Γράφει η Καρίνα Ιωαννίδου
Κάποια Χριστούγεννα έχουν χαραχθεί βαθιά μέσα στην ψυχή μου. Κάποια Χριστούγεννα, εντελώς διαφορετικά, εντελώς δραματικά, που δεν τα έζησα η ίδια – αφού τότε δεν υπήρχα, ούτε καν ως υποψία-.
Ήταν μια εποχή όπου μέσα κι έξω όλα ήταν σκοτάδι πίσσα. Ακόμα, και το φεγγάρι είχε «βυθιστεί» αύτανδρο. Μέσα στο έρεβος εκείνων των ημερών τα μόνα που φαίνονταν ευδιάκριτα ήταν τα ίχνη από κάποιες πατημασιές πάνω στο γκρίζο χιόνι…
Αυτά τα «ίχνη» παραμένουν αναλλοίωτα μέχρι και σήμερα γιατί αυτές οι «παλιές πατημασιές» δεν «ακούμπησαν» μόνον πάνω στο χιόνι, «ακούμπησαν» και στην ψυχή μου… κύριε Ριζοσπάστη… Ακόμα ακούω στ΄ αυτιά μου τη φωνή της γιαγιάς μου να μου διηγείται τα αληθινά γεγονότα …
«Όχι, δεν είμαι κομμουνίστρια! Ποτέ μου δεν ψήφισα το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Παραδοσιακά, αναντάμ μπαμπαντάμ, ψήφιζα Κέντρο! Ούτε Δεξιά ούτε Αριστερά! Γιατί; Γιατί έτσι το βρήκα κι έτσι το συνέχισα… Ρούπι δεν μετατοπίστηκα, πολιτικά, χρόνια τώρα!… Εκτός βέβαια από τις περιπτώσεις που μετατοπίζονταν το «κέντρο βάρους» της πολιτικής μας σκηνής… Κάθε Κυριακή πρωί έρχεται σπίτι μου ο Βασίλης και μου πουλάει τον «Ριζοσπάστη». Ναι, μην προτρέχετε, μπορεί να μην είμαι κομμουνίστρια αλλά «Ριζοσπάστη» διαβάζω. Διαστροφή, ξε-διαστροφή … ομολογώ πως το κάνω! Καμιά φορά δε, την λέω την αμαρτία μου… αγοράζω και τα κουπονάκια μου…
Κάθε Κυριακή πρωί κτυπάει η πόρτα. Ανοίγω. Ο Βασίλης! Πολύ ψηλός, πολύ λεπτός, με μικρά μυωπικά γυαλιά με στρόγγυλο σκελετό –χρόνο με το χρόνο πιο σκυφτός, πιο φαλακρός- και με τις εφημερίδες παραμάσχαλα ξεπροβάλλει στο κατώφλι μου… «Ήρθες;» φωνάζω περιχαρής και το διαδίδω αμέσως στα ενδότερα της οικίας μου… «Ήρθε, ο «Ριζοσπάστης»!»…. Η εγγονή μου φωνάζει από μέσα: «Ήρθε, ο κύριος Ριζοσπάστης!». Νομίζει ότι Ριζοσπάστης είναι το όνομά του! Γέλια που κάνουμε! … Πρόκειται για παραδοξολογία θα μου πείτε να αγοράζω κάτι που δεν ασπάζομαι… θα συμφωνήσω… Κανείς όμως δεν γνωρίζει τι συνδέει εμένα με τον Βασίλη!
Πόλεμος, μαύροι καιροί, ο άντρας μου στο Μέτωπο, εγώ μικρομάνα με τέσσερα παιδιά, πεθερικά ανήμπορα… οι Γερμανοί να βομβαρδίζουνε… να τρέχουμε έντρομοι στο υπόγειο του σπιτιού, κουτρουβαλώντας τις τσιμεντένιες σκάλες στο άκουσμα της σειρήνας να σωθούμε… Η σειρήνα!… Ακόμη, τόσα χρόνια μετά, ο ήχος αυτός μου διαπερνάει κατά καιρούς τα τύμπανα… Δεν αντέχω να ακούω ούτε τους συναγερμούς των αυτοκινήτων… Τρέχαμε αλαφιασμένοι να κρυφτούμε, βάζοντας στα κεφάλια μας ότι λογής κατσαρολικό υπήρχε στην κουζίνα για προστασία… οι μεγάλοι τις μεγάλες κατσαρόλες, τα μικρά… τα κατσαρολάκια για το γάλα… Η μικρή μου η κόρη, τριών ετών τότε… να σταυροκοπιέται και να προσεύχεται: «Παναγίτσα μου φύλαχθε τον μπαμπάκα μου!»… «Παναγίτσα μου φύλαχθε τον μπαμπάκα μου!» Να γελάς και να κλαις! Τι εποχές!
