Γράφει η Καρίνα Ιωαννίδου
Έγινα κλιματικός μετανάστης. Πήρα τα όρη, τα άγρια βουνά αναζητώντας τόπο σκιερό να «δροσίσω» σώμα και μυαλό. Όμως, δυο βήματα μπορεί να είναι το βουνό μα ο «ίσκιος» του μοιάζει να μ΄ αγνοεί προκλητικά. Πρωί. Ο καλοκαιρινός ήλιος μπαίνει ορμητικός από το παράθυρο και μπραφ πέφτει κατευθείαν επάνω µου. Με «αγκαλιάζει» κι αρχίζω κι ανεβάζω θερμοκρασία. Ζεσταίνομαι. Σηκώνομαι. Κάθομαι στην πολυθρόνα πλάι στον ανεμιστήρα. Νυστάζω, αλλά, όχι, δεν θα κοιμηθώ. Θα πάρω χαρτί και μολύβι και θα γράψω! Δεν γράφω… Ο ανεμιστήρας περιστρέφεται προκαλώντας ασυγκράτητη ροή αέρα… ανακυκλώνοντας ό,τι έχει συσσωρευτεί στο δωμάτιο. Μικρά αιωρούμενα σωματίδια από ρύπους μαζί με θραύσματα μνήμης, σε πανστρατιά, με «σφυροκοπούν» με προφανή σκοπό να με αποτελειώσουν. Οι «διάολοι» όσο μικρότεροι είναι σε μέγεθος, τόσο βαθύτερα εισχωρούν μέσα μου. Μικροί στο μάτι, άσσοι στην απάτη… Το μέσα μου αρχίζει να κοχλάζει, νιώθω να έχω πυρετό, δυστυχώς, όχι δημιουργίας. Σκέψεις γεννιούνται πάνω σε άλλες σκέψεις που μπλοκάρουν τις πρώτες. Σκέψεις «άτακτες» που δεν μπορώ να ελέγξω, που, δυστυχώς, δεν βγάζουν νόημα για να τις μεταφέρω στο χαρτί. Πάω να βρω τον ειρμό και τότε ανάμεσα στους συλλογισμούς μου «ξεπροβάλλει» το άγχος μου για τυχόν συνέπειες που θα υποστώ άμα τις εμφανίσω στο χαρτί. Ο ανεμιστήρας επηρεασμένος κι αυτός από την υπερθέρμανση δεν περιστρέφεται πλέον. «Ανεμιστήρια» οι σκέψεις μου. Η ζέστη λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής του ήδη υπάρχοντος προβλήματος. Μου θολώνει το νου, μου μπλοκάρει τα τσάκρα. Το κατέβασμα «αρχείου ιδεών», αποτυγχάνει. Αδυναμία λήψης… «Φευ, φευ συγγραφεύ» απλώνεται κάτι σαν ψίθυρος στο δωμάτιο… Καταρρέω, πέφτω και κοιμάμαι μέσα σε μια λίμνη αχνίζοντος ιδρώτα.
Εφιάλτης 1
Κάθομαι στην καρέκλα του γραφείου μου. Τραβάω το κορδονάκι από τη λάμπα φωτιστικό. Δεν ανάβει. Προσπαθώ ξανά και ξανά… Είναι ελαττωματική; Μα, χθες την άλλαξα. Γιατί να μην «ανάβει» μια σπίθα; Να μην πυρακτώνεται, ντιπ; Να μη φωτίζει ούτε όσο ένα κερί; Και μετά, σου λέει: 100 κηρίων λαμπτήρας! Χρειάζομαι την υποβοηθούμενη «φώτιση» γιατί ίσως είναι ο μόνος τρόπος να κατεβάσω μια «φαεινή» ιδέα… αλλιώς πάω «στα τυφλά». Προσπαθώ, αλλά, τίποτα. Ωστόσο πρέπει να επιμείνω… να επιδείξω πειθαρχία. Η πειθαρχία της συγγραφής κάνει τη στρατιωτική πειθαρχία να μοιάζει με ανέκδοτο… Ο συγγραφέας είναι αληθινός στρατιώτης με συγκεκριμένη αποστολή. Σηκώνομαι, περπατάω πάνω κάτω και μετά στέκομαι ακίνητος στη μέση του δωματίου. «Κάτσε κάτω! Ποιες είναι οι θεμελιώδεις θέσεις βάλλοντος, στραβάδι;». Γυρνάω τρομοκρατημένος «του γράφοντος εννοείτε» ψελλίζω. Στρίβω 90 μοίρες και βλέπω έναν στρατιωτικό. Περνάω στην αντεπίθεση: «Άκου να δεις», του φωνάζω, «είσαι στο δωμάτιό µου! Να φύγεις αμέσως.». Εκείνος δεν κουνιέται. Στέκει εκεί ακίνητος, «εύζωνας» και συνεχίζει…
-Αράζεις γιωτά;
-Παρντόν;
-Άμα βαριέσαι, πεσ΄ το μας, να μας φέρουν άλλον… Γκάου είσαι; Τί αναγράφεται στην έκθεση ικανότητάς σου από τον γνωματεύοντα, κομάντο;
-Δεν έχω πάει στρατό!
