γράφει η Φανούλα Αργυρού*
Σήμερα, υπενθυμίζουμε περιληπτικά, τι ζητούσε από τους Βρετανούς ο μ. Σπύρος Κυπριανού σε αντίθεση με τι προσέφεραν μετά από αυτόν ο Γ. Βασιλείου μέχρι Νίκος Χριστοδουλίδης.
Στις 30 και 31 Δεκεμβρίου 2014 δημοσιεύσαμε στη ‘Σημερινή’ τι είχαν αποδεσμεύσει στο Βρετανικό Εθνικό Αρχείο για την προεδρία Σπ. Κυπριανού για τα έτη 1985-86 μέσω δύο πρωθυπουργικών φακέλων (όχι του Φόρειν ΄Οφις), και οι οποίοι κάλυπταν διαδοχικές συναντήσεις του με την τότε Πρωθυπουργό μ. Μάργκαρετ Θάτσερ.
Στη συνάντησή τους στις 14 Ιανουαρίου 1985, στην πρωθυπουργική κατοικία, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Σπύρος Κυπριανού ζήτησε την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ( όπως ήταν αρχικά γνωστή η σημερινή ΕΕ). Γνώριζε ότι η πρότασή του (προσωπική μεν αλλά επαναλαμβανόταν στις συναντήσεις του) δεν φαινόταν ρεαλιστική, όμως ήταν πεπεισμένος ότι πρόσφερε την καλύτερη μακροπρόσθεσμη ελπίδα για διαρκή λύση του Κυπριακού.
Ο τότε Υπ. Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας Τζέφρι Χάου, που παρευρέθηκε στη συνάντηση, είπε ότι τέτοιες ιδέες εμπεριείχαν τον κίνδυνο δημιουργίας νέων περιπλοκών στο Κυπριακό. Η Τουρκία οπωσδήποτε θα επέμενε να παραμείνει εγγυήτρια δύναμη και η Πρωθυπουργός συμφώνησε ότι θα ήταν δύσκολο να εγκαταλειφθούν οι υφιστάμενες διευθετήσεις εγγυήσεων.
Ο Πρόεδρος Κυπριανού, όμως, επέμενε στην ανάγκη αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων και των εποίκων, και διαφωνούσε με τη βρετανική προτροπή να μην επιμένει στην αποχώρησή τους προτού επιτευχθεί συμφωνία στο εδαφικό και συνταγματικό.
Αντίθετα, ο Κυπριανού το εύρισκε μη ρεαλιστικό για την κυπριακή κυβέρνηση να εγκαταλείψει την εξουσία της προτού αποχωρήσουν τα κατοχικά στρατεύματα.
Οι εγγυήσεις
Εξηγώντας αναλυτικά την κατάσταση στην κ. Θάτσερ, ο κ. Κυπριανού είπε πως οι Τουρκοκύπριοι είχαν αποσύρει (τότε) το αίτημά τους για εκ περιτροπής προεδρία, είχαν συμφωνήσει το Εκτελεστικό να παρέμενε στο σύστημα του 1960, όμως ήθελαν βέτο σε όλες τις αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας και απαιτούσαν ο Υπουργός Εξωτερικών να ήταν πάντα Τουρκοκύπριος. Η κύρια ανησυχία του Σπύρου Κυπριανού ήταν ότι θα συναντούσε σοβαρές δυσκολίες με τον Ρ. Ντενκτάς στην αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, στις εγγυήσεις και τις θεμελιώδεις ελευθερίες.
Ο Ντενκτάς την ίδια μέρα είχε επαναλάβει από την Άγκυρα ότι δεν υπήρχε θέμα συμφωνίας, εκτός και αν η Τουρκία παρέμενε εγγυήτρια δύναμη και πως αν οι Ελληνοκύπριοι πίστευαν ότι θα κατάφερναν πλήρη ελευθερία διακίνησης και εγκατάστασης, ζούσαν σε ψευδαισθήσεις.
Ο Πρόεδρος Κυπριανού ζήτησε από την κ. Θάτσερ να μελετήσει την πρόταση για ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και ΝΑΤΟ, γιατί πίστευε ότι θα ήταν η καλύτερη εγγύηση για ενότητα στην Κύπρο και αποφυγή της ανάγκης των εγγυήσεων.
Τα έγγραφα επιβεβαιώνουν ότι ο Πρόεδρος Σπύρος Κυπριανού, σε όλες του τις συναντήσεις με την Πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ, υποστήριζε την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ και στην επαναφορά στην κατάσταση του 1960.
