Η ηθοποιός Σταυρούλα Αραμπατζόγλου μιλάει στο SPEAKNEWS και τον Περικλή Βλάχο, για την παράσταση «Η δεύτερη έκπληξη του έρωτα» στην οποία πρωταγωνιστεί στο Κ.Θ.Β.Ε., και σχολιάζει την συγκίνηση που προκαλεί η επιστροφή στο σανίδι μετά από δύο σαιζόν με κλειστά θέατρα.
Κυρία Αραμπατζόγλου,
Πως νιώθετε ως ηθοποιός που επιστρέφει στο σανίδι μετά από δύο σαιζόν, και τι μηνύματα λαμβάνετε από κοινό;
Η αλήθεια είναι ότι είχα την τύχη να δουλεύω και τα δύο καλοκαίρια της περιόδου του covid, αλλά σε θερινές παραγωγές, σε ανοιχτά θέατρα, την πρώτη χρονιά με τις Τρωάδες, του αγαπημένου Γιάννη Παρασκευόπουλου, και την δεύτερη χρονιά με τον επίσης αγαπημένο μου Βασίλη Παπαβασιλείου στην Ελένη, του Ευρυπίδη. Είναι όμως η πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια που μπαίνουμε σε κλειστό θέατρο και η συγκίνηση ήταν μεγάλη, ήταν μια πάρα πολύ ωραία αίσθηση. Ήταν η επιστροφή στο σπίτι μας με ένα τρόπο. Αισθάνομαι ότι το να δουλεύουμε είναι η μόνη απάντηση που μπορούμε να δώσουμε σε αυτή την εποχή, σε ότι μας συμβαίνει αυτή την περίοδο. Επίσης είναι συγκινητική η προσέλευση του κόσμου και είναι συγκινητικός ο τρόπος που κοινωνούμε σε ένα κλειστό θέατρο κάτι όλοι μαζί. Είναι ένα τελετουργικό που νομίζω ότι έχει λείψει και σε εμάς πάνω στο σανίδι, αλλά και στο κόσμο που επίσης συμμετέχει πολύ ενεργά σε μία θεατρική παράσταση.
Μιλήστε μας για την παράσταση «Η δεύτερη έκπληξη του έρωτα» στην οποία πρωταγωνιστείτε.
Πρόκειται για ένα έργο του 18ου αιώνα, του σπουδαίου συγγραφέα Μαριβώ. Πρόκειται για μία λόγια κωμωδία υψηλής τέχνης, κωμωδία λόγου και ρητορικής. Είναι ένα θέατρο αποστάσεων, και έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό σε μία περίοδο που και εμείς κρατάμε τις αποστάσεις μας, στην κοινωνία. Πρόκειται για μία χήρα, την μαρκησία, την οποία υποδύομαι, η οποία έχει χάσει τον άντρα της πριν έξι μήνες και ως εκ τούτου έχει απαρνηθεί τον έρωτα. Κάποια στιγμή όμως συναντά τον ιππότη και τα πράγματα εκεί αρχίζουν και αλλάζουν. Μιλάμε για μια κοινωνία που οι αποστάσεις ήταν επιβεβλημένες λόγω κοινωνικοοικονομικού status. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να αγγιχτούν με την ίδια ευκολία και κατά συνέπεια ο λόγος ήταν πολύ σπουδαίος και σημαντικός, αλλά όπως πάντα ο λόγος δημιουργεί και πολλές παρεξηγήσεις.
Τι είναι αυτό που σας ιντριγκάρει στον ρόλο της μαρκησίας που υποδύεστε;
Ο ρόλος της μαρκησίας είναι ένας σύνθετος ρόλος, με μεγάλη πορεία κατά τη διάρκεια της παράστασης. Βλέπουμε την Μαρκησία να αναδύεται στην πραγματικότητα από το πένθος της, να βγαίνει σιγά σιγά και να πλησιάζει την ζωή, πράγμα που φυσικά το κάνει ο έρωτας αυτό. Διαγράφει μεγάλη πορεία ο ρόλος και αυτό είναι πάρα πολύ προκλητικό για έναν ηθοποιό. Επίσης η σκηνοθεσία του Βασίλη Παπαβασιλείου είναι μια πολύ λεπτή σκηνοθεσία, με πολλές αναφορές στο θέατρο εκείνης της εποχής, με απαιτήσεις υποκριτικές. Έχει στοιχεία χιούμορ, έχει δράμα, έχει νάζι, έχει πάρα πολλά στοιχεία.
Τι μπορεί να λέει μία κωμωδία του 18ου αιώνα στους θεατές της εποχής μας;
Πρόκειται και για μια παράσταση σχέσεων και ταυτόχρονα αποστάσεων, και σε μένα τουλάχιστον, η συνάφεια με την σημερινή εποχή είναι σαφής. Δηλαδή διανύουμε μια εποχή που οι αποστάσεις είναι επιβεβλημένες, και οι σχέσεις είναι ζητούμενο. Και είναι πολύ αποκαλυπτικό να βλέπει κάποιος πάνω στην σκηνή πως οι άνθρωποι που δεν μπορούσαν να αγγιχτούν, αναπτύσσουν σχέσεις, εκφράζουν την επιθυμία τους, τα θέλω τους, τις συγκρούσεις τους. Επίσης πρόκειται για μια παράσταση που ασχολείται με θεμελιώδη ζητήματα, όπως είναι η φιλία, όπως είναι ο έρωτας, όπως είναι η θέση της γυναίκας, και ο Μαριβώ ως φιλόσοφος το αναπτύσσει αυτό, οπότε είναι μία θεματολογία που μας αφορά. Και επίσης δεν είναι τυχαίο ότι αρέσει πολύ στις νεαρές ηλικίες, στους ανθρώπους εκεί γύρω στα 18.