Γερμανική Κατοχή! Είχα βγει στη γύρα να βρω οτιδήποτε χρήσιμο για την επιβίωση της οικογένειας… όταν ξαφνικά βλέπω μπροστά μου… παρατημένη μία ξυλόσομπα! Η απόσταση από το σημείο που ήταν παρατημένη η σόμπα μέχρι το σπίτι ήταν μικρή μεν, απαγορευτική δε για μένα, μια γυναίκα, κοντόσωμη, αδύνατη κι εξαντλημένη από την πείνα… Η σόμπα σιδερένια, μασίφ, πολύ βαριά, που ναι μεν ο Θεός την τοποθέτησε εκεί, το δίχως άλλο για να την βρω, αλλά δεν είχε φροντίσει για το πώς αυτή θα μου παραδινόταν κατ΄ οίκον… Γιατί, Θεέ μου; Ήταν φύσει αδύνατον να μετακινηθεί, κάθισα κάτω κι έσπαγα το κεφάλι μου να βρω τρόπο να την μεταφέρω. Δεν κούναγα ρούπι από ΄κει, την φύλαγα, μην μου την πάρουν οι διερχόμενοι. Ήτανε εποχές άγριες που οι άνθρωποι έψαχναν μέσα στα σκουπίδια για ψίχουλα, που διεκδικούσαν το καθετί… που δεν ορρωδούσαν προ ουδενός… Ο σώζων εαυτόν σωθήτω! Να πάω την σόμπα μέχρι το σπίτι; Ναι, αλλά πως; Ένα θαύμα περίμενα και τότε ακριβώς εμφανίζεται μπροστά μου ένας νεαρός γείτονας δεκαέξι χρόνων αμούστακο παλικαράκι. Με βλέπει να κάθομαι καταγής απελπισμένη και με ρωτάει: «Τι κάνεις εδώ, κυρα-Ρέα;» «Βρήκα μια σόμπα, τα παιδιά κρυώνουν, δεν θα τον βγάλουν τον χειμώνα, και να τώρα που βρήκα τη λύση εκ Θεού… είναι πολύ βαριά για να την μεταφέρω μόνη μου μέχρι το σπίτι» του απαντάω… «Για να δω»… μου λέει… Την κουνάει από δω, την κουνάει από κει… την πιάνει από πάνω, από κάτω, από πλάγια και ω του θαύματος, η σόμπα μετακινείται… μια ίντσα… ο νεαρός ανοίγει το μικρό πορτάκι που είχε η σόμπα μπροστά, βάζει το χέρι του μέσα στο άνοιγμά της, όπου μπαίνουν τα ξύλα για να καούν και να δώσουνε τη ζέστη, και λίγο-λίγο, βήμα-βήμα… σέρνοντάς την, σπρώχνοντάς την, σκουντώντας την, γδέρνοντας πόδια και χέρια… μετά από δύο περίπου ώρες υπερπροσπάθειας για μία απόσταση εκατό μέτρων, η σόμπα φτάνει επιτέλους σπίτι… Ε, ναι! Υπάρχουν άνθρωποι! Εκεί που δεν το περιμένεις, εμφανίζονται! «Να ΄σαι καλά αγόρι μου… Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό!».
Ο πόλεμος τελείωσε… ο νεαρός μεγάλωσε, αργότερα τον έστειλαν εξορία για τις πεποιθήσεις του –γιατί εμείς ως Έλληνες δεν χρειαζόμαστε τον «Γερμανό» για να μας βγάλει τα μάτια… τα καταφέρνουμε μια χαρά και μόνοι μας… και μάλιστα τα βγάζουμε πιο βαθιά από τον καθένα- κι όταν κάποτε γύρισε, αφοσιώθηκε στο Κόμμα… πουλώντας εφημερίδες και κουπόνια για την ενίσχυσή του… Ο «κύριος Ριζοσπάστης», ο αγνός αυτός ιδεολόγος, έρχονταν κάθε Κυριακή ανελλιπώς από τότε και πουλούσε την εφημερίδα σπίτι μας πιστεύοντας ακράδαντα ότι είμαι ομοϊδεάτισσά του. «Πετάει, ο γάιδαρος πετάει εγώ!», «Η αντιμπεριαλιστική πάλη, η πάλη του λαού για την ειρήνη, που δοκιμάζεται βάναυσα από τους ιμπεριαλιστές συσπειρώνει μάζες νεολαίας και γίνεται συνώνυμη με την πάλη για καλύτερο μεροκάματο και δικαιώματα… συντρόφισσα»…. «Ναι» εγώ! «Το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα, με δύναμη κρούσης τους οικοδόμους αλλά και ένα ρωμαλέο φοιτητικό και νεολαιίστικο κίνημα στο πλάι του, έχουν αρχίσει να ανησυχούν τους εγχώριους και ξένους κύκλους της πλουτοκρατίας… συντρόφισσα»…. «Ναι» εγώ! Εξάλλου, δεν είχε κι άδικο! «Για όλα ευθύνεται το καπιταλιστικό μας σύστημα, συντρόφισσα… διότι, εγώ, κρατήθηκα στο «Κολαστήριο»… διότι δεν «συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις»… Όχι, στο φασισμό!»…. «Όχι!» εγώ! Ποτέ δεν τον άφησα να καταλάβει ότι ήμουν «αλλεργική» στην όψη του σφυροδρέπανου γιατί αυτό θα τον ντρόπιαζε και θα ήταν το τελευταίο που θα ήθελα να μάθει… δηλαδή, ότι αγόραζα την εφημερίδα… Τιμής Ένεκεν… Θα το θεωρούσε ιδιαίτερα προσβλητικό και θα ήταν… Οι πραγματικοί ήρωες ποτέ δεν καταλαβαίνουν τον ηρωισμό τους… Δεν θα πίστευε ποτέ ότι του χρωστούσα κάτι για τότε…
Ακόμη και σήμερα, που οι διαφορές έχουν αμβλυνθεί… αφού εδώ και χρόνια κυκλοφορούν Αριστεροί με άρωμα Δεξιάς και το αντίστροφο… συνεχίζω την παράδοση και ευελπιστώ να την κληροδοτήσω στα παιδιά και στα εγγόνια μου… Σεβασμό στον Άνθρωπο που εννοεί αυτά που κάποιοι άλλοι καπηλεύονται… Όταν «συναντηθούμε εκεί πάνω» θα σου τα πω όλα, Βασίλη…»
Ο Βασίλης Πι. είναι γείτονάς μου. Είναι σχεδόν 100 χρόνων σήμερα κι εύχομαι να αργήσει ακόμα να «συναντήσει» τη γιαγιά μου…
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.