γράφει ο Στέλιος Κούκος
Ποιος το περίμενε εκείνο τον καιρό, εκείνες τις μέρες, στις 16 Φεβρουαρίου του 1985, πως θα τελείωνε τόσο απότομα η δημιουργική ζωή του λαμπρού, μεγάλου και πολυπράγμονα συγγραφέα Γιώργου Ιωάννου;
Ποιος το φανταζόταν να έφτανε το όλο δημιουργικό μυθιστόρημα της ίδιάς της ζωής του σ’ αυτό το αναπάντεχο τέλος -και τόσο ξαφνικά!
Κανείς δεν το περίμενε. Ήταν ένα πραγματικό σοκ. Ή για να το φέρουμε στα μέτρα της συγγραφή ή του κινηματογραφικού σεναρίου έμοιαζε σαν ο συγγραφέας ή ο σκηνοθέτης να είχε δυσκολία να κλείσει δημιουργικά, εμπνευσμένα και ποιητικά το έργο του και το τέλειωνε όπως όπως.
Για να μην πω βίαια εξουδενώνοντας πρωταγωνιστή, αναγνώστες και λοιπό κοινό!
Όπως και να το κάνουμε αυτό που παρακολουθούσαμε εκείνες τις μέρες και τέλειωνε τόσο βίαια, σχεδόν μπροστά στα μάτια μας δεν ήταν ένα έργο φαντασίας και τέχνης, αλλά η πορεία και το έργο μιας ολόκληρης ζωής.
Και αυτό, επαναλαμβάνω ήταν ένα φοβερό σοκ, για όλους!
Τώρα, απέμενε μόνον η έλευσή του από την Αθήνα στην γενέτειρα Θεσσαλονίκη, η εξόδιος ακολουθία στον καθεδρικό ναό της του Θεού Σοφίας, και η οδυνηρή στιγμή της ταφής του στα κοιμητήρια της Αναστάσεως της Κυρίου, στην περιοχή της Θέρμης.
Η κηδεία τελέστηκε πάνδημος, όπως θα έγραψαν και οι εφημερίδες της εποχής. Παρόντες όλες οι αρχές της πόλης και ο πνευματικός της κόσμος, πλήθος λαού, προεξάρχοντος, μάλιστα, στην ακολουθία τού μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα. Κάτι που μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση!
Όπως, είχε πει στις λίγες φράσεις που απηύθυνε, οι συνεργάτες του του μίλησαν με ευνοϊκά λόγια για το έργο του εκλιπόντος για τα ευμενή λόγια του με τα οποία εκφράστηκε για την εκκλησιαστική ζωή της Θεσσαλονίκης.
Κάπως έτσι, μίλησε ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και προφανώς αναφερόταν περισσότερο στο τελευταίο βιβλίο του την «Πρωτεύουσα των Προσφύγων» και το πεζογράφημα του «Ο Χριστός αρχηγός μας…», αλλά και το «Και ιδού νεφέλη λευκή…».
Το βιβλίο κυκλοφόρησε λίγο πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων του ’84 και εγώ που δεν το αγόρασα πριν τον χαμό του -σίγουρα λόγω έλλειψης χρημάτων και το διάβασα, μάλλον δανεικό- συγκλονίστηκα με μια φράση του από το δεύτερο πεζογράφημα. Έμοιαζε σαν μια φοβερή έκκληση που σαν να προσδιόριζε το εσπευσμένο τέλος του που ακολούθησε!
Αλλά ας μη κλείσουμε το επετειακό κείμενο από τώρα…
Οπωσδήποτε, όμως, το αναπάντεχο γεγονός της απώλειάς του έμοιαζε με κάτι ιδιαίτερα περίπλοκο και προπαντός ανεξήγητο. Παρ’ όλο που ο ίδιος, έμοιαζε να το είχε αναγγείλει, αν όχι προφητέψει σε κάποιο από τα πεζογραφήματα -όπως προτιμούσε να χαρακτηρίζει τα γραπτά του. Δηλαδή, πως θα πέθαινε μοιραία νέος, όπως και άλλοι στενοί συγγενείς του.
Και έτσι, πάντως, αποτελούσε ένα τραγικό γεγονός, αν όχι διπλά τραγικό και κάθαρση καμία!