Συνδιαβούλευση
Ο Σπύρος Κυπριανού ήθελε, επίσης, να επαναφέρει την ιδέα συνδιαβούλευσης (που είχε εκφράσει σε προηγούμενα χρόνια) με τις εγγυήτριες δυνάμεις, αλλά τον αποθάρρυνε η κ. Θάτσερ πως δεν ήταν ο κατάλληλος χρόνος. Προτεραιότητα, του έλεγε, ήταν η πρόοδος στις εκ του σύνεγγυς συνομιλίες. Αρνητική στη συνδιαβούλευση με τις εγγυήτριες δυνάμεις ήταν -σύμφωνα με τα έγγραφα- και η θέση της Αθήνας.
Και ο Μακάριος υπέρ ένταξης στο ΝΑΤΟ…
Από προηγούμενα βρετανικά έγγραφα σημειώνω ότι και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ήταν υπέρ του ΝΑΤΟ από το 1966. Σε εμπιστευτικότατο έγγραφο ημερ. 15 Δεκεμβρίου 1966, οι Βρετανοί είχαν την πληροφορία απευθείας από τον ίδιο τον Μακάριο ότι «η κυβέρνησή του θα παραχωρούσε μία βάση στο ΝΑΤΟ, για στάθμευση στρατευμάτων, εκτός από τουρκικά».
Σταδιακή αποστρατιωτικοποίηση
Με τηλεγράφημα από Ουάσιγκτον προς το Φόρεϊν Όφις, ημερ. 10 Ιανουαρίου 1984, οι Βρετανοί έδιδαν λεπτομέρειες για τις προτάσεις Σπ. Κυπριανού για λύση. Βασική προϋπόθεση για λύση, η αποστρατιωρικοποίηση. Σε πρώτο στάδιο, αποχώρηση όλων των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων μαζί με τους εισαγόμενους εποίκους από την Τουρκία. Αργότερα, αποχώρηση των ελληνικών και τουρκικών στρατευμάτων, που βρίσκονται στην Κύπρο βάσει της Συνθήκης Συμμαχίας, και διάλυση της Εθνικής Φρουράς και των ούτω καλούμενων σωμάτων ασφαλείας των Τουρκοκυπρίων. Ακολούθως, διεθνής δύναμη των Ηνωμένων Εθνών, αποτελούμενη από χώρες που δεν είχαν άμεση ανάμιξη με την Κύπρο. Η Κυπριακή Δημοκρατία να γίνει ομόσπονδο κράτος.
Μέχρι και 25%
Σε ξεχωριστό έγγραφο, ημερ. 11 Ιανουαρίου 1984, με τίτλο «Περίγραμμα για συνολική λύση του κυπριακού προβλήματος», καταγράφονται οι προτάσεις Σπ. Κυπριανού . «…Οι Τουρκοκύπριοι αποτελούν το 18% του πληθυσμού και οι έποικοι από την Τουρκία κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες δεν μπορούν να θεωρούνται Κύπριοι. Παρόλο που οι Τ/κ είναι το 18%, όπως λέχθηκε και στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ στις 30 Σεπτεμβρίου 1983, η ελληνοκυπριακή πλευρά προτείνει διαπραγμάτευση στη βάση του 23% για την περιοχή κάτω από τουρκοκυπριακή διοίκηση. Όμως, αν είναι να εξασφαλιστεί γρήγορα μια συνολική λύση, θα είναι δυνατόν να συμφωνήσει στο 25% στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, νοουμένου ότι περιοχές όπως η Αμμόχωστος και Μόρφου, που ήταν πλειοψηφικά κατοικημένες από Ελληνοκυπρίους πριν τον ξεριζωμό τους με την εισβολή, θα τεθούν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση.
Στο Συνταγματικό πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι κάτω από ένα ομοσπονδιακό σύστημα οι περιοχές (regions) ή επαρχίες (provinces) θα έχουν αρκετή αυτονομία και εξουσίες, αλλά δεν θα επεμβαίνουν στις λειτουργίες της ομόσπονδης κυβέρνησης, αλλιώς το κράτος θα κινδυνεύει με διάλυση. Στο Εκτελεστικό, το προεδρικό σύστημα του 1960 θεωρείται κατάλληλο. Στο Νομοθετικό, ο κ. Κυπριανού υποστηρίζει «unicameral system» ως πιο κατάλληλο και εναλλακτικά ένα «bi-cameral system», αποτελούμενο από μία κάτω βουλή και μία άνω βουλή… Τα ανθρώπινα δικαιώματα και θεμελιώδεις ελευθερίες, περιλαμβανομένων και των τριών ελευθεριών διακίνησης, εγκατάστασης και δικαιώματος ιδιοκτησίας, πρέπει να εξασφαλίζονται τόσο σε ομοσπονδιακό όσο και περιφερειακό επίπεδο, και θα πρέπει να αποτελούν μέρος του ομοσπονδιακού συντάγματος…»
Η λέξη «unitary» ενόχλησε τους Τούρκους και το δέχθηκε το Φ.Ο!!!
