του Κυριάκου Κενεβέζου*
Η Κυπριακή Δημοκρατία, όπως και κάθε σύγχρονο κράτος δικαίου, δομείται πάνω στη θεμελιώδη δημοκρατική αρχή της διάκρισης των εξουσιών, η οποία αποσκοπεί στην εξασφάλιση της νομιμότητας, της διαφάνειας και της λογοδοσίας. Οι κρατικοί φορείς, από τους θεσμούς μέχρι την πολιτική ηγεσία, οφείλουν να λειτουργούν βάσει αυτής της αρχής και να παρέχουν σαφή παραδείγματα υπευθυνότητας. Εντούτοις, πρόσφατες επιλογές και παραλείψεις της Προεδρίας της Κυπριακής Δημοκρατίας φαίνεται να αμφισβητούν την θεσμική συνοχή και προκαλούν εύλογα ερωτήματα σχετικά με την ενότητα και την αυστηρότητα των παρεμβάσεων της ηγεσίας σε κρίσιμα ζητήματα.
Το ζήτημα της σύγκρουσης μεταξύ του Γενικού Εισαγγελέα και του Γενικού Ελεγκτή, το οποίο κορυφώθηκε με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και την παύση του Γενικού Ελεγκτή, αποτελεί μία από τις πλέον ενδεικτικές περιπτώσεις θεσμικής πρόκλησης. Παρά τη σοβαρότητα της θεσμικής διαμάχης και την ανάγκη για μία διακριτή και ισχυρή θέση της ηγεσίας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απέφυγε να τοποθετηθεί, αποφεύγοντας να αναλάβει το ρόλο του θεσμικού εγγυητή της δημοκρατικής νομιμότητας. Αντίθετα, επέλεξε να παρέμβει ενεργά σε ζητήματα δευτερεύουσας, αν όχι διαδικαστικής φύσης, όπως η καταβολή εφάπαξ και σύνταξης στον Γενικό Ελεγκτή, το οποίο δεν άπτεται του ουσιαστικού θεσμικού προβλήματος, αλλά επικεντρώνεται σε οικονομικές διαδικασίες και παροχές.
Αυτή η επιλεκτική προσέγγιση υποδεικνύει την ύπαρξη μιας στρατηγικής παρέμβασης σε ζητήματα με κριτήριο τη σιωπηρή αποδοχή της κοινωνίας ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, την έλλειψη αντιπαράθεσης. Με άλλα λόγια, η ηγεσία φαίνεται να επιλέγει θέματα που θεωρεί ασφαλή και κοινωνικά αποδεκτά, παρά αυτά που απαιτούν μια συνεπή και διαρκή προσήλωση στη θεσμική διαφάνεια και στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς.
Από πολιτικής και κοινωνιολογικής άποψης, η αποφυγή ουσιαστικής εμπλοκής σε σημαντικές θεσμικές συγκρούσεις, σε συνδυασμό με την επιλεκτική εμπλοκή σε διαδικαστικά ζητήματα, αποδυναμώνει την κοινωνική συνοχή και υπονομεύει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς. Πρώτον, η ασυνέπεια αυτή προκαλεί σύγχυση στους πολίτες, οι οποίοι παρατηρούν ότι οι θεσμικές παρεμβάσεις βασίζονται σε κριτήρια που δεν σχετίζονται με την ενίσχυση του κράτους δικαίου αλλά με την πολιτική σκοπιμότητα. Δεύτερον, η αποφυγή της εμπλοκής σε αμφιλεγόμενα ζητήματα δημιουργεί την εντύπωση ότι η πολιτική ηγεσία δεν είναι διατεθειμένη να αναλάβει τον ρόλο του θεσμικού προστάτη των δημοκρατικών αρχών, παρά μόνο όταν αυτό συνάδει με την κοινωνική αποδοχή.
Η ακαδημαϊκή βιβλιογραφία έχει αναδείξει επανειλημμένα τον κομβικό ρόλο της πολιτικής ηγεσίας στην καθιέρωση και ενίσχυση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για μια σταθερή και συνεπή στάση σε ζητήματα αρχών και αξιών. Η εναρμόνιση μεταξύ των δηλώσεων και των πράξεων της πολιτικής ηγεσίας είναι καίρια για τη διατήρηση μιας ενωμένης κοινωνίας που βασίζεται στη θεσμική ακεραιότητα και στη δικαιοσύνη. Όταν ο ηγέτης αποφεύγει να αναλάβει το ρόλο της καθοδήγησης και επιλέγει να ασχοληθεί μόνο με ζητήματα που θεωρεί επικοινωνιακά «ασφαλή», τότε ο ρόλος της ηγεσίας αποδυναμώνεται και η σχέση εμπιστοσύνης των πολιτών με τους θεσμούς κλονίζεται.
Συμπερασματικά, η σύγχρονη πολιτική ηγεσία καλείται να αναπτύξει έναν θεσμικά συνεπή τρόπο δράσης, ο οποίος δεν θα καθοδηγείται από επικοινωνιακές προτεραιότητες ή από το κοινωνικό θερμόμετρο, αλλά από τις αρχές της διαφάνειας και της ευθύνης απέναντι στο δημόσιο συμφέρον. Η στάση του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας σε θεσμικά ζητήματα που απαιτούν μια ισχυρή και σαφή τοποθέτηση είναι ζήτημα που χρήζει προσεκτικής εξέτασης, καθώς αφορά την ουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος και την ίδια τη φύση της πολιτικής ηγεσίας σε έναν σύγχρονο, δημοκρατικό και θεσμικό κράτος.
*τ. Πρέσβης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ελλάδα και Πρύτανης του Διπλωματικού Σώματος
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.