Μόνη καταφυγή η επιστροφή και ξαναεπιστροφή στο ίδιο του έργο, κάτω και μέσα στην αχλύ της ομίχλης της πόλης που τότε το μετεωρολογικό αυτό φαινόμενο αποτελούσε ένα σχεδόν μυθικό σκηνικό, ένα καμβά και μια ονειρώδη ατμόσφαιρα για όλους τους δημιουργούς της Θεσσαλονίκης!
Έμοιαζε σαν ένα γνόφο μέσα στον οποίο έμπαιναν οι καλλιτέχνες της πόλης και έβγαιναν, όπως βγήκε ο Μωυσής με τις πλάκες των δέκα εντολών ανά χείρας. Οι δικοί μας δημιουργοί έβγαιναν με τα νέα τους ποιήματα, τα διηγήματα, τα μυθιστορήματα, τα δοκίμια, τις μελέτες, τους στίχους, τα τραγούδια, τις μουσικές, τους πίνακες, τα γλυπτά τους…
Προφήτες και αυτοί του προβληματισμού, του κάλλους, της ομορφιάς και της τέχνης που τους αποκαλυπτόταν και «έσωζαν» με την έννοια του «κουβαλούσαν», «σήκωναν» και όσους παρακολουθούσαν το έργο του και τους συντρόφευαν στην ασκητική τους δημιουργικότητα! Ή έστω αλάφραιναν, κάπως, τα βαριά βήματα όλων μας πάνω στην γη με τις αναπάντεχες και αιφνίδιες ορισμένες φορές ανατροπές της!
Όταν, λοιπόν, το σύννεφο, κατέβαινε σε μας ως ομίχλη, έμοιαζε ξαφνικά να μεταβάλλεται σε ένα δημιουργικό έρεβος, ζόφος, γνόφος μέσα στον οποίο αναβαπτίζονταν οι ευαίσθητες ψυχές, ίσως και οι πιο αδύνατες, μεταφέροντας τις αγωνίες, τους καημούς και τα πάθη τους σε επίπεδο ανεξίτηλης τέχνης.
Αλλά ας μείνουμε μέσα στην ομίχλη αυτή που μέσα της ο ίδιος ο ίδιος ο Ιωάννου θα ήθελε να περπατά και να χάνεται όταν σχολνούσε από την δουλειά! Αλλά, δυστυχώς, τότε ήταν αργά…
Ας… ακούσουμε, όμως, τον ίδιο:
«Όταν ερχόταν ο καιρός της ομίχλης, είχα πάντα το νου μου σ’ αυτήν. Μέρα τη μέρα περίμενα να με σκεπάσει κι εγώ να χώνομαι αθέατος μέσα της. Θλιβόμουν όμως πολύ, όταν έπεφτε τις καθημερινές, την ώρα που βασανιζόμουν με τα χαρτιά στο γραφείο. Παρακαλούσα να κρατήσει ως το βράδυ, συνήθως όμως γύρω στο μεσημέρι διαλυόταν από έναν ήλιο ιδιαίτερα δυσάρεστο.
Μα, καμιά φορά, όταν ξυπνώντας τ’ απόγευμα, την ώρα που έλεγα αν θα πάω στο σινεμά ή στο καφενείο, έβλεπα αναπάντεχα απ’ το παράθυρο το απέραντο θέαμα της ομίχλης, άλλαζα αμέσως σχέδια και πορείες. Σήκωνα το γιακά της καμπαρντίνας, κατέβαινα με σιγουριά τα σκαλιά κι έφευγα για την παραλία, χωρίς ταλαντεύσεις. Η ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ’ αυτήν. Διασχίζεις κάτι που είναι πυκνότερο από αέρας και σε στηρίζει. Αλλά και κάτι ακόμα· ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα αταίριαστο.
Η ομίχλη ήταν ακόμα πιο γλυκιά, όταν την ψιλοκεντούσε εκείνη η βροχή, η πολύ ψιλή βροχή του ουρανού μας. Αυτή που δε σε βρέχει, μα σε ποτίζει μονάχα και φυτρώνουν πιο λαμπερά τα μαλλιά σου την άλλη βδομάδα. Και τότε έπαιρναν νόημα τα φώτα και τα τραμ και τα κορναρίσματα. Ακόμα κι οι πολυκατοικίες γίνονταν ελκυστικές μες στην αχνάδα». (Η μόνη κληρονομιά).
