
του Ανδρέα Θεοφάνους*
Κατά καιρούς υπάρχουν συγκρούσεις στην κυπριακή κοινωνία για γεγονότα του παρελθόντος καθώς και για τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον Στρατηγό Γρίβα. Προφανώς καμιά κοινωνία δεν είναι μονολιθική και ως εκ τούτου υφίστανται διαφορετικές ιδεολογίες και προσεγγίσεις. Και ενώ αυτό είναι θεμιτό, αποτελεί σοβαρή αδυναμία η έλλειψη βασικών γνώσεων για σημαντικά ιστορικά δεδομένα. Εάν επέλθει επιτέλους ιστορική αυτογνωσία και κατανόηση του γεγονότος ότι η Κύπρος αντιμετωπίζει υπαρξιακούς κινδύνους τότε είναι δυνατόν να προκύψει ένα καλύτερο κλίμα. Ιδανικά ο στόχος πρέπει να είναι η εθνική συμφιλίωση καθώς και η επικέντρωση στα σημερινά ζητήματα και το μέλλον. Η προσέγγιση αυτή δεν συνεπάγεται εξίσωση ευθυνών για το τι έλαβε χώρα στο παρελθόν.
Αρκετές φορές ασκείται σκληρή κριτική για τον αγώνα της ΕΟΚΑ και τα αποτελέσματά του. Δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι ήταν ο αγώνας του 1955-59 που οδήγησε στην καταστροφή του 1974. Η ΕΟΚΑ δεν πέτυχε τον στόχο του αγώνα, της ένωσης δηλαδή. Αυτό ήταν εν πολλοίς αποτέλεσμα του ανισοζυγίου δυνάμεων. Δεν συμμερίζομαι επίσης τις κατηγορίες εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ότι ο ίδιος τορπίλισε την ένωση για ιδιοτελείς λόγους ή ότι δήθεν εκβιάσθηκε. Η Κυριακή Δημοκρατία χαρακτηρίσθηκε ως «Απρόθυμη Δημοκρατία/Reluctant Republic». Οι Ελληνοκύπριοι θεώρησαν ότι όχι μόνο ο στόχος της ένωσης δεν επετεύχθη αλλά πολύ χειρότερα, οι Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι εν πολλοίς συνεργάζοντο με τους Βρετανούς αποικιοκράτες, πήραν υπερδικαιώματα/προνόμια.
Διάφοροι ξένοι αναλυτές καθώς και κάποιες υπηρεσίες θεωρούσαν ότι «το νεοσύστατο κράτος είχε γεννηθεί moribund/ετοιμοθάνατο». Για να λειτουργούσε το Σύνταγμα του 1960 απαιτείτο νομιμοφροσύνη προς το νεοσύστατο κράτος, ένα κλίμα συναίνεσης, διακοινοτικής συνεργασίας και μεγαλοψυχίας – στοιχεία τα οποία δεν υφίσταντο. Πέραν τούτου αρχικά και οι δύο πλευρές θεώρησαν τις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου ως ενδιάμεσο σταθμό για άλλους στόχους.
Σταδιακά μεταξύ των Ελληνοκυπρίων πέραν της ενωτικής ιδεολογίας άρχισε να καλλιεργείται η ιδέα της συντήρησης και επιβίωσης του κράτους. Στις 30 Νοεμβρίου 1963 ο Πρόεδρος Μακάριος κατέθεσε τα 13 Σημεία «ως τροφή για σκέψη» για αναθεώρηση του Συντάγματος. Η τουρκική πλευρά θεώρησε την κίνηση Μακαρίου ως πραξικόπημα. Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος εξέφρασε τη θέση ότι δεν είχε προβεί σε κίνηση μονομερούς επιβολής αλλά σε κατάθεση εισηγήσεων για βελτίωση του Συντάγματος με στόχο τη λειτουργικότητά του.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν ήταν δραματικά: οι διακοινοτικές συγκρούσεις, η αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την κυβέρνηση και τους θεσμούς του κράτους, οι απειλές της Τουρκίας για εισβολή και οι ιδέες ξένων κέντρων αποφάσεων για μια μόνιμη διευθέτηση του Κυπριακού στη βάση της διχοτόμησης και της διπλής ένωσης. Όλο το πολιτικό φάσμα της Κύπρου, από τη Δεξιά μέχρι την Αριστερά, έκανε λόγο «για τουρκοκυπριακή ανταρσία και επιθετικότητα της Τουρκίας».