-Ανυπότακτος είσαι!
-Όλα στη ζωή είναι προαιρετικά…
-Σε στρατεύω, εγώ, λοιπόν, με το βαθμό του ταψίαρχου. Θα σε χορέψω στο ταψί, βυσματία! Αυτά τα περί «καλλιτεχνικών φύσεων» που δεν πάτε στρατό: συγγραφείς, ηθοποιοί, ψυχολόγοι κλπ. δεν επαρκούν ως αιτιολογία…
-Καλύτερα να αυτοκτονήσω…
-Και δεν αυτοκτονείς! Ούτε για «βιλαρίμπας» δεν κάνεις!
Άλλη μια σφαίρα από μολύβι στην καρδιά!
Εφιάλτης 2
-Κοιτάτε μούτρα για συγγραφέας! Κι είναι δουλειά αυτή;
-Δεν το ελέγχω, πατέρα… Αυτό μου λέει η ψυχούλα μου να κάνω…
-Α, τη σκατόψυχη… μόνον να σε παραπλανάει θέλει… Ποιος θα πληρώσει για να διαβάσει αυτά που γράφεις; Ή θα αδιαφορήσουν ή θα σε «ξεσκίσουν» ή θα πάνε τα γραπτά σου για πολτοποίηση… Θα καταντήσεις ή εξαρτημένος ψυχάκιας ή αλκοολικός ή….! Κοίτα να αλλάξεις μυαλά!
-Καλύτερα να αυτοκτονήσω…
-Και δεν αυτοκτονείς!
-Κι εσύ πατέρα! Αυτό μου είπε κι ο άλλος!
-Ποιος άλλος; Ο ίδιος είμαι! Σε αποκηρύσσω από παιδί μου, ανόητε…
Ανόητος; Οκεύι! «Ο συγγραφέας δεν πρέπει να είναι πιο έξυπνος από τα βιβλία του», λένε. Ναι, αλλά εδώ με έχουνε «πάρει φαλάγγι», ήρωες, αντιήρωες, ακόμα κι οι λάμπες… Όλοι, όλα θεωρούν τους εαυτούς τους πιο «έξυπνους» από μένα… Τραβάω με δύναμη το κορδόνι της λάμπας και τότε ω του θαύματος η λάμπα ανάβει.
Εφιάλτης 3
-Μη μου τραβάς άλλο το κορδόνι, συνεννοηθήκαμε; Ανάβω όταν κρίνω ότι αξίζει να «φωτίσω» πρόσωπα και καταστάσεις. Με εσένα, φίλε… τζάμπα καίει η λάμπα…
-Εεεεε, μη σβήνεις! Έχω δώσει dead line στον εαυτό μου …
-Το lifeline σου είναι δικό σου θέμα. Εγώ, είμαι dead προς το παρόν.
-Χρειάζομαι «φώτιση»…
-Ποτέ μια λέξη δεν έχει παραφθαρεί τόσο…Εγγυημένη «φώτιση» χωρίς πραγματικές εμπειρίες δεν υπάρχει. Απορείς που δεν γράφεις; Απορώ πως επαφίεσαι στην τεχνητή φώτιση και σε άσχετους κι επισφαλείς οδηγούς για να σου δείξουν το δρόμο…
-Μα πως να γράψω μέσα στο σκοτάδι;
-Μόνο μέσα απ΄ το σκοτάδι μπορείς να δεις το φως. Αλλά, εσύ φίλε, υποσκάπτεις το φως μέσα σου…
Εφιάλτης 4
Ο ήχος του ανέμου κι ο παφλασμός από μια «θάλασσα δέντρων» φτάνει από μακριά. Δρόσισε! Υπέροχη μέρα για πεζοπορία. Ο καλύτερος τρόπος για να ξεκινήσω τη μέρα μου. Περπατάω και σύντομα μπροστά μου απλώνεται το δάσος. Αλλά, όχι, ένα οποιοδήποτε δάσος! Εδώ, άλλοι άνθρωποι έρχονται για τη σπάνια ομορφιά του, άλλοι για να τελειώσουν τη ζωή τους κι άλλοι με την ελπίδα να δουν με τα μάτια τους σε κάποιο δέντρο κρεμασμένο έναν αυτόχειρα… Σίγουρα ο τόπος αυτός ξεπερνάει και την πιο σκοτεινή πλευρά της φαντασίας μου. Καθώς περπατάω αισθάνομαι πως κάποιος με ακολουθεί και, ναι, νιώθω την καυτή ανάσα του στο σβέρκο μου. Με προσπερνάει βιαστικός… Του φωνάζω καθώς τον βλέπω να κατευθύνεται προς dead end…
-Ε, φίλε, που πας; Από κει είναι αδιέξοδο…
-Πάω από εδώ που πάν΄ κι άλλοι…
-Γιατί βιάζεσαι; Εδώ οι άνθρωποι έρχονται για να χαλαρώσουν… Μήπως μπορείς να που πεις την ώρα;
-Είναι ώρα Γκρίνουιτς… Είμαστε στο σημείο μηδέν! (Κάνει να φύγει. Του φωνάζω).