Και εδώ θυμόμαστε τον «φίλο» του Ιωάννου, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη που μια μέρα τέλειωσε λίγο πιο νωρίς τη δουλειά του στην εφημερίδα και τον είδαν περπατά βιαστικός βιαστικός.
«Τρέχω για να προλάβω το ηλιοβασίλεμα», είπε σ’ αυτούς που αναρωτήθηκαν πού πήγαινε εσπευσμένα ως άλλος Μικρός Πρίγκιπας που αγαπούσε τα ηλιοβασιλέματα ο αυτοκράτορας της πεζογραφίας μας.
Ο Γιώργος Ιωάννου, ήταν παιδί ξεριζωμένων της Ανατολικής Θράκης που μετά το φευγιό τους βρήκαν απάγκιο στον ναό της Αχειροποιήτου της Θεσσαλονίκης. Μαζί τους οι κυνηγημένοι είχαν την θαυματουργό εικόνα της Παναγίας της Ρευματοκρατόρισσας. Και να που αίφνης και ο ίδιος ξεριζωνόταν άπαξ, όπως όλοι μας, βεβαίως, αλλά αιφνιδίως, και τον έχαναν για πάντα τα ελληνικά γράμματα που τόσο τα αγαπούσε. Μπορεί να ήταν και ο μεγαλύτερος του έρωτας! Δεν χανόταν, όμως, ο ίδιος από τη ζωή!
Γράφει ο Νίκος Εγγονόπουλος: Δεν μπορεί κάποιος να είναι Χριστιανός Ορθόδοξος και να θεωρεί ότι ο Κωνσταντίνος Καβάφης είναι νεκρός.
Ας τον πιστέψουμε. Άλλωστε, οι ποιητές, γιατί και ο Εγγονόπουλος ήταν και εξαιρετικός ποιητής, έρχονται σε επαφή με τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου και τα ψαύουν σαν να διαβάζουν με γραφή Μπράιγ τη λύση των αιώνιων μυστικών.
Ο Καβάφης, λοιπόν, ζει όπως και ο Εγγονόπουλος και βεβαίως ο Γιώργος Ιωάννου και όλοι οι λοιποί κεκοιμημένοι. Ζουν! Και ας μη διαβαστεί ως απειλή, αλλά ως ελπιδοφόρο προανάκρουσμα ζωής! Όπως η Οκτάνα η οποία και αυτή υπάρχει! Δεν είναι ούτε ουτοπία, αλλά ούτε και… ουτροπία. Πρόκειται και για πνευματικό τόπο και προπαντός τρόπο. Ναι, και ο Ανδρέας Εμπειρίκος ζει! Και μας χαιρετά, όπως όλοι όσοι τους θυμόμαστε εγκάρδια! Και ανασταίνονται!
Όσον αφορά, λοιπόν, την κοίμηση του Γιώργου Ιωάννου, είχαν, προηγηθεί τα «Πολλαπλά κατάγματα» του πριν κάποια χρόνια -ομότιτλο βιβλίο σχετικού αφηγήματός του για την πολυτραυματική αυτή εμπειρία του- αλλά ο θάνατος του επήλθε από την αντιμετώπιση ιατρικού προβλήματος από αυτά που χαρακτηρίζονται ρουτίνας.
Σίγουρα, όμως, δεν αντιμετωπίστηκε ως υπόθεση ρουτίνας η θανή του από την οικογένεια του, τους στενούς του φίλους, αλλά και όλους τους φίλους της γραφής του. Της πένας του. Τότε η γραφή σήμαινε πέννες-στυλό και χαρτιά. Ή έστω γραφομηχανή! Ούτε υποψία ηλεκτρονικού υπολογιστή. Και ούτε, βεβαίως, τεχνητής νοημοσύνης (ΤΝ). Τότε οι άνθρωποι είχαν το μυαλό τους και την φαντασία τους. Τώρα θα δούμε ποιος θα χρησιμοποιεί ποιον! Ποιος, δηλαδή, θα… δουλεύει ποιον!
Πάντα, όμως, θα ισχύει το «για ένα φιλότιμο»! Να ακόμη ένας τίτλος βιβλίου του Γ. Ιωάννου. Το πρώτο και ένα από τα σημαντικότερα!