Το ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας στις 4 Μαρτίου 1964 αποτέλεσε ένα θρίαμβο για τον Μακάριο και την Κυπριακή Δημοκρατία. Ο Κύπριος Πρόεδρος αγωνιζόταν για να προασπίσει την εδαφική ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της χώρας. Προ του κινδύνου μιας τουρκικής εισβολής η Ελλάδα απέστειλε μεραρχία στην Κύπρο για ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας της Μεγαλονήσου. Κάποιοι συγγραφείς έχουν προβάλει την άποψη ότι επιπρόσθετος λόγος της αποστολής της μεραρχίας ήταν ο έλεγχος του Μακαρίου.
Στις 7-8 Αυγούστου 1964 η Τουρκία βομβάρδισε την Τηλλυρία. Είχαν προηγηθεί σκληρές διακοινοτικές συγκρούσεις. Η Εθνική Φρουρά είχε αποτρέψει τον τουρκικό στόχο για δημιουργία και επέκταση των θυλάκων. Το μόνο που δεν επετεύχθη από την Εθνική Φρουρά ήταν η κατάληψη των Κοκκίνων καθώς οι συγκρούσεις τερματίστηκαν κατόπιν συμφωνίας. Και πάλιν επανήλθαν τα σχέδια για τη διχοτόμηση της Κύπρου υπό τον μανδύα της ένωσης. Η βιβλιογραφία δεν τεκμηριώνει την άποψη ότι υπήρξε ευκαιρία για την ένωση την οποία τορπίλισε ο Μακάριος. Ο Κύπριος Πρόεδρος με τη στήριξη το πολιτικού κόσμου της Κύπρου και του λαού ήταν σταθερός στις θέσεις του: ποτέ δεν θα γινόταν αποδεκτή η διχοτόμηση.
Το 1965 κυκλοφόρησε η Έκθεση Γκάλο Πλάζα, του Ειδικού Αντιπροσώπου του ΓΓ του ΟΗΕ για την Κύπρο. Η Έκθεση υπογράμμιζε ότι δεν υπήρχαν στην Κύπρο οι προϋποθέσεις για ομοσπονδοποίηση της χώρας. Η Έκθεση επίσης απέρριπτε την ένωση και υποστήριζε την προώθηση ενός ενοποιημένου κράτους. Η Έκθεση αυτή δεν αξιοποιήθηκε επαρκώς από τη Λευκωσία καθώς ο στόχος της ένωσης δεν είχε εγκαταλειφθεί.
Με την κρίση στην Κοφίνου τον Νοέμβριο του 1967, το τελεσίγραφο της Τουρκίας και την αποδοχή του από την Ελλάδα, ο Μακάριος δεν είχε καμία αμφιβολία ότι η Αθήνα δεν θα διακινδύνευε ρήξη με την Άγκυρα για την Κύπρο. Ο Κύπριος Πρόεδρος δεν απεδέχθη τότε τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς. Λίγες εβδομάδες αργότερα εξήγγειλε την πολιτική του εφικτού. Εφ΄ όσον η ένωση, το ευκταίον, δεν ήταν εφικτή επιλογή στόχος θα ήταν πλέον η ολοκλήρωση της Κυπριακής ανεξαρτησίας στη βάση ενός ενιαίου κράτους. Η πολιτική αυτή ήταν σωστή και επιβεβλημένη. Η κριτική που ασκώ είναι ότι η εξαγγελία αυτή έπρεπε να είχε γίνει νωρίτερα.