Τελικά βγήκε κερδισμένο το ελληνικό θέατρο το κίνημα metoo, που εκδηλώθηκε το προηγούμενο διάστημα;
Πάντα είμαι υπέρ της αντιμετώπισης της αλήθειας. Όμως το metoo και η θέση της γυναίκας δεν αφορά μόνο το θέατρο. Θεωρώ πως ότι συνέβη, συνέβη για καλό, ήταν μια αρχή. Και φυσικά έπεται αγώνας, διεκδικήσεις, διάλογος, που είναι πάρα πολύ σημαντικό, και ζύμωση μέσα στην κοινωνία, ως εκ τούτου και μέσα στο θέατρο. Για το αν βγήκε κερδισμένο ή όχι, θεωρώ πως ο μόνος τρόπος για να αλλάξουμε την πραγματικότητα, είναι να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα. Δεν ξέρω κατά πόσο έχει προλάβει η αλλαγή αυτή να συντελεστεί, αλλά σίγουρα το γεγονός ότι είχαμε το θάρρος, ειδικά αυτές οι γυναίκες που βγήκαν και μίλησαν, να αποκαλύψουν μια πραγματικότητα, και εμείς οι υπόλοιποι να τις στηρίξουμε και να την αντιμετωπίσουμε, είναι μία αρχή για αλλαγή.
Στο βιογραφικό σας διαβάζουμε ότι έχετε σπουδάσει Ψυχολογία, πριν στραφείτε στο θέατρο. Σας βοηθάει στην διερεύνηση των ρόλων αυτή η γνώση;
Πρόκειται για δύο αντικείμενα με τρομερή συνάφεια, όσο και αν αυτό δεν είναι σε πρώτο επίπεδο έκδηλο. Είναι δηλαδή δύο ανθρωποκεντρικές επιστήμες, όπου και στις δύο περιπτώσεις, και στην ψυχολογία και στο θέατρο, ο άνθρωπος είναι στο κέντρο. Η παρατήρηση του ανθρώπου και η ακοή, το πώς ακούω και πως ερμηνεύω τον άνθρωπο απέναντί μου, είναι βασικό συστατικό και στις δύο επιστήμες. Με βοηθά με την έννοια ότι είναι κομμάτι του εαυτού μου και οπωσδήποτε είναι η ύπαρξή μου που λειτουργεί πάνω στη σκηνή, οπότε με αυτό τον τρόπο με βοηθά, πάρα πολύ.
Καλύπτει η Θεσσαλονίκη τις καλλιτεχνικές σας ανησυχίες και φιλοδοξίες;
Το θέατρο στην Θεσσαλονίκη έχει δεχτεί ένα τεράστιο πλήγμα τα τελευταία χρόνια, ξεκινώντας από τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, όπου δυστυχώς οι περισσότερες θεατρικές ομάδες της Θεσσαλονίκης έχουν κλείσει, και οι ηθοποιοί ως επί το πλείστον χρειάστηκε να φύγουν. Ευτυχώς υπάρχει το ΚΘΒΕ που έχει 5 σκηνές, που πάντα προσπαθεί να έχει παραστάσεις στο ρεπερτόριό του, που καλύπτουν και την «υποχρέωση» του να μορφώνει το κοινό, όπως ένα κρατικό θέατρο οφείλει, αλλά και να μετακινεί και να διασκεδάζει –δεν το υποτιμώ καθόλου- τον κόσμο της πόλης αυτής. Το θέατρο σε αυτή την πόλη είναι πολυτέλεια και μια μοναδική δραστηριότητα ταυτόχρονα. Εδώ έχουμε την πολυτέλεια να συγκεντρωνόμαστε στην θεατρική πράξη. Από την άλλη με ένα τρόπο είμαστε περισσότερο εγκλωβισμένοι, γιατί δεν έχουμε αντίστοιχες διεξόδους (τηλεόραση, σινεμά, ραδιόφωνο) όπως οι συνάδελφοι στην Αθήνα.
Για πρώτη σαιζόν μετά από πολλά χρόνια, η μυθοπλασία στην τηλεόραση ξεπερνάει σε θεαματικότητα τα reality. Τι πιστεύετε οδήγησε σε αυτή την εξέλιξη;
Η αλήθεια είναι ότι αυτό που με προβλημάτιζε τον τελευταίο καιρό είναι η παρουσία πολλών reality, και αναρωτιόμουν γιατί. Είναι τόσο σκληρή η πραγματικότητα, ειδικά την περίοδο που διανύουμε και τι άλλο παίρνει κάτι άσχημο και το μετατρέπει σε κάτι όμορφο αν όχι η τέχνη; Μόνο η τέχνη μπορεί να το κάνει αυτό, η μυθοπλασία. Το εύχομαι να αλλάζει κάτι, γιατί οι άνθρωποι του θεάτρου τα τελευταία δύο χρόνια έχουν πληγεί επί της ουσίας. Δεν δουλεύαμε, και αυτό είναι μία πραγματική πληγή. Και χρειάζεται να υπάρχουν διέξοδοι. Θα ήταν μεγάλη μου επιθυμία να αλλάξει κάτι, και να αντικατασταθεί αυτή η περιέργεια μας για μια πραγματικότητα που ούτως ή άλλως ζούμε, με κάτι που έχει αναφορές σε αναγνώσματα, σε μυθιστορήματα, σε ιστορίες. Γιατί αυτό είναι οι ζωές μας, ιστορίες.
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.