Δεν ξέρω, βεβαίως, αν οι τότε γιατροί θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν καλύτερα το ιατρικό περιστατικό του Ιωάννου με τη βοήθεια της ΤΝ. (Γιατί ΑΙ στα καθ’ ημάς);
Πάντως, η απώλεια του συντάραξε όλο τον κόσμο των ελληνικών γραμμάτων και όχι μόνο τους Θεσσαλονικείς. Εξάλλου ο ίδιος ήταν από χρόνια… αυτοεξόριστος στο κλεινό άστυ, εκεί που οι άνθρωποι είναι πιο ανοιχτοί, όπως θα έλεγε ο ίδιος.
Όσο για μερικούς από τους παλαιότερους κορυφαίους Θεσσαλονικείς φίλους του μ’ αυτούς αντάλλαζαν βολές πυροβολικού εκ του μακρόθεν, αν όχι πυραύλους εδάφους εδάφους!
Ο Γιώργος Ιωάννου έφυγε, ενώ βρισκόταν ακόμη σε δημιουργική ακμή και όλοι περιμέναμε από αυτόν. («Όπως οι άλλοι το Πάσχα» που θα έλεγε ο Σαββόπουλος. Αλλά εμείς περιμέναμε και το Πάσχα και το επόμενο έργο του Ιωάννου, όπως βεβαίως και τον επόμενο δίσκο του Διονύση Σαββόπουλου που μας αλλοίωνε το μυαλό ή ακόμη μας τρέλαινε).
Εν τω μεταξύ την επόμενη μέρα της εξοδίου ακολουθίας του Γιώργου Ιωάννου στον ναό της Αγίας Σοφίας διαβάσαμε στις εφημερίδες πως βρισκόταν και ο Δ. Σαββόπουλος. Και αυτό ήταν «τεκμηριωμένο» με φωτογραφία του και μας έδωσε ακόμη μια θλίψη που δεν είδαμε από κοντά ακόμη ένα θρυλικό ήρωα και γίγαντα των νιάτων μας, όπως και της τέχνης, αλλά και της ποιητικής ζωής μας. Πόλεως και πάσης Ελλάδας και ελληνισμού ίνδαλμα! (Κράτα καλά κ. Σαββόπουλε)!
Θυμάμαι, βεβαίως, στην Αγία Σοφία τον Κωστή Μοσκώφ, μια άλλη ιδιαίτερη πνευματική φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης και της χώρας με ξεχωριστή ευγένεια ψυχής και μπροστάρη σε ιδιαίτερες συζητήσεις για την πορεία και το μέλλον του τόπου. Και μάλιστα χωρίς εκείνη την ξενόφερτη και ξενόδουλη ξιπασιά, δηλαδή να αποστρέφεται το παρελθόν, την παράδοση και την ιστορία σου.
Κι αυτός, όπως και οι προαναφερόμενοι δύο άλλοι μεγάλοι, ήταν όλοι γόνιμοι αποδέκτες του ελληνικού τρόπου και κόσμου, συνεχιστές του ελληνικού πολιτισμού και έβγαιναν και αυτοί μέσα από την μήτρα, την ψυχή και την καρδιά του. Όπως και οι περισσότεροι λοιποί πνευματικοί ταγοί του νέου ελληνισμού.
Δεν είναι της στιγμής η απόδειξή αυτού που λέω. Άλλωστε αυτό είναι αυταπόδεικτο. Θυμηθείτε μόνο τέχνες και ονόματα. Και αυτό είναι μεγάλο μάθημα δημιουργικότητας στο σήμερα που μοιάζει να υπάρχει μια ομφαλοσκόπηση και μια περιδίνηση χωρίς μάλιστα κανένα κέντρο.
Ο Ανατολικοθρακιώτης, όμως, και βέρος Θεσσαλονικιός συγγραφέας κειτόταν ανάμεσα μας άπνους στον καθεδρικό ναό της του Θεού Σοφίας, λίγα μέτρα μακριά από το καταφύγιο της οικογένειάς του τον ναό της Παναγίας Αχειροποιήτου.