Η αντιπολίτευση εναντίον του Μακαρίου ήταν τοξική – κατηγορείτο ως ανθέλληνας, ανθενωτικός και παποκαίσαρας. Σταδιακά άρχισαν και οι πράξεις δολιοφθοράς εναντίον του κράτους και των θεσμών του. Ο διχασμός που ακολούθησε απεδείχθη ολέθριος. Υπήρχαν μίση, πάθη και φανατισμός. Στην πορεία του χρόνου ο Πρόεδρος της Βουλής Γλαύκος Κληρίδης θα μιλούσε για «βία και αντιβία». Οι φιλομακαριακές δυνάμεις κατηγόρησαν τον Κληρίδη ότι με τη δήλωσή του «εξίσωνε τις δύο πλευρές». Ο Κληρίδης ευνοούσε την αντιμετώπιση των παράνομων δραστηριοτήτων της ΕΟΚΑ Β’ από τις νόμιμες δυνάμεις του κράτους αλλά όχι από τις φιλομακαριακές δυνάμεις που αρκετές φορές έπαιρναν τον νόμο στα χέρια τους. Μετά τη δολοφονία του Στέλιου Μαύρου, ο οποίος ήταν μέλος του Ενιαίου Κόμματος, στις 25 Ιανουαρίου 1974, ο Κληρίδης χαρακτήρισε τους δράστες της ΕΟΚΑ Β’ ως κοινούς δολοφόνους.
Στις 31 Αυγούστου 1971 ο Στρατηγός Γρίβας επέστρεψε μυστικά στην Κύπρο για να ιδρύσει και να ηγηθεί της ΕΟΚΑ Β’. Στόχος της οργάνωσης θα ήταν «η αποτροπή αντεθνικής λύσης» και «η προώθηση της ένωσης». Η κίνηση αυτή στερείτο ορθολογισμού και πραγματισμού. Η Τουρκία ήταν το εμπόδιο για την ένωση και όχι ο Μακάριος. Και με τα δεδομένα που υφίσταντο το ενιαίο κράτος αποτελούσε ύψιστο στόχο. Η ΕΟΚΑ Β’ ακολούθησε μια στάση αποσταθεροποίησης του κράτους. Επικαλούμενοι την ένωση προέβαιναν σε ανατινάξεις αστυνομικών σταθμών, κλοπής όπλων από τα στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς καθώς και σε πολιτικές δολοφονίες. Μάταια προειδοποιούσε ο Μακάριος «ότι οι ενέργειες αυτές προωθούν τη διχοτόμηση». Ο Κύπριος Πρόεδρος κατηγορούσε τους παρανομούντες της ΕΟΚΑ Β’ «ως νεκροθάφτες της ενώσεως». Και στις 19 Ιουνίου του 1974 τόνισε σε ομιλία του ότι «επιχαίρουν οι Τούρκοι, και επιχαίρουν οι εχθροί της Κύπρου, καθώς βρίσκουν απροσδόκητον σύμμαχον εις την ΕΟΚΑ Β’». Μετά την καταστροφή διάφορα άτομα που είχαν πολεμήσει τον Κύπριο Πρόεδρο δήλωσαν ότι «…αδικήσαμε τον Μακάριο…». Το κακό για την Κύπρο όμως είχε γίνει.
Το πραξικόπημα της Χούντας έλαβε χώρα στις 15 Ιουλίου 1974. Έχει ασκηθεί κριτική στον Μακάριο για την επιστολή του προς τον Γκιζίκη καθώς και για το γεγονός ότι δεν έλαβε όλα τα μέτρα για την αποτροπή ή τη συντριβή του πραξικοπήματος. Ο Κληρίδης λίγες μέρες πριν το πραξικόπημα είχε εισηγηθεί στον Μακάριο να μένει στο Προεδρικό, το οποίο θα περιφρουρείτο από ενισχυμένες δυνάμεις, να γίνουν παραστάσεις σε όλες τις Πρεσβείες και προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ο Μακάριος δεν υιοθέτησε τις εισηγήσεις αυτές καθώς θεωρούσε ότι «τέτοιες ενέργειες θα εξαγρίωναν περισσότερο τη Χούντα». Κάποιοι άλλοι συνεργάτες του Κυπρίου Προέδρου, μεταξύ των οποίων ο Χρυσόστομος Α’, Χρυσόστομος Β’ καθώς και ο Λυσσαρίδης είχαν εισηγηθεί τη σύλληψη των Ελλήνων αξιωματικών και την αποπομπή τους στην Αθήνα. Ο Μακάριος αρνήθηκε λέγοντας ότι «δεν μπορούσε να ατιμάσει τη στολή του Έλληνα αξιωματικού». Ο Κύπριος Πρόεδρος πίστευε ότι τελικά δεν θα γινόταν πραξικόπημα καθώς αυτό θα έδινε την ευκαιρία στην Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο.