-Δίψασα. Πάμε για μια κρύα μπύρα;
-Τζάμπα θα πάει…
-Σκέφτεσαι να αυτοκτονήσεις; Θα ήθελες μήπως να μιλήσεις για αυτό; Με ενδιαφέρει… Γράφω ιστορίες…
–-Και πως τις τελειώνεις τις ιστορίες;
-Όχι, αισιόδοξα πάντα. Πάμε για μια κρύα μπύρα να το συζητήσουμε;
-Τζάμπα θα πάει… Έχω μπει ήδη σε τροχιά…
-Θέλεις να κρεμαστούμε παρέα;
-Διάλεξε δέντρο… Κερνάω σκοινί…
Και διάλεξα. Και σκαρφαλώσαμε σε διπλανά δέντρα. Και κρεμαστήκαμε. Όμως, ξαφνικά χρατς κόβεται το σκοινί κι αρχίζουμε να πέφτουμε στο κενόοοοοοο… Καθώς πέφταμε από ύψος 10 μέτρων ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος…
-Εεεεε second hand σκοινί αγόρασες; Είσαι σοβαρός αυτόχειρας εσύ που ούτε το όνομά σου δεν μου είπες! …
-Είμαι τόσο «σοβαρός» όσο κι εσύ που δεν αναγνωρίζεις τον «ήρωα» που ο ίδιος δημιούργησες! Και με έχεις «αβάφτιστο» και με στέλνεις στον αγύριστο. Δεν μου αφήνεις καμία επιλογή!
-Σε εμπιστεύτηκα, όμως, παρόλο που ήξερα πως ο απαγχονισμός -βάσει στατιστικής- δεν είναι εγγυημένη μέθοδος, καθώς πολλοί επιζούν…
-Καλά που πρόβλεψα, εγώ, για plan b. Η πτώση από δέντρο ήταν πρωτοβουλία μου. Και τώρα βγάλε το σκασμό! «Σκοτωνόμαστεεεεεεε»…
Σιωπή…
Μετά πετάχτηκα από το κρεβάτι αλαφιασμένος. Το υποσυνείδητό μου χτύπησε καμπανάκι! Το σοκ της «πτώσης» με ταρακούνησε τόσο που λες κι έδωσε ώθηση στη «γεννήτρια» του μυαλού μου κι αυτή τσουπ άρχισε «κατέβασμα» και γρήγορη «λήψη ιδεών». «Επαναλειτούργησαν»: το μυαλό, ο ανεμιστήρας κι η λάμπα μου… Άρχισα να γράφω απνευστί σαν καθ΄ υπαγόρευση κι όταν έγραψα φαρδιά πλατιά κάτω από την ιστορία μου, «Τέλος», ουφ λυτρώθηκα… Γίνανε «ανεμιστήρια» τα: «Δεν μπορείς», «Δεν θα κάνεις τίποτα στη ζωή σου», «θα αποτύχεις»…
Ναι, αλλά, πόσο κρατάει η ευτυχία; Γιατί ο φόβος έσφιξε και πάλι την καρδιά μου «Θα μπορέσω να γράψω κι αύριο;». «Γράψεις, δε γράψεις μια τελεία είσαι σε σχέση με τι υπάρχει γύρω μας. Ούτε ένα ευχαριστώ δεν είπες που κάθε τόσο με «αυτοκτονείς» για την αυτοπροβολή σου. Αφεντικά τέλος! Αυτονομούμαι! Παύω να είμαι η συγγραφική σου «λάντζα»»… Φράσεις σαν κι αυτές άρχισαν να απλώνονται σαν ψίθυροι στο δωμάτιο… «Βραχυκύκλωσα». «Για ποια μεταλλική φλάντζα μιλάς ρε φίλε;» φώναξα στον αέρα και ο αέρας, που μόλις φύσηξε, μου απάντησε: «Έκαψες φλάντζα, φίλε, τελεία!»…
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.