Της Μαρίας Κραμβιά -Καπαρδή (*)
Η ελευθερία λόγου αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά δικαιώματα του ανθρώπου. Στον 21ον αιώνα όμως υπάρχουν περιπτώσεις που χρειάζεται προστασία. Μία τέτοια περίπτωση ήταν και εκείνη της Μαλτέζας δημοσιογράφου Daphne Anne Caruana Galizia η οποία πλήρωσε ακόμη και με τη ζωή της για τις δημόσιες απόψεις της για τη διαφθορά στη χώρα της. Εκτός από τη βία, ένα άλλο όπλο που αξιοποιείται ενάντια στο δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης είναι η χρησιμοποίηση αβάσιμων ή καταχρηστικών αστικών δικαστικών διαδικασιών για να εκφοβίσουν ή φιμώσουν ένα άτομο.
Στις 29 Φεβρουαρίου 2024, με την ολοκλήρωση του έργου Patfox, (στο οποίο συμμετείχε το ΤΕΠΑΚ μαζί με 11 άλλες χώρες) η ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενέκρινε το συμβιβαστικό κείμενο της Οδηγίας που αποσκοπεί στην προστασία των φυσικών και νομικών προσώπων λόγω της συμμετοχής τους στα κοινά από προδήλως αβάσιμες ή καταχρηστικές αστικές δικαστικές διαδικασίες με διασυνοριακές επιπτώσεις (Άρθρο 1). Τα κράτη μέλη της ΕΕ θα έχουν στη συνέχεια 2 χρόνια, μέχρι το 2026, για να εφαρμόσουν την Οδηγία (γνωστή ως ο Νόμος της Δάφνης).
Σκοπός της συγκεκριμένης Οδηγίας είναι, στην πραγματικότητα, να εξαλείψει τα εμπόδια για την ορθή λειτουργία των αστικών διαδικασιών, παρέχοντας παράλληλα προστασία στα φυσικά και νομικά πρόσωπα που συμμετέχουν στα κοινά για θέματα δημοσίου συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένων δημοσιογράφων, εκδοτών, οργανώσεων μέσων ενημέρωσης, πληροφοριοδοτών και υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, ΜΚΟ, συνδικαλιστικών οργανώσεων, καλλιτεχνών, ερευνητών και πανεπιστημιακών, κατά των δικαστικών διαδικασιών που κινήθηκαν εναντίον τους για να τους αποτρέψουν από τη συμμετοχή τους στα κοινά.
Το προσχέδιο της Οδηγίας αρχικά αναφερόταν μόνο σε δημοσιογράφους αλλά μέσα από τις δράσεις του προγράμματος PATFOX και τις δύο συναντήσεις που είχαν οι εταίροι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την πρόεδρο και μέλη του Κοινοβουλίου κατάφεραν να ενημερώσουν τους ευρωπαίους νομοθέτες ότι εκτός από δημοσιογράφους και άλλα φυσικά και νομικά άτομα συμπεριλαμβανομένων και πανεπιστημιακών μπορούν να θυματοποιηθούν σε επαγγελματική η προσωπική βάση για τις έρευνες και δημοσιεύσεις τους.
Η νέα έκδοσης της Οδηγίας που ψηφίστηκε εισάγει έναν διευρυμένο ορισμό των διασυνοριακών υποθέσεων. Σύμφωνα με το Άρθρο 2, εάν μια υπόθεση δεν έχει διασυνοριακές επιπτώσεις, ως εκ τούτου, δεν θα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας. Εάν δηλαδή αμφότεροι οι διάδικοι έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος μέλος με το δικαστήριο που θα εξετάσει την υπόθεση και όλα τα άλλα ουσιώδη στοιχεία βρίσκονται μόνο στο εν λόγω κράτος μέλος τότε δεν εφαρμόζετε η Οδηγία.
Σύμφωνα με το Άρθρο 4 της Οδηγίας, ως συμμετοχή του κοινού νοείται η υποβολή οποιασδήποτε δήλωσης ή η άσκηση οποιασδήποτε δραστηριότητας από φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά την άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης και της πληροφόρησης, της ελευθερίας των τεχνών και των επιστημών ή της ελευθερίας του συνέρχεσθε και του συνεταιρίζεσθε, καθώς και κάθε προπαρασκευαστική, υποστηρικτική ή βοηθητική ενέργεια που συνδέεται άμεσα με αυτό και αφορά θέμα δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή κάθε θέμα που αφορά το κοινό σε τέτοιο βαθμό ώστε το κοινό να μπορεί να ενδιαφερθεί νομίμως γι’ αυτό.
Η Οδηγία διευρύνει τον ορισμό των θεμάτων δημοσίου συμφέροντος, συμπεριλαμβάνοντας θέματα όπως:
-
τα θεμελιώδη δικαιώματα, τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια, το περιβάλλον ή το κλίμα,
-
δραστηριότητες φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι δημόσιο πρόσωπο του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα,
-
θέματα υπό εξέταση από νομοθετικό, εκτελεστικό ή δικαστικό όργανο ή οποιαδήποτε άλλη επίσημη διαδικασία,
-
ισχυρισμούς για διαφθορά, απάτη ή για οποιοδήποτε άλλο ποινικό αδίκημα ή για διοικητικές παραβάσεις σε σχέση με τα θέματα αυτά,
-
δραστηριότητες που αποσκοπούν στην προστασία των αξιών συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των δημοκρατικών διαδικασιών από αθέμιτες παρεμβάσεις, ιδίως με την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης.
Η Οδηγία ορίζει ως “καταχρηστική δικαστική διαδικασία κατά της συμμετοχής του κοινού” (Άρθρο 4 παράγραφος 3): “οι δικαστικές διαδικασίες που δεν ασκούνται για την πραγματική διεκδίκηση ή άσκηση δικαιώματος, αλλά έχουν ως κύριο σκοπό την πρόληψη, τον περιορισμό ή την επιβολή κυρώσεων κατά της συμμετοχής του κοινού, εκμεταλλευόμενες συχνά μια ανισορροπία ισχύος μεταξύ των διαδίκων, και οι οποίες επιδιώκουν αβάσιμες αξιώσεις”. Οι ενδείξεις ενός τέτοιου σκοπού περιλαμβάνουν για παράδειγμα:
-
τον δυσανάλογο, υπερβολικό ή παράλογο χαρακτήρα της απαίτησης ή μέρους αυτής, συμπεριλαμβανομένης της υπερβολικής αξίας της διαφοράς,
-
την ύπαρξη πολλαπλών διαδικασιών που έχουν κινηθεί από τον ενάγοντα ή τα συνδεδεμένα μέρη σε σχέση με παρόμοια θέματα,
-
τον εκφοβισμό, την παρενόχληση ή απειλές εκ μέρους του ενάγοντος ή των εκπροσώπων του, πριν ή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, καθώς και παρόμοια συμπεριφορά του ενάγοντος σε παρόμοιες ή ταυτόχρονες υποθέσεις,
-
την κακόπιστη χρήση δικονομικών τακτικών, όπως η καθυστέρηση της διαδικασίας, η δόλια ή καταχρηστική αναζήτηση δικαστηρίου ή η διακοπή της υπόθεσης σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας με κακή πίστη.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν ή διατηρούν τους ειδικούς διαδικαστικούς κανόνες, τον τύπο και τις μεθόδους για τον τρόπο με τον οποίο το επιληφθέν δικαστήριο θα πρέπει να εξετάζει τις αιτήσεις παροχής διαδικαστικών εγγυήσεων.
Η Οδηγία προβλέπει επίσης ότι, όταν ο εναγόμενος έχει υποβάλει αίτηση θεραπείας δυνάμει της παρούσας Οδηγίας, η απόφαση σχετικά με την αίτηση αυτή λαμβάνεται με ταχείς ρυθμούς, μεταξύ άλλων με τη χρήση των ήδη υφιστάμενων διαδικασιών ταχείας θεραπείας βάσει του εθνικού δικαίου. Επιπλέον, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που συμμετέχουν στη δημόσια συμμετοχή που αναφέρεται στο Άρθρο 6 έχουν πρόσβαση, κατά περίπτωση, σε πληροφορίες σχετικά με τις διαθέσιμες διαδικαστικές εγγυήσεις και τα ένδικα μέσα και τα υφιστάμενα μέτρα υποστήριξης, όπως νομική συνδρομή και οικονομική και ψυχολογική υποστήριξη, όπου υπάρχουν.
Η Οδηγία προβλέπει ότι η αναγνώριση και η εκτέλεση απόφασης τρίτης χώρας σε δικαστική διαδικασία κατά της δημόσιας συμμετοχής από φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί σε κράτος μέλος θα πρέπει να απορρίπτεται εάν η εν λόγω διαδικασία θεωρείται προδήλως αβάσιμη ή καταχρηστική σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο ζητείται η αναγνώριση ή η εκτέλεση.
Τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίσουν ότι το πρόσωπο που αποτελεί τον στόχο αυτών των καταχρηστικών διαδικασιών μπορεί να ζητήσει, ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας του, αποζημίωση για τη ζημιά και τα έξοδα που προέκυψαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου της τρίτης χώρας.
Συμπερασματικά να αναφερθεί ότι το πρόγραμμα Patfox συνέβαλε όχι μόνο στη δημιουργία της Οδηγίας αλλά και με την εμπλοκή νομικών στην κάθε χώρα (στην Κύπρο ό νομικός ήταν ο κ. Θεόδωρος Οικονόμου) έγινε εφικτό να (α) εκπαιδευτούν δικηγόροι στις 11 χώρες που έλαβαν μέρος στο πρόγραμμα, και (β) να δημιουργηθεί μια δεξαμενή με «ειδικούς» για να γίνει άμεσα η πρακτική εφαρμογή της Οδηγίας. Ο πιο κάτω χάρτης αναδεικνύει των αριθμών των νομικών που έχουν τύχει εκπαίδευσης και θα μπορούν άμεσα να αναλάβουν τέτοιου είδους υποθέσεις.
Τέλος, η εμπειρία με το πρόγραμμα PATfox δείχνει ότι ένα ευρωπαϊκό ερευνητικό πρόγραμμα έχει τη δυνατότητα ενώνοντας δυνάμεις και συντονίζοντας προσπάθειες να έχει πρακτικά αποτελέσματα (impact), τόσο σε εθνικό, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο και, επίσης, να μη περιορίζεται αποκλειστικά στην έρευνα και στη συγγραφή εκθέσεων και πορισμάτων.
(*) Καθηγήτριας ΤΕΠΑΚ
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.