώμα, ο λόγος, η ψυχή και η φαντασία ασκούνται ταυτόχρονα και όχι ξεχωριστά το καθετί. Εδώ και μήνες τα παιδιά έχουν ζητήσει κάποια βασικά πράγματα στα οποία το υπουργείο απάντησε με τραγική καθυστέρηση, χωρίς να μπορεί να δώσει ούτε μια λύση παρά μόνο έωλες υποσχέσεις.

Παρατηρούμε τους τελευταίους μήνες φαινόμενα κοινωνικών αναταραχών και πολιτικών εντάσεων. Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η κοινωνική ευθύνη του καλλιτέχνη για όσα συμβαίνουν γύρω του;

Πιστεύω πως οφείλει να μιλάει, να παίρνει θέση με όποιον τρόπο μπορεί. Τουλάχιστον εγώ αυτό προσπαθώ να κάνω, είτε μέσω της δουλειάς, είτε μέσω των κοινωνικών δικτύων ή κινημάτων, είτε και σε προσωπικό επίπεδο, όπου ακούω πως υπάρχει κάποια ανάγκη και μπορώ να βοηθήσω. Και δεν το εννοώ καταναγκαστικά και ούτε επί παντός επιστητού. Πολλές φορές με όλα αυτά που συμβαίνουν νιώθω πολύ απαισιόδοξος για το μέλλον και ότι τίποτα δεν έχει νόημα. Αλλά πάλι σκέφτομαι αυτό που λέει ο Καζαντζάκης «ν’ αγαπάς την ευθύνη, να λες εγώ, εγώ μοναχός μου θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω».

Μέσα στο ευρύτερο κλίμα αναταραχών στον χώρο του θεάματος το ΚΘΒΕ βρέθηκε κι αυτό στο επίκεντρο της δημοσιότητας. Ως μέλος αυτής της θεατρικής κοινότητας εδώ και χρόνια τι εικόνα θεωρείτε πως αποκομίζει το κοινό της Θεσσαλονίκης με όσα ακούει για την κρατική σκηνή της πόλης του;

Είναι εύκολο και λίγο επικίνδυνο να αποδίδουμε στο κοινό απόψεις και να μιλάμε εκ μέρους του. Αυτό που εγώ θα ήθελα ως πολίτης, είναι ένα ανοιχτό σε όλους, θεατές και καλλιτέχνες, κρατικό οργανισμό που να λειτουργεί με διαφάνεια και αξιοκρατία από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο του άνθρωπο με μόνο γνώμονα την πνευματική καλλιέργειά του κοινού, όσο γενικόλογο κι αν ακούγεται αυτό που κατά τη γνώμη μου δεν είναι. Ζούμε σε στείρες εποχές, κάποιες φορές άρρωστες και ένας τόσο μεγάλος οργανισμός που έχει υπό την «εποπτεία» του όλη τη Βόρειο Ελλάδα και όχι μόνο την Θεσσαλονίκη οφείλει να είναι φάρος πολιτισμού.

Σε συνέχεια της παραπάνω ερώτησης, τι θα συμβουλεύατε ένα νέο καλλιτέχνη που επιλέγει τη Θεσσαλονίκη για να εργαστεί; Πώς θα καταφέρει να επιβιώσει στο ήδη διαμορφωθέν θεατρικό τοπίο; Έχει σήμερα το θέατρο στη Θεσσαλονίκη, τη θέση που του αναλογεί;

Δεν μου αρέσει να συμβουλεύω, δεν μπορώ να το κάνω… Δυστυχώς, το θεατρικό τοπίο στην Θεσσαλονίκη περιστρέφεται, κυρίως, γύρω από το ΚΘΒΕ -και αυτό διότι είναι ο μόνος φορέας όπου μπορείς να έχεις σωστούς όρους εργασίας και στην περίπτωση που έχεις οικογένεια καθίσταται μονόδρομος. Το θέατρο δεν έχει τη θέση που του αναλογεί στη Θεσσαλονίκη. Σίγουρα δεν αρκεί το πάθος και το μεράκι… Κάποια στιγμή, εάν δεν υπάρχει μέριμνα από την πολιτεία και το δήμο επέρχεται κόπωση. Χρειάζεται στήριξη σε χώρους, σε υποδομή, σε χρήματα ώστε να υπάρξουν οι συνθήκες που να ευνοήσουν την ανάπτυξη και την καλλιτεχνική πολυφωνία. Χρειάζεται με άλλα λόγια μια σοβαρή και μακρόπνοη πολιτιστική πολιτική που να σέβεται τους καλλιτέχνες και το ρόλο που επιτελούν και όχι να τους αντιμετωπίζει σαν κάποιους που τα παίρνουν μαύρα.

Προηγούμενο άρθροΒούλα Πατουλίδου : Η Θεσσαλονίκη προσφέρει τουριστικές εμπειρίες 365 μέρες τον χρόνο!
Επόμενο άρθροΓρηγόρης Τάσιος «Και αυτή η σεζόν όπως και η περσινή βρίσκεται στα χέρια των λοιμωξιολόγων»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