Στο ανακοινωθέν της πρωθυπουργικής κατοικίας, που ακολούθησε τη συνάντηση του Προέδρου Κυπριανού με την Πρωθυπουργό Θάτσερ στις 14 Ιανουαρίου 1985, γράφτηκε ότι «η Πρωθυπουργός επανέλαβε την υποστήριξή της σε μια ενιαία Κύπρο…» και η λέξη που χρησιμοποιήθηκε ήταν «unitary» (ενιαία). Αυτή ενόχλησε αμφότερους Τούρκους και Τουρκοκυπρίους. Γι’ αυτό και προέβησαν σε παραστάσεις προς το Φόρεϊν Όφις, καθώς επιστολή από το Φ.Ο. προς τον Γραμματέα της κ. Θάτσερ ημερ. 31 Ιανουαρίου 1985 έγραφε:
«… Η λέξη «unitary» (ενιαία) παρόλο που όσον αφορά το αγγλικό λεξικό θεωρείται συνώνυμη της unified (ενοποιημένη), φαίνεται ότι ενόχλησε τους Τούρκους και τους Τουρκοκυπρίους. Το ερμηνεύουν ότι υπονοεί ακριβώς το αντίθετο της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, όπως προτάθηκε στο έγγραφο της συμφωνίας Υψηλού Επιπέδου του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ… Εξ όσων γνωρίζουμε, η πρώτη φορά που η λέξη «ενιαία» χρησιμοποιήθηκε σε σχέση με τις προσδοκίες μας για την Κύπρο ήταν από την Πρωθυπουργό κατά τη διάρκεια ερωτήσεων/απαντήσεων στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 12 Ιουνίου 1984. Έκτοτε υιοθετήσαμε τη λέξη στις επαφές μας με το Κοινοβούλιο και τον Τύπο. Όμως, ενόψει των τουρκικών και τουρκοκυπριακών ευαισθησιών στην Κύπρο, πιστεύουμε ότι θα ήταν πιο σωστό να αντικαταστήσουμε τη λέξη «ενιαία» με τη λέξη «ενοποιημένη» σε όλες τις μελλοντικές ανακοινώσεις μας».
Στη δε επιστολή του ημερομηνίας 5 Δεκεμβρίου 1984 προς την Πρωθυπουργό Θάτσερ, ο Πρόεδρος Κυπριανού την ευχαριστούσε για τη βοήθειά της, γιατί πίστευε ότι η βελτίωση της τουρκικής στάσης είχε πολύ να κάνει με τις δικές της προσπάθειες. Όμως, από μόνη της αυτή η βελτίωση δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως σπάσιμο του αδιεξόδου. Οι συνταγματικές διευθετήσεις έπρεπε να στοχεύουν στη σταθερότητα, της έγραψε, κατονομάζοντας τις δυσκολίες…
Οι Τουρκοκύπριοι επέμεναν σε βέτο σε όλες τις αποφάσεις του ομοσπονδιακού εκτελεστικού και του ομοσπονδιακού νομοθετικού. Αυτά, εκτός του ότι δεν θα τα δεχόταν η πλειοψηφία των πολιτών, οπωσδήποτε θα μετέτρεπαν το σύστημα σε μη λειτουργικό, θα δημιουργούσαν αστάθεια, με καταστροφικά αποτελέσματα. Όσον αφορά το εδαφικό, επέμενε στην ανάγκη οι περιοχές που θα «επιστρέφονταν» να περιλάμβαναν περιοχές με μεγάλο αριθμό κατοίκων κάτω από ελληνοκυπριακή διοίκηση. «Μπορείτε να φανταστείτε την πικρία όλων εκείνων των συμπατριωτών μας που δεν θα μπορέσουν να επιστρέψουν στα σπίτια τους κάτω από τη δική μας διοίκηση…», έγραφε τότε μεταξύ άλλων ο κ. Κυπριανού και ολοκλήρωσε:
«…Πιστεύουμε ότι η ομόσπονδη διευθέτηση πρέπει να εγγυάται τις θεμελιώδεις ελευθερίες όλων των πολιτών, περιλαμβανομένων της ελευθερίας διακίνησης, εγκατάστασης και δικαιώματος περιουσίας. Πιστεύω ακράδαντα ότι μια συνάντηση υψηλού επιπέδου πρέπει να έχει επιτυχή αποτελέσματα. Αποτυχία μιας τέτοιας συνάντησης θα είναι πολύ επικίνδυνο…»
Τη συνάντηση υψηλού επιπέδου προωθούσε ο τότε ΓΓ του ΟΗΕ.
(Σημ. Φ.Α. Δεν υπήρξε «έγγραφο» «συμφωνίας Υψηλού Επιπέδου» του ΓΓ του ΟΗΕ, για δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία, η αναφορά είναι για την ΑΠΑΤΗ που αναπτύχθηκε σταδιακά με τις 4 κατευθυντήριες γραμμές στη συνάντηση 12.2.1977 που ήταν απλά οδηγίες προς τους διαπραγματευτές για επανέναρξη του διαλόγου. Γράψαμε γι΄αυτό και θα επανέλθω στο επόμενο).
Στις 6 Δεκεμβρίου 1984, ανώτερος αξιωματούχος του Φόρεϊν Όφις, με επιστολή του προς τον Ιδιαίτερο Γραμματέα της Πρωθυπουργού Θάτσερ, εξηγούσε πώς να απαντηθεί η επιστολή Κυπριανού και ουσιαστικά εισηγείτο:
«Να στείλουμε μια γρήγορη απάντηση… που να του δίνει μια γενική ενθάρρυνση να συνεχίσει τη διαδικασία…»
Οι δύο φάκελοι περιλάμβαναν και πρακτικά της συνάντησης που είχε ο Πρόεδρος Κυπριανού στο Λονδίνο με την Πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ στις 17 Νοεμβρίου 1983 (δύο μέρες μετά τη μονομερή ανακήρυξη του Ρ. Ντενκτάς). Ήθελε να της εξηγήσει με πλήρη εμπιστευτικότητα ορισμένα πράγματα. Έπρεπε να εξασφαλιζόταν ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας καταδικάζοντας την ενέργεια των Τουρκοκυπρίων και ζητώντας την αντιστροφή της απόφασης. Μόλις είχε επισκεφθεί την Αθήνα, όπου είχε δει τον Πρόεδρο και τον Πρωθυπουργό. Ήταν σοκαρισμένοι και ένιωθαν εξαπατημένοι από την Τουρκία. Υπήρχε έντονο το αίσθημα στην Ελλάδα πως, μετά από την ανεπαρκή ανταπόκριση στα γεγονότα του 1974, απραξία ή αδιαφορία από μέρους της ελληνικής κυβέρνησης δεν θα γινόντουσαν ανεκτές από την κοινή γνώμη.
Επισημαίνεται ότι αν δεν υπήρχε άμεση επέμβαση και επιβολή της πολιτικής του Φόρεϊν Όφις, η πολιτική της Πρωθυπουργού Θάτσερ έναντι του Κυπριακού θα ήταν πολύ διαφορετική, καθώς φαίνεται ότι ο Πρόεδρος Κυπριανού μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί της και να γίνει κατανοητός ως προς τα αιτήματά του για το συμφέρον της Κύπρου.
Από τα λίγα έγγραφα που μας αποδέσμευσαν, συμπεραίνεται ότι και στο θέμα της Κύπρου η Πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ είχε κάποιες διαφωνίες (όπως και σε άλλα θέματα άσχετα με το Κυπριακό) με την πολιτική των μανδαρίνων του Φόρεϊν Όφις. Ενδεικτικές οι υποδείξεις στο θέμα της λέξης «ενιαία» και πως το Φ.Ο. υπέκυψε, δίχως δεύτερη σκέψη στις τουρκικές παραστάσεις και επέβαλε τη θέση του και στο γραφείο της Πρωθυπουργού.
Γενικά η προσέγγιση του Φόρεϊν Όφις για το Κυπριακό ήταν να καθησυχάζει την κυπριακή κυβέρνηση, να εισηγείται κατευναστικές ενέργειες έναντι των τουρκικών απαιτήσεων, για να αποφεύγει η κυπριακή κυβέρνηση δυναμικές ενέργειες εις βάρος της Τουρκίας και συνέχιση του ενδοκοινοτικού διαλόγου. Τίποτα δεν άλλαξε μέχρι σήμερα.
Σημειώνεται, επίσης, ότι αμφότερα τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας 541 του 1983 και 550 του 1984 γράφτηκαν από τους Βρετανούς και ψηφίστηκαν επί πρωθυπουργίας Μάργκαρετ Θάτσερ.
Ο Κυπριανού ήθελε ένταξη στο ΝΑΤΟ
Μέρος Α’ Σημερινή 30.12.2014
https://simerini.sigmalive.com/media/documents/simerini/simerini_30122014.pdf
Αλλα η Θάτσερ άλλα το Φόρειν ΄Οφις..
Μέρος Β’ Σημερινή 31.12.2014
https://simerini.sigmalive.com/media/documents/simerini/simerini31122014.pdf
*Ερευνήτρια/δημοσιογράφος
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.