Εκεί, που από όλους τους ξεριζωμένους Ανατολικοθρακιώτες παρέμεινε μόνο η συμπατριώτισσα τους Παναγία Ρευματοκρατόρισσα. Σ’ αυτήν, μάλιστα, κατέφευγε ορισμένες φορές ο Ιωάννου για να της λέει τον πόνο του, για να της μιλήσει σαν σε γιαγιά του, όπως έγραψε.
Ο Ιωάννου, όμως, δεν έμαθε ποτέ, πως η εικόνα αυτή ήταν αμφιπρόσωπη. Αυτό αποκαλύφθηκε κατά την διάρκεια συντήρησης της. Πίσω από την εικόνα της Παναγίας υπήρχε στορημένη η παράσταση της Σταύρωσης. Τι άλλο!
Κάτι άλλο που δεν έμαθε ήταν ότι ο μητροπολίτης της περιοχής τους, δηλαδή της μητρόπολης Ηρακλείας που καθοδήγησε τον κόσμο στο φευγιό τους, όπως αναφέρει ο ίδιος, ήταν πως ανακηρύχθηκε άγιος. Μετά την ανακομιδή του ευωδίασε και έκανε θαύματα!
Ο Άγιος Γρηγόριος Καλλίδης ο οποίος διετέλεσε και μητροπολίτης Θεσσαλονίκης πριν την απελευθέρωσή της, υπηρέτησε και σε άλλες μητροπόλεις σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές για τον ελληνισμό και ήταν κατασυκοφαντημένος και αυτός, όπως και ο άλλος Ανατολικοθρακιώτης Άγιος, ο Πενταπόλεως Νεκτάριος ο θαυματουργός.
Να επαναλάβω τα λόγια του Πεντζίκη ότι η «Ελλάδα παράγει μόνον Αγίους και θαύματα»; Καλά δεν το επαναλαμβάνω…
Αλλά, τότε, δεν πρέπει να επαναλάβω πως και η Θεσσαλονίκη την μέρα της κηδείας ήταν χωρίς το ανυπέρβλητο εκείνο ομιχλώδες σκηνικό της και ήταν ηλιόλουστη, αλλά ήταν χιονισμένη. Ένα τοπίο παπαδιαμαντικό του «Έρωτας στα χιόνια», του δάσκαλού του και συνεχιστή του που μοιάζουν και οι δύο να αποτελούν σταθμούς στα γράμματά μας και την πεζογραφία μας!
Είπαμε, λοιπόν, όσα δεν έπρεπε να επαναλάβουμε, αλλά σίγουρα την χρονιά αυτή που μόλις συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από την κοίμηση του Γιώργου Ιωάννου μπορούμε να καταφέρουμε πούμε και άλλα πολλά. Ελπίζω να είναι όλα ουσιαστικά για το έργο του και τις προθέσεις του στον κόσμο της γραφής!
Όσο για το μυθιστόρημα που έγραφε, δεν ξέρω σε τι μορφή το άφησε. Σε εξέλιξη ή τελειωμένο. Σίγουρα, όμως, δεν βρέθηκε στα κατάλοιπά του. Μάλλον, κάποιο χέρι μας το στέρησε, χωρίς να γίνεται, τελικά, αντιληπτός ο λόγος! Αν κάποιος το… απαλλοτρίωσε τις κρίσιμες ημέρες του χαμού του θα έπρεπε να το αφήσει κάπου διακριτικά, για να φτάσει εκεί που έπρεπε. Στους αναγνώστες του.
Εκτός αν δεν ήθελαν να εμπλέξουν τον πρίγκιπα της μικρής φόρμας, δηλαδή του διηγήματος ή έστω του πεζογραφήματος, τον σύγχρονο εισηγητή του λογοτεχνήματος μικρής… αποστάσεως με τον μαραθώνιο του μυθιστορήματος.
Να μείνει εσαεί κυρίαρχος στον τομέα του, του σύντομου, μεστού και πάνυ ακριβού κειμένου, όπως, ακριβώς, σχετικά σύντομη, μεστή και πλούσια ήταν και η ζωή του.
Ή, σχεδόν, ανολοκλήρωτη ή καλύτερα σαν ένας έρωτας ανεκπλήρωτος!
