του Δρ. Κυριάκου Α. Κενεβέζου*
Το 2024 συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μία ιστορική στιγμή που επέφερε βαθιές τομές, τόσο στην εσωτερική δομή, όσο και στην διεθνή θέση της χώρας εξαιτίας των προοπτικών που διανοίγονταν, αλλά και των νέων δεδομένων. Η ένταξη δεν ήταν μια διαδικαστική, αλλά ουσιαστική εξέλιξη που είχε στόχο, μεταξύ άλλων, να ενισχύσει το αίσθημα, αλλά και επί της ουσίας την ασφάλεια, ενώ προσέφερε το πλέον σημαντικό, ήτοι ένα νέο στέρεο πλαίσιο για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος.
Η προσπάθεια για ένταξη ξεκίνησε επίσημα το 1990. Η δε επίτευξη αυτής έδωσε στην Κύπρο την σημαντική δυνατότητα να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο οικονομικό ρυθμιστικό πλαίσιο, με την προσδοκία ότι η πρόσβαση στην ενιαία αγορά θα βελτίωνε την οικονομική της δυναμική και θα προσέθετε το συγκριτικό πλεονέκτημα πρόσβασης και σχέσης με ισχυρές και ελκυστικές αγορές και ευκαιρίες.
Καθ΄ όλη τη διάρκεια της προ ενταξιακής περιόδου, η Κύπρος εργάστηκε σκληρά για να προσαρμόσει την εθνική της νομοθεσία, και αυτό ήταν ένα κρίσιμο βήμα που θα της επέτρεπε να συμμορφωθεί πλήρως με τις ευρωπαϊκές πολιτικές και τους κανονισμούς. Η διαδικασία αυτή υπογράμμιζε την δέσμευση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή ιδέα και την αμάχητή ένδειξη της θέλησης της χώρας να γίνει μέρος της Ευρωπαϊκής οικογένειας. Η προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ήρθε χωρίς τις κοινωνικές της προσκλήσεις. Η προσαρμογή στα Ευρωπαϊκά πρότυπα απαιτούσε σημαντικές αλλαγές στις νομοθετικές και κοινωνικές δομές, γεγονός το οποίο προκάλεσε διάφορες αντιδράσεις εντός της Κυπριακής κοινωνίας. Από την μία πλευρά, υπήρχε ένας αισιόδοξος αέρας για τις νέες ευκαιρίες, από την άλλη βέβαια δημιουργήθηκαν εύλογες ανησυχίες για ορισμένους τομείς. Ας μην παραβλέπουμε ότι κάθε αλλαγή και κάθε τι νέο εμπεριέχει και δημιουργεί το στοιχείο της συστολής και ενίοτε της ανασφάλειας.
Ειδικότερα, μεταρρυθμίσεις στην αγροτική πολιτική και στην προστασία της εργασίας αποτέλεσαν σημεία τριβής, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτούσε την εναρμόνιση με τις αυστηρότερες πολιτικές και πρότυπά της. Παράλληλα, η ανάγκη για ανάπτυξη μιας πιο διαφανούς και αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης προϋπέθετε σημαντικές διοικητικές και θεσμικές αλλαγές.
Η προ ενταξιακή περίοδος για την Κύπρο ήταν μια εποχή έντονων προετοιμασιών, μεταρρυθμίσεων, πολλαπλών προκλήσεων αλλά και δυσκολιών. Αυτές οι προσπάθειες αποτέλεσαν μια ισχυρή βάση για μελλοντική ανάπτυξη και ενσωμάτωση στον ευρωπαϊκό και πολιτικό χάρτη. Ταυτόχρονα όμως αποτέλεσαν μια ισχυρή δοκιμασία αντοχής για ένα κράτος υπό κατοχή και ένα λαό «στριμωγμένο», δια της βίας, στην μισή του πατρίδα.
Η διαδικασία ολοκληρώθηκε με την επίσημη ένταξη της Κύπρου το 2004. Η ένταξη δημιούργησε της προϋποθέσεις ώστε η Κύπρος να προχωρήσει στο Ευρωπαϊκό προσκήνιο, συμμετέχοντας ενεργά στις πολιτικές και οικονομικές διεργασίες τις ένωσης, ώστε να ενισχύσει τη θέση της στη διεθνή τάξη.
Η Κύπρος ενίσχυσε την ικανότητα της να αντιμετωπίζει διεθνείς προκλήσεις, συμμετέχοντας ενεργά στις συζητήσεις και στις αποφάσεις που αφορούν στο ευρύτερο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Ταυτόχρονα όμως, τόσο η πορεία προς την ένταξη, όσο και η προσαρμογή αποτέλεσαν και αποτελούν μια συνεχή διαδικασία, η οποία απαιτεί διαρκή αξιολόγηση. Αυτή η συμμετοχή και οι συνέπειες κρίνονται και δοκιμάζονται συνεχώς. Η δε ορθή ή όχι αξιοποίηση των εργαλείων που η Ε.Ε. προσφέρει αποτελεί το πλέον επίκαιρο ερώτημα στο δημόσιο διάλογο του εθνικού μας ακροατηρίου. Ειδικότερα, όταν προκύπτει η ειδική και πλέον ευαίσθητη πτυχή που αφορά το Κυπριακό, καθώς και αυτή του σύγχρονου ανθρωπιστικού σκληρού ζητήματος του μεταναστευτικού – προσφυγικού.
Επιπροσθέτως, η ένταξη έθεσε τις προϋποθέσεις για διεθνή συνεργασία, καθώς η χώρα έγινε μέρος σημαντικών δικτύων για διεθνή διπλωματία. Η προσβασιμότητα στους ευρωπαϊκούς χρηματοδοτικούς πόρους ωστόσο επέτρεψε στην χώρα να διευρύνει τις διασυνοριακές και διακρατικές της συνεργασίες, αλλά και να συμμετέχει σε προγράμματα και έργα που ενισχύουν την περιφερειακή ανάπτυξη και σταθερότητα. Η ενισχυμένη διεθνής παρουσία έδωσε στην Κύπρο μια νέα διάσταση στην ικανότητά της να διαδραματίζει ρόλο στις πολιτικές ασφαλείας και ανάπτυξης της Ε.Ε.. Το κρίσιμο πάντα ερώτημα είναι κατά πόσο το πράξαμε αυτό με επιτυχία ή το ασκήσαμε ως ακρωτηριασμένο προνόμιο, υπό την έννοια της μη επαρκούς επιστράτευσης και αξιοποίησης του, με ό,τι αυτό περιλαμβάνει.
Συνοψίζοντας, οι πρώτες επιπτώσεις της ένταξης κατέδειξαν μια σαφή πρόοδο σε πολλά ζωτικά επίπεδα, αλλά και στις προκλήσεις που συνεπάγεται μια τόσο μεγάλης κλίμακας προσαρμογή. Η Κύπρος μέσω της εμπειρίας αυτής έχει μάθει να ισορροπεί μεταξύ των εθνικών και ευρωπαϊκών προκλήσεων, αναζητώντας ταυτόχρονα τον τρόπο να αξιοποιεί τις ευκαιρίες και προϋποθέσεις που προσφέρει η συνεργασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι πολιτικές που εφαρμόζονται και οι προσαρμογές που γίνονται θα πρέπει να αποβλέπουν στην ενίσχυση της εθνικής ανάπτυξης και της διεθνούς θέσης, παρέχοντας στρατηγική ευκαιρία στην ευρωπαϊκή κοινότητα.
Παράλληλα, η γεωγραφική θέση της Κύπρου αποτελεί για την Ε.Ε. πύλη προς τη Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική. Αυτή η θέση επιτρέπει στην Κύπρο να διαδραματίζει ζωτικό ρόλο στην ενεργειακή ασφάλεια, την μεταναστευτική διαχείριση, καθώς και στην διαμεσολάβηση διπλωματικών ζητημάτων, παρέχοντας μια πλατφόρμα για ενισχυμένη παρουσία της Ένωσης στην πλέον ευαίσθητη γεωπολιτικά περιοχή.
Εκτός όμως από την γεωπολιτική της σημασία, η Κύπρος δύναται, μέσω της συμμετοχής της στην Πολιτική Ασφαλείας και Άμυνας της Ε.Ε., να έχει ρόλο στην ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας εντός της ένωσης, καθώς και να συνδράμει στην ισχυροποίηση της ευρωπαϊκής ικανότητας για αντίδραση σε κρίσιμες στιγμές, συμμετέχοντας σε αποστολές και επιχειρήσεις που προάγουν την σταθερότητα και την ασφάλεια σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο.
Μέσα σε αυτά τα 20 χρόνια, έχει καταστεί σαφές ότι η Κύπρος δύναται να προωθήσει συνδυαστικά τις εθνικές της ανάγκες με τις ευρύτερες ευρωπαϊκές πολιτικές, ενισχύοντας έτσι τον περιφερειακό αλλά και τον παγκόσμιο διάλογο. Η δυνατότητα να παρέχει γέφυρες συνεργασίας μεταξύ Ευρώπης και Μέσης Ανατολής είναι ιδιαίτερα πολύτιμή, και την καθιστά ένα κρίσιμο στοιχείο στις προσπάθειες της Ε.Ε. για σταθερό περιβάλλον στην περιοχή.
Πέρα όμως από τα συνολικά και συλλογικά ζητήματα σχετικά με τη λειτουργία, δομές, συνοχή και συνεργασίες εντός της Ε.Ε., η ένταξη αποτέλεσε για την Κύπρο και τον Ελληνισμό ευρύτερα το διαβατήριο για την διεκδίκηση μιας δίκαιης, βιώσιμης και λειτουργικής λύσης στο Κυπριακό, αφού το πλαίσιο ίδρυσης, λειτουργίας, σύστασης και οράματος της ένωσης δεν επιτρέπει την σύγκρουση με αρχές όπως η δημοκρατία, η δικαιοσύνη, η ισότητα, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της εδαφικής ακεραιότητας ,αλλά και κάθε πανανθρώπινου ατομικού και συλλογικού δικαιώματος.
Η ένταξη λοιπόν θωράκιζε τις προϋποθέσεις για την επίτευξη μια δίκαιης λύσης, αλλά πολύ περισσότερο, θωράκιζε το δικαίωμα αποτροπής μιας τυχόν άδικης, ασταθούς και μη λειτουργικής λύσης.
Η ιστορία της Κύπρου, σημαδεμένη από την τουρκική εισβολή και την κατοχή του 37% του εδάφους της, θέτει την εκάστοτε πολιτική ηγεσία ενώπιον της ηθικής ευθύνης να αποτελέσουν η απελευθέρωση και επανένωση την πρωταρχική πρόκληση και στόχευση.
*τ. Πρέσβης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ελλάδα, π. Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.