του Ανδρέα Θεοφάνους*
Αναμφίβολα όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και στις άλλες χώρες της ΕΕ, υπάρχει έντονος προβληματισμός από τους πολίτες για τα δύσκολα οικονομικά δεδομένα. Εύλογα οι πολίτες διερωτώνται κατά πόσον θα ήταν δυνατόν με διαφορετικές προσεγγίσεις η καθημερινότητά τους να ήταν καλύτερη, καθώς και η αγοραστική δύναμη του διαθέσιμου εισοδήματός τους μεγαλύτερη.
Τα τελευταία χρόνια η ΕΕ αντιμετωπίζει σοβαρά κοινωνικοοικονομικά προβλήματα. Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι κάποιες χώρες βίωσαν χειρότερες οικονομικές συνθήκες. Ήταν πρώτα η κρίση της Ευρωζώνης. Μετά ακολούθησε η πανδημία. Και όταν στις αρχές του 2022 υπήρχε η αίσθηση ότι θα μπορέσει η Ευρώπη και ο κόσμος όλος να ατενίσουν το μέλλον με αισιοδοξία, ήλθε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Στη σημερινή συγκυρία, οι πολίτες βιώνουν την ακρίβεια ενώ ταυτόχρονα βλέπουν την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων τους να μειώνεται. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ακολούθησε την τελευταία περίοδο μια πολιτική αύξησης των επιτοκίων για να αναχαιτίσει τον πληθωρισμό. Και τούτο παρά το γεγονός ότι τα κύρια αίτια του πληθωρισμού πρέπει να αναζητηθούν στην πραγματική οικονομία και όχι σε μια νομισματική επέκταση.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία είχε εξαιρετικά δυσμενή αποτελέσματα, όχι μόνο για τα άμεσα εμπλεκόμενα μέρη, αλλά και για την ίδια την Ευρώπη. Η πολιτική της Δύσης κατέστησε τη Ρωσία ως τη χώρα η οποία υφίσταται τις μεγαλύτερες κυρώσεις. Και όμως σήμερα είναι αμφίβολες οι επιπτώσεις για την ίδια τη Ρωσία, η οποία δεν φαίνεται να επηρεάζεται όσο ανέμεναν οι δυτικές δυνάμεις. Το πρόβλημα είναι όμως ότι αναμφίβολα η ΕΕ έχει επηρεασθεί αρνητικά. Και οι συνέπειες δεν είναι ευκαταφρόνητες. Αρκεί να σημειωθεί ότι οι ακριβότερες τιμές ενέργειας για τις χώρες της ΕΕ, καθιστούν τις οικονομίες τους λιγότερο ανταγωνιστικές. Ήδη, σοβαροί αναλυτές σε διάφορες χώρες της ΕΕ και αλλού, κάνουν λόγο για τον κίνδυνο της περαιτέρω αποβιομηχανοποίησης της Γερμανίας καθώς και της ΕΕ γενικότερα. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι σήμερα η ΕΕ ως αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία ζει με λιγότερη ασφάλεια και λιγότερη ευημερία. Θεωρώ ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Υπό αυτή την έννοια το γεγονός ότι η ΕΕ δεν πρόλαβε ή δεν απέτρεψε τις συγκεκριμένες εξελίξεις ήταν μια αποτυχία, το τίμημα της οποίας καταβάλλουν και οι πολίτες της.
Παρά τα αρνητικά κοινωνικοοικονομικά δεδομένα των τελευταίων ετών, ένας από τους πυλώνες της ευρωπαϊκής πολιτικής σήμερα είναι η μετάβαση στην πράσινη ανάπτυξη με τρόπο που συνεπάγεται βαρύτατο κοινωνικοοικονομικό κόστος. Η προστασία του περιβάλλοντος και η επιδίωξη ενός υποδείγματος βιώσιμης ανάπτυξης είναι επιβαλλόμενοι στόχοι. Το ζητούμενο όμως είναι ο τρόπος υλοποίησης των στόχων αυτών χωρίς να υπάρξουν αποσταθεροποιητικές συνέπειες. Θα ήταν εφικτό και λογικό να υπάρχει ένας οδικός χάρτης για σταδιακή αύξηση της χρήσης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Είναι αναγκαία σήμερα η πράσινη φορολογία; Θεωρώ πως όχι. Η δαιμονοποίηση των συμβατικών πηγών ενέργειας αναπόφευκτα οδηγεί σε λανθασμένες αποφάσεις. Για παράδειγμα, δεν υφίστανται σήμερα οι απαραίτητες προϋποθέσεις στις πλείστες χώρες για ομαλή μετάβαση σε μια κατάσταση όπου τα αυτοκίνητα θα είναι ηλεκτρικά. Εν ολίγοις, η προσκόλληση σε αυτή την πολιτική που έχει εξαγγελθεί είναι δυνατό να οδηγήσει την ΕΕ σε μια περίοδο στασιμοπληθωρισμού με επιπρόσθετες αρνητικές κοινωνικοοικονομικές συνέπειες.
Ο προβληματισμός αυτός πρέπει να συζητηθεί καθώς δεν είναι η πρώτη φορά που η ΕΕ λαμβάνει αποφάσεις οι οποίες είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε περισσότερα προβλήματα απ’ αυτά που επαγγέλλεται να επιλύσει. Κλασσικό παράδειγμα αποτελούν οι πολιτικές της Τρόικα για τις οποίες χρόνια αργότερα υπήρξε σκληρή κριτική ακόμα και από Θεσμούς της ίδιας της ΕΕ. Και ενώ γίνεται λόγος για πράσινη ανάπτυξη και μια φιλοπεριβαλλοντική πολιτική, δεν είδαμε να υπάρχει επικέντρωση σε μια φιλοσοφία αναδάσωσης περιοχών εντός και εκτός της ΕΕ.
Υπογραμμίζω συναφώς την αναγκαιότητα αναδάσωσης του Αμαζονίου, του πράσινου πνεύμονα της Γης. Δυστυχώς στην εν λόγω περιοχή χάθηκαν 140.000 τετραγωνικά χλμ. για εμπορική εκμετάλλευση. Αλλά και στην Ευρώπη ας αναλογισθούμε τις πυρκαγιές που κάθε χρόνο καταστρέφουν μεγάλες εκτάσεις δασών.
Η Κύπρος είναι ένα μικρό κράτος το οποίο υπέφερε από τις πολιτικές της Τρόικα. Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι σήμερα το τραπεζικό σύστημα της χώρας εν πολλοίς ανήκει σε ξένα κεφάλαια, ενώ και άλλοι τομείς της οικονομίας εξαγοράζονται ανάλογα. Η χώρα επίσης δεν διαθέτει πλέον τη δική της εθνική αεροπορική εταιρεία. Τα τελευταία χρόνια, επίσης, έχει αυξηθεί η ανισότητα. Κάτω απ’ αυτά τα δεδομένα θεωρώ ότι θα ήταν αυτονόητο να υπήρχε περισσότερος προβληματισμός για πολιτικές που εκπορεύονται από την Ένωση και οι οποίες δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Κύπρου καθώς και άλλων χωρών. Σε όλες τις χώρες της Ένωσης θα πρέπει να υπάρξει ένας δημιουργικός διάλογος για ένα νέο κοινωνικοοικονομικό μοντέλο καθώς και η ανάγκη αποτελεσματικής αντιμετώπισης των δημοκρατικών ελλειμμάτων σε όλα τα επίπεδα. Πέραν τούτου, παρά το γεγονός ότι η Κύπρος είναι μια μικρή χώρα, καλείται να συμμετέχει ενεργά σ’ όλες τις συζητήσεις για το μέλλον της Ευρώπης. Οι συζητήσεις αυτές λαμβάνουν χώρα σε πολλά επίπεδα – και όχι μόνο σε αυτά που συμμετέχουν οι κυβερνήσεις. Αποτελεί επιτακτική αναγκαιότητα η προώθηση ενός νέου κοινωνικοοικονομικού και πολιτικού υποδείγματος το οποίο θα βελτιώσει την καθημερινότητα των πολιτών σε όλα τα επίπεδα.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.