Όπως και να έχει η ίδια του η ζωή ήταν αντάξια ενός πολύ καλού μυθιστορήματος και τα πεζογραφήματά του αποτελούν το πιο πρόχειρο υλικό για την γραφή του.
Σίγουρα κατέκτησε τις καρδιές μας με την ευγένεια της γραφής του και της ψυχής του με το ελαφρύ εκείνο άγγιγμα του κόσμου που «προδίδει» ο λόγος του. Όσο κανένας ίσως, ή έστω λίγοι λογοτέχνες και άνθρωποι των γραμμάτων!
Το έργο του, πέραν από τα πεζογραφήματά του, περιελάμβανε και ποικίλες μελέτες που ο ίδιος είχε φροντίσει να ερευνήσει και να ψαύσει ενδελεχώς τα θέματά τους και να μας τις παρουσιάσει, σαν μήτρα κατά κάποιον τρόπο και του δικού του έργου, των αναζητήσεων του και όλου του λαϊκού μας, αλλά και λόγιου πολιτισμού.
Και, ενώ γράφω αυτές τις γραμμές μου ήλθαν στο μυαλό οι παραδοσιακοί στίχοι που απήγγειλε ο Γιάννης Τσαρούχης στην μεγάλη συναυλία του Διονύση Σαββόπουλου στο Ολυμπιακό στάδιο: «Βαρέθηκα τα νειάτα μου θέλω να τα χαρίσω/ Γι’ αυτό γυρεύω μερακλή να μη τα χαραμίσω».
Κάτι τέτοιο, φαντάζομαι, θα μπορούσε να σκεφτεί ο δημιουργικός Γιώργος Ιωάννου αν καταλάβαινε στο νοσοκομείο πως βρισκόταν λίγο πριν από το τέλος του!
Αλλά ήδη τα πιο δημιουργικά του νειάτα μάς τα έχει χαρίσει μέσα από τα έργα του. Και αν υπήρχε περίπτωση να ήμασταν κοντά του εκείνες τις δύσκολες ώρες, θα τον παρηγορούσαμε με αυτά ακριβώς τα λόγια και θα έφευγε ικανοποιημένος! Κάπως…
Όμως, κρατήσαμε κάτι άλλο για το τέλος του κειμένου αυτού που όπως προαναφέραμε μοιάζει σαν μια κάποια έκκληση. Θανατερή! Οδυνηρή μεν, αλλά ρωμαλέα, παλικαρίσια! Μ’ αυτό το απόσπασμα τον χαιρετούμε!
Άλλωστε, όπως προείπαμε: Ο Ιωάννου ζει!
Γιώργος Ιωάννου εις εαυτόν και προσευχόμενος:
Και καθώς ήσουν θρήσκος, και θα ξαναγίνεις, ως φαίνεται, θρήσκος, διάβαζες κάθε ημέρα κι από ένα εδάφιο της Γραφής και πίστευες πως εκείνα όλα ήταν γραμμένα για σας – για σένα, τους άλλους, και την πόλη σας – που ήταν, βέβαια, το σύμπαν, και θα ξαναγίνει κάποτε το σύμπαν, ο χώρος δηλαδή όπου θα ενωθείς με τα στοιχεία και θα χάσεις κι εσύ την ταυτότητά σου.
Μέσα σ’ αυτές τις φριχτές εποχές του υλισμού και της αθεΐας, που σε περικυκλώνουν, ψιθύρισε ξανά εκείνα που διάβαζες και θα λάμψεις:
«Και ιδού νεφέλη λευκή, και επί την νεφέλην καθήμενος όμοιος υιώ ανθρώπου, έχων επί της κεφαλής αυτού στέφανον χρυσούν και εν τη χειρί αυτού δρέπανον οξύ. Και άλλος άγγελος εξήλθεν εκ του ναού, κράζων εν φωνή μεγάλη τω καθημένω επί της νεφέλης· πέμψον το δρέπανόν σου και θέρισον, ότι ήλθεν η ώρα του θερίσαι, ότι εξηράνθη ο θερισμός της γης. Και έβαλεν ο καθήμενος επί την νεφέλην το δρέπανον αυτού επί την γην, και εθερίσθη η γης».
«Ναι, Κύριε, θέρισέ με…».
Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα (“Γιώργος Ιωάννου”, 1992) είναι έργο του Κώστα Λούστα.
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.
Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ
