Του ΤΑΣΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Πριν πενήντα χρόνια αυτές τις μέρες του Αυγούστου παίχτηκε στη Γενεύη σε διπλωματικό επίπεδο, το τελευταίο μέρος του δράματος της κυπριακής τραγωδίας. Ήταν η συνάντηση των τριών εγγυητριών δυνάμεων Ελλάδας, Αγγλίας και Τουρκίας με σκοπό την επίλυση του κυπριακού, στην πληγωμένη ήδη από τις ορδές του Αττίλα, γη της Μεγαλονήσου.
Οι Τούρκοι φθάνοντας στη Γενεύη, είχαν ήδη καταλάβει το 15% της Κύπρου, προελαύνοντας και μετά την κατάπαυση πυρός και διευρύνοντας το προγεφύρωμα τους, που άνοιξαν με την εισβολή της 20ης Ιουλίου 1974.
Οι συνομιλίες παρωδία, που πραγματοποιήθηκαν από τις 8 Αυγούστου έως τις 13 Αυγούστου 1974, αποδείχθηκαν μια ακόμη παρελκυστική κίνηση της Άγκυρας, προκειμένου να ρίξουν στάχτη στα μάτια, όσων πίεζαν για συνομιλίες και διάλογο.
Οι απαιτήσεις του Ετσεβίτ ήταν εξ αρχής παράλογες και εξωπραγματικές, που καμιά ελληνική ή κυπριακή κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί.
Ζητούσαν εκβιαστικά, βάζοντας κυριολεκτικά το πιστόλι στον κρόταφο της ελληνικής αντιπροσωπείας, να αποδεχτεί και να νομιμοποιήσει με την υπογραφή της, την κατάληψη του 34% της Μεγαλονήσου για λογαριασμό του 18% Τουρκοκυπρίων, που ζούσαν στην Κύπρο.
Και ταυτόχρονα έθεταν και τελεσίγραφο αποδοχής των όρων των κατακτητών, αρνούμενοι να δώσουν έστω και 36 ώρες προθεσμία στην ελληνική και κυπριακή αντιπροσωπεία να μεταβούν σε Αθήνα και Λευκωσία, προκειμένου να διαβουλευθούν με τις κυβερνήσεις τους.
Ειχαν προετοιμάσει και το έδαφος που ήθελαν να κατακτήσουν, που ξεκινούσε από την περιοχή της Λεύκας δυτικά, περνούσε μέσα από τον Τουρκοκυπριακό θύλακα της Λευκωσίας και κατέληγε ανατολικά στην Αμμόχωστο. Στις πολλές μπλόφες που έκαναν στην διάρκεια των συνομιλιών, ήταν και η προσχηματική των δύο θέσεων.
Η Άγκυρα να θέτει θέμα επίλυσης με έξι καντόνια για τους Τουρκοκύπριους και ο Ντενκτάς ζητάει ευθέως στη συνάντησή του με τον Κληρίδη την πλήρη διχοτόμηση, που ήταν και ο τελικός στόχος της Τουρκικής πλευράς. Σε μια συνομιλία που είχε ο Ντενκτάς με τον Κληρίδη παζάρευε για συνεταιριστική χρήση το λιμάνι της Αμμοχώστου, που ήταν τότε το μεγαλύτερο λιμάνι της Κύπρου.
Τα όσα ακολούθησαν μετά το ναυάγιο των συνομιλιών της Γενεύης με απόλυτη ευθύνη της Άγκυρας είναι γνωστά, μιας και στις 2:20 το πρωί της 14ης Αυγούστου 1974 διακόπηκαν οι συνομιλίες για την άλλη ημέρα, και μετά δέκα ακριβώς λεπτά άρχισαν οι νέοι βομβαρδισμοί και η προέλαση στην Κύπρο.
Αξίζει να δει κανείς και πάλι τι ακριβώς με ιταμό ύφος δια του ΥΠΕΞ τους ζητούσαν οι Τούρκοι, λίγα λεπτά πριν επαναλάβουν τα αεροπλάνα και τα τανκς την προέλασή τους. Μεταβίβαση εντός 24 ωρών της εξουσίας του 34% της Κύπρου στους Τουρκοκύπριους.
Η γραμμή της διχοτόμησης είχε προαποφασιστεί και κυκλοφορούσε ήδη σε χάρτη στην Ουάσινγκτον. Καθώς και ζώνη ασφαλείας για τα τουρκικά στρατεύματα, που θα καταλάμβαναν το βόρειο τμήμα της Μεγαλονήσου.
Κι αυτές οι ‘προτάσεις’ του Γκιουνές στη Γενεύη έγιναν με το εξής ερώτημα. Τις δέχεστε ή όχι; Το προφανές που προκύπτει είναι ότι τα ερωτήματα ήταν απλά ρητορικά και εκβιαστικά, που κανείς εχέφρων δεν θα μπορούσε να τα αποδεχτεί.
Ιδιαίτερα αποκαλυπτική είναι η τηλεφωνική συνομιλία του Κίσινγκερ με τον νεοεκλεγέντα Πρόεδρο Φορντ στις 13 Αυγούστου 1974 . Η συνομιλία αυτή έχει ιδιαίτερη αξία μιας και πραγματοποιήθηκε λίγες ώρες πριν από το ναυάγιο των συνομιλιών της Γενεύης και πριν εκδηλωθεί η δεύτερη φάση της εισβολής.
Ο Ετσεβίτ που υπήρξε μαθητής του Κίσινγκερ έχει ήδη παρουσιάσει στον ΥΠΕΞ των ΗΠΑ τον χάρτη του κυπριακού εδάφους, που επρόκειτο να καταλάβουν οι Τούρκοι με τον τελευταίο να δηλώνει ότι ‘δεν υπάρχει κανένας λόγος για την Αμερική για τον οποίο οι Τούρκοι δεν πρέπει να έχουν το 1/3 της Κύπρου’ και επισημαίνοντας ότι, εάν η Ελλάδα και η Τουρκία έφταναν σε σύγκρουση, τότε οι ΗΠΑ θα στηρίξουν την Τουρκία, που είναι πιο σημαντική.
Το σχέδιο της δεύτερης εισβολής ήταν ήδη γνωστό στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αλλά ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας δεν έκανε καμία κίνηση ή παρέμβαση με σκοπό να την αποτρέψει, αφήνοντας την Τουρκία να ελεύθερη να προχωρήσει στα διχοτομικά της σχέδια.
Όπως προκύπτει από τα αρχεία του ιδρύματος Κωνσταντίνου Καραμανλή, όπως αυτά δημοσιεύονται στο βιβλίο ‘Όταν η Κύπρος εάλω’ από τις εκδόσεις Παπαζήση, ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδος έκανε απέλπιδες προσπάθειες να σώσει την Αμμόχωστο, πιέζοντας προς κάθε κατεύθυνση.
Όμως η Τουρκία μολονότι κράτησε το Βαρώσι κλειστό για σχεδόν πενήντα χρόνια, το είχε σε ομηρεία με στόχο και σκοπό να εισπράξει την αναγνώριση των τετελεσμένων, αποδίδοντας ως αντάλλαγμα ένα μικρό κομμάτι γης, στο οποίο πριν από την εισβολή, ζούσαν 90.000 Ελληνοκύπριοι που προσφυγοποιήθηκαν.
Δυστυχώς η ιστορία του κυπριακού γράφτηκε με πόνο, δάκρυ και αίμα και ουδείς μπορεί να προβλέψει μιαν εξέλιξη λύσης, που θα δικαιώνει τους εκτοπισμένους που ζουν και αυτούς που έφυγαν…
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.