Η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974. Λίγες ώρες προηγουμένως ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος σε ομιλία του στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ είχε κατηγορήσει τη Χούντα για τα τεκταινόμενα στην Κύπρο και είχε ζητήσει από αυτό τη συμβολή του για την αποκατάσταση της νομιμότητας στη χώρα. Οι ισχυρισμοί ότι η ομιλία Μακαρίου αποτέλεσε πρόκληση στην Τουρκία να εισβάλει ή ότι πρόσφερε άλλοθι ή ακόμα και νομιμοποίηση στις τουρκικές ενέργειες στερούνται σοβαρότητας. Η κριτική που ασκώ στον Μακάριο για την ομιλία αυτή είναι ότι παρέλειψε να προειδοποιήσει την Τουρκία να μην εκμεταλλευτεί την κατάσταση και να εισβάλει στην Κύπρο.
Εν κατακλείδι θεωρώ ότι η καταστροφή της Κύπρου το 1974 αποτέλεσε μια τραγωδία, το τέλος της οποίας όμως δεν έχουμε δει. Εξ ορισμού υπάρχουν ευθύνες για την κατάσταση αυτή. Μπορεί να λεχθεί ότι ο ίδιος ο Μακάριος είχε τα δικά του λάθη στην πορεία αυτή. Όμως, αναπόφευκτα η ζυγαριά των μέγιστων ευθυνών, βαραίνει προς την πλευρά της ΕΟΚΑ Β’, της Χούντας, ιδίως αυτής του Ιωαννίδη, και όσους στήριξαν τις ενέργειές τους εντός και εκτός Κύπρου. Μετά τον θάνατο του Γρίβα στις 27 Ιανουαρίου 1974, ο Μακάριος έκανε μια ύστατη μεγάλη προσπάθεια για εκτόνωση της κατάστασης και για συμφιλίωση. Ο τότε υπαρχηγός της ΕΟΚΑ Β’ Γεώργιος Καρούσος ήταν θετικός στην πρωτοβουλία αυτή, όμως ο Δημήτριος Ιωαννίδης και οι στενοί του συνεργάτες στην Κύπρο επέβαλαν την πολιτική της κλιμάκωσης της σύγκρουσης με τον Μακάριο. Η ΕΟΚΑ Β’ κηρύχθηκε παράνομη οργάνωση στις 25 Απριλίου 1974. Χωρίς την αποσταθεροποίηση του κράτους από τη Χούντα και την ΕΟΚΑ Β’, το πιθανότερο είναι ότι ο Μακάριος και ο Κληρίδης θα είχαν παραδώσει ένα ενιαίο κράτος με την πρωταγωνιστική παρουσία του Κυπριακού Ελληνισμού.
Η Τουρκία εξακολουθεί να έχει ως στόχο τον στρατηγικό έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου και τον παραμερισμό του νόμιμου κράτους. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι ο Κυπριακός Ελληνισμός αντιμετωπίζει σήμερα υπαρξιακές απειλές. Είναι αδύνατο να γυρίσουμε το ρολόι της ιστορίας πίσω. Είναι όμως δυνατό να επηρεάσουμε το μέλλον. Ο αγώνας για εθνική επιβίωση και ολοκλήρωση της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας προϋποθέτει εθνική συμφιλίωση, σοβαρότητα, εντιμότητα, αγωνιστικότητα σε όλα τα επίπεδα καθώς και συνθήκες κοινωνικής δικαιοσύνης σε ένα κράτος πρότυπο.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων.
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.
Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ
