Νίκος Χριστοδουλίδης, Υπουργός Εξωτερικών Κύπρου: “Ο δρόμος για τη λύση του Κυπριακού είναι οι συνομιλίες υπό την αιγίδα του ΟΗΕ”

Συνέντευξη στον Ανδρέα Γερμανό

Κύριε Χριστοδουλίδη, ο Ιούλιος είναι ένας μαύρος μήνας για τον Ελληνισμό και ιδιαίτερα την Κύπρο. Η Τουρκική εισβολή το 1974 και οι τραγικές συνέπειές της σημάδεψαν για πάντα τον Κυπριακό Ελληνισμό. Ποιες οι σκέψεις σας;

Είναι αλήθεια πως, με φορτισμένη τη μνήμη και σφιγμένη την καρδιά, κάθε χρόνο αυτές τις ημέρες ξυπνούν οι θύμησες, αλλά και ο πόνος από τα τραγικά γεγονότα του μαύρου θέρους του 1974, ζούμε ξανά τις εφιαλτικές μέρες της τουρκικής εισβολής, τη βαρβαρότητα και το δράμα που έφερε μαζί της. Τους νεκρούς, τους πρόσφυγες, τους αγνοούμενους, τους εγκλωβισμένους. Τη στρεβλή κατάσταση πραγμάτων, που για σαράντα έξι φέτος χρόνια, έχει εκτρέψει την ιστορική εξέλιξη του λαού μας και της κοινωνίας μας, σε κάθε της φάσμα. Όλα αυτά δεν είναι απλά επαναλαμβανόμενες επετειακές ρητορείες. Είναι δυστυχώς η ψυχρή πραγματικότητα στην Κύπρο εδώ και 46 χρόνια.

Παρά τις απογοητεύσεις, όμως, τις δυσκολίες, την τουρκική κλιμάκωση, δεν έχουμε άλλη από την επιλογή να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για την κάμψη της τουρκικής αδιαλλαξίας, τον τερματισμό της τουρκικής κατοχής και την επίτευξη μιας λύσης που θα δημιουργεί προοπτικές ασφάλειας, ευημερίας αλλά και ειρηνικής συμβίωσης και αλληλοσεβασμού. Δεν μπορεί η σημερινή απαράδεκτη κατάσταση να είναι η λύση του Κυπριακού και το μέλλον της πατρίδας μας.

Σαρανταέξι χρόνια εισβολής και παράνομης κατοχής, του 37% της Κύπρου από την Τουρκία, είναι πάρα πολλά κύριε Υπουργέ. Τι λένε οι ομόλογοί σας όταν τους παρουσιάζετε την τραγική αυτή κατάσταση που συνεχίζεται στην Κύπρο μέχρι σήμερα;

Η θέση της διεθνούς κοινότητας συνοψίζεται στο ότι η συνεχιζόμενη παράνομη κατοχή της Κύπρου από την Τουρκία αποτελεί ιστορικό αναχρονισμό ο οποίος πρέπει να ξεπεραστεί μέσω της επίτευξης λύσης στο πλαίσιο και στη βάση των σχετικών Ψηφισμάτων του ΟΗΕ. Γίνεται επίσης αντιληπτό ότι η επίτευξη λύσης απαιτεί την αναγκαία πολιτική βούληση και από την πλευρά της Τουρκίας, η οποία φέρει την ευθύνη για την παρούσα κατάσταση και η οποία εκδηλώνει μια γενικότερη αποσταθεροποιητική συμπεριφορά με αναθεωρητικές και επεκτατικές επιδιώξεις. Η δική μας προσπάθεια εστιάζεται στην άσκηση πολιτικής πίεσης, κυρίως μέσω της ΕΕ, προκειμένου να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις εξόδου από την παρούσα στασιμότητα με τους κινδύνους που αυτή εγκυμονεί, έτσι ώστε να επαναρχίσει η διαδικασία συνομιλιών υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Σε αυτή την προσπάθεια έχουμε τη στήριξη και τη συνδρομή των μελών του ΣΑ του ΟΗΕ, της ΕΕ και ευρύτερα της διεθνούς κοινότητας. Δεν σας κρύβω, όμως, την ίδια στιγμή, ότι η πάροδος του χρόνου δημιουργεί νέα τετελεσμένα, δυσκολεύει την προσπάθεια και επηρεάζει δυσμενώς και το διεθνές ενδιαφέρον. Πρέπει το συντομότερο να δοθεί ένα τέλος στην επικρατούσα ανώμαλη κατάσταση.

Κύριε Υπουργέ, ως διπλωμάτης, ως κυβερνητικός εκπρόσωπος και τώρα ως Υπουργός Εξωτερικών, συμμετέχετε σε συνομιλίες και διαπραγματεύσεις με την Τουρκία για εύρεση λύσης, που μέχρι σήμερα δεν οδήγησαν πουθενά. Βλέπετε κάποιο νόημα στη συνέχιση των συνομιλιών; Υπάρχουν πιθανά περιθώρια για εύρεση λύσης;

Ο δρόμος για την επίτευξη λύσης του κυπριακού είναι η διαδικασία των συνομιλιών υπό την αιγίδα του ΟΗΕ στη βάση των σχετικών ψηφισμάτων του οργανισμού και της συμφωνημένης βάσης λύσης που δεν είναι άλλη από τη δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα όπως αυτή ορίζεται στα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών. Παραμένουμε αταλάντευτα προσηλωμένοι προς αυτή την κατεύθυνση και εργαζόμαστε προκειμένου να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για επανέναρξη διαδικασίας συνομιλιών. Πάντοτε σε περιόδους παρατεταμένης στασιμότητας όπως η σημερινή η οποία επίσης χαρακτηρίζεται από αυξημένη προκλητική συμπεριφορά από μέρους της Τουρκίας, είναι φυσιολογικό να δημιουργείται κάποια απαισιοδοξία. Είμαστε σταθερά προσηλωμένοι στο στόχο της λύσης, παρά τις όποιες δυσκολίες, την κλιμάκωση, την απαισιοδοξία. Όπως προανέφερα, δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Πραγματικά θεωρώ ότι μια λογικά σκεπτόμενη Τουρκία μπορεί εύκολα να αντιληφθεί τα οφέλη που δύναται να προκύψουν και για την ίδια μέσα από την επίλυση του Κυπριακού.

Η αντιπολίτευση κατηγορεί τον πρόεδρο Αναστασιάδη και επιτίθεται προσωπικά σε εσάς, για την αποτυχία των τελευταίων συνομιλιών. Πείτε μας για τις συνομιλίες του CransMontana και κατά πόσο υπήρξε έστω και η μικρή πιθανότητα ανεύρεσης λύσης.

Το γεγονός ότι φτάσαμε στο Κρανς Μοντάνα κοντά σε λύση και ότι για πρώτη φορά στην ιστορία των διαπραγματεύσεων επιτεύχθηκαν τόσο σημαντικές συγκλίσεις, είναι, σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσμα και των πρωτοβουλιών, των ενεργειών και του τρόπου διαπραγμάτευσης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Δεν θα ήταν εφικτό για κάποιον που δεν έχει ξεκάθαρη πρόθεση επίλυσης του Κυπριακού, να είχε πετύχει τέτοια αποτελέσματα τα οποία ορθά χαρακτηρίζονται ότι οδήγησαν κοντά σε επίλυση του Κυπριακού, όσο ποτέ μάλιστα προηγουμένως. Δεν είναι δυνατόν κάποιος που δεν επιθυμεί την επίλυση του Κυπριακού, όταν ήμασταν στο Κρανς Μοντάνα και βρισκόμασταν μπροστά σε διαφαινόμενο αδιέξοδο, να αναλαμβάνει πρωτοβουλία και να υποβάλλει συγκεκριμένες προτάσεις που μάλιστα χαιρετίστηκαν δημόσια και από πολιτικές δυνάμεις στην Κύπρο αλλά και από πλευράς ΗΕ. Άρα, είναι ξεκάθαρο από τα ίδια τα δεδομένα και τις εξελίξεις, τα όσα έγιναν.

Να σας αναφέρω, την ίδια στιγμή, ότι μετά και από τη συνάντηση των δυο ηγετών με τον ΓΓ των ΗΕ στο Βερολίνο, η προσέγγιση ήταν η επανέναρξη της διαπραγματευτικής διαδικασίας από εκεί που διακόπηκε στο Κρανς Μοντάνα αμέσως μετά την εκλογική διαδικασία στις κατεχόμενες περιοχές. Δυστυχώς, η πανδημία δεν επέτρεψε κάτι τέτοιο. Ένας καλόπιστος παρατηρητής, βλέποντας τις εξελίξεις και τη συμπεριφορά της Τουρκίας στην Κύπρο αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, πολύ εύκολα καταλήγει στο συμπέρασμα για το ποιος ευθύνεται για την μη επίλυση του Κυπριακού και την επιδείνωση της κατάστασης.

Όσον αφορά προσωπικά εμένα, από τη στιγμή που συμμετέχω στη δημόσια ζωή του τόπου ως Υπουργός Εξωτερικών, το κάθε κόμμα και ο κάθε πολίτης νομιμοποιείται να μου ασκεί κριτική, είτε στη βάση διαφωνιών επί θεμάτων πολιτικής, είτε για άλλους λόγους που ίσως να μην με αφορούν. Δεν πρόκειται να υπεισέλθω στην οποιανδήποτε δημόσια αντιπαράθεση, όχι μόνο γιατί δεν είμαι συνειδητά θιασώτης μιας τέτοιας προσέγγισης, αλλά και επειδή θεωρώ ότι κάτι τέτοιο, ειδικά την παρούσα συγκύρια, δεν εξυπηρετεί αυτούς που θέλω να πιστεύω πως είναι οι συλλογικοί μας στόχοι.

Πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι η Ανατολική Μεσόγειος είναι έτοιμη να πάρει φωτιά. Ποια είναι η δική σας αίσθηση; Υπάρχει κίνδυνος ανάφλεξης;

Είναι αλήθεια πως ανησυχούμε έντονα για τη συνεχιζόμενη παράνομη και επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας και αντιλαμβανόμαστε πως η παρούσα τεταμένη κατάσταση απαιτεί λεπτούς και προσεκτικούς χειρισμούς. Παρατηρούμε μία αναθεωρητική τουρκική εξωτερική πολιτική, που μέσω της «πολιτικής των κανονιοφόρων» προσπαθεί να επιβάλει την ηγεμονία της στην Ανατολική και Κεντρική Μεσόγειο, καθώς και στην Μέση Ανατολή. Αυτή η στρατιωτικοποίηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, με την απειλή και την ολοένα συχνότερη χρήση βίας αποτελεί ένδειξη των ηγεμονικών αποσταθεροποιητικών σχεδιασμών της Άγκυρας, για τον μεγαλύτερο δυνατό έλεγχο της Μεσογείου και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής.

Η Τουρκία εδώ και χρόνια έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο «γαλάζια πατρίδα». Λέει σε όλους τους τόνους τι θέλει και τι διεκδικεί, και μεθοδεύει τους τρόπους που θα πετύχει το σχέδιό της. Θέλω να μας πείτε αν υπάρχουν πιθανότητες, χώρες όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Κύπρος, η Ελλάδα και η Γαλλία, να δημιουργήσουν μια ισχυρή συμμαχία η οποία θα ανακόψει τα επεκτατικά σχέδια του Ερντογάν;

Είναι γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα, η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη ένα κενό ασφαλείας που υπάρχει στην περιοχή, προχωρά με μια άνευ προηγουμένου και πρωτόγνωρη κλιμάκωση της παραβατικότητάς της στην Κύπρο, στην Ελλάδα, στην Συρία, στην Λιβύη, στο Ιράκ, και όχι μόνο. Και αυτή δεν είναι δική μας ανάγνωση αλλά η ανάγνωση όλων των Κρατών της περιοχής, όπως και κάποιων κρατών-μελών της ΕΕ με ένα ιδιαίτερο διαχρονικά ενδιαφέρον για την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Η εν λόγω τουρκική συμπεριφορά προβληματίζει κι άλλες σημαντικές περιφερειακές δυνάμεις που δείχνουν ολοένα και περισσότερο την ενόχλησή τους και είναι για αυτό τον λόγο που χρειάζεται συλλογική αντιμετώπιση των δύσκολης αυτής κατάστασης και συνεργασία για τη δημιουργία δεδομένων που θα οδηγούν σε αποκλιμάκωση της τουρκικής παραβατικότητας.

Ποιες είναι οι διαθέσιμες επιλογές ενώπιον μας; Είτε αφήνεται ελεύθερα η Τουρκία να προχωρήσει με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις που συνεπάγονται για την Ανατολική Μεσόγειο και τα Κράτη της περιοχής ή προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε αυτή την πρωτόγνωρη κλιμάκωση, μέσα από συνεργασίες στην περιοχή και εντός της ΕΕ, πάντα μέσα στο πλαίσιο μιας θετικής προσέγγισης με στόχο την αποκλιμάκωση της τουρκικής παραβατικότητας. Είναι μια συνεχής και δύσκολη προσπάθεια που αποτελεί μονόδρομο.

Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί χωρίς να αντιδρά στις προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας. Πως εκτιμάτε την μέχρι σήμερα στάση του ΟΗΕ και της Ε.Ε. απέναντι στην Τουρκία; Τι είναι αυτό που οδηγεί τους διεθνείς οργανισμούς σε αυτή την παθητική στάση;

Θέλω να είμαι απόλυτα ειλικρινής. Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι, ειδικότερα στην δική μας περίπτωση, της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν μπορώ να φανταστώ ποιες θα ήταν οι δυνατότητες αντίδρασής μας αν η Κύπρος δεν ήταν μέλος της ΕΕ. Από την αρχή είχαμε αναφέρει ότι η αντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων θα γίνει με πολιτικοδιπλωματικά, νομικά και οικονομικά μέσα, αξιοποιώντας κατά κύριο λόγο την ιδιότητά μας ως μέλος της ΕΕ.

 Σε δύο περιπτώσεις οι εταίροι μας στην ΕΕ ανταποκρίθηκαν, στην πρώτη φάση με πολιτικά, οικονομικά και διπλωματικά μέτρα και στη συνέχεια με στοχευμένα μέτρα, δηλαδή κυρώσεις κατά φυσικών ή/και νομικών προσώπων που είναι υπεύθυνα ή εμπλέκονται στις παράνομες ενέργειες. Το πιο σημαντικό από τις αποφάσεις είναι ότι η ΕΕ στέλνει ξεκάθαρο μήνυμα προς την Τουρκία ότι οι ενέργειές της είναι καταδικαστέες, ενώ αποτελεί και μήνυμα προς όλους όσοι εμπλέκονται σε αυτές τις παράνομες ενέργειες, ότι οι πράξεις τους έχουν συνέπειες.

Ταυτόχρονα, και επειδή πρέπει να είμαστε απόλυτα ρεαλιστές, η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα στρατηγικής σημασίας, με σημαντική γεωγραφική θέση και στενούς οικονομικούς δεσμούς με πολλούς, μεταξύ των οποίων και κρατών της ΕΕ. Αξιοποιεί τη θέση και την ισχύ της και βλέπουμε πως εργαλειοποιεί για παράδειγμα ακόμη και τον ανθρώπινο πόνο με τους μετανάστες. Όσοι γνωρίζουν πώς λειτουργούν τα πράγματα σε ένα άναρχο διεθνές σκηνικό, αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι εύκολο να πετυχαίνεις συλλογικές καταδίκες και μέτρα κατά της Τουρκίας. Για παράδειγμα, από το 2006 έως το 2019 σε επίπεδο ΕΕ ως Κυπριακή Δημοκρατία δεν είχαμε Συμπεράσματα Συμβουλίων με συγκεκριμένα μέτρα καταδικαστικά εις βάρος της Τουρκίας πλην των μέτρων του Δεκεμβρίου του 2006 για πάγωμα οκτώ διαπραγματευτικών κεφαλαίων εξαιτίας της μη εφαρμογής του Πρωτοκόλλου της Άγκυρας έναντι της Κύπρου. Αυτό ανατράπηκε και ξεφύγαμε από τις μονομερείς καταδίκες που είναι περιορισμένης ισχύος. Αυτό που έχει σημασία είναι τόσο οι καταδίκες όσο και τα όποια μέτρα να είναι συλλογικά, από την ΕΕ στο σύνολό της. Με αυτό τον τρόπο, που είναι βεβαίως πολύ πιο δύσκολος στο να επιτευχθεί διότι απαιτεί συναίνεση όλων, το κόστος που δημιουργείται δεν είναι αμελητέο. Οι μονομερείς δηλώσεις περισσότερο αποσκοπούν σε εσωτερική κατανάλωση και προσωπικά δεν είμαι αυτής της φιλοσοφίας. Προτιμώ τον πιο δύσκολο δρόμο αρκεί να είναι ο πιο αποτελεσματικός.

Η προσπάθεια είναι τα μέτρα της ΕΕ να ενισχύονται αναλόγως εξελίξεων ώστε να είναι αποτρεπτικά. Για αυτό απαιτείται και πάλι ομοφωνία, οπόταν για κάθε βήμα εμείς πρέπει να κάνουμε τεράστιες προσπάθειες για να εξασφαλιστεί η σύμφωνη γνώμη 26 κρατών – μελών που, όπως έχω αναφέρει, εξυπηρετούν πρωτίστως τα δικά τους συμφέροντα. Στο Συμβούλιο των ΥΠΕΞ στις 13/7, κάναμε ακόμα ένα βήμα προς την ορθή κατεύθυνση με την εντολή προς την ΕΥΕΔ για ετοιμασία επιλογών για τομεακά μέτρα. Σίγουρα η προσπάθεια συνεχίζεται και παρά τις όποιες διαφορετικές προσεγγίσεις πρέπει αναμφίβολα και η ΕΕ να πράξει περισσότερα. Στο τέλος της ημέρας, εξάλλου, διακυβεύονται και δικά της συμφέροντα, δικές τις στρατηγικές επιδιώξεις που αγγίζουν τη διεθνή της υπόσταση, τον ρόλο της στα διεθνή και περιφερειακά δρώμενα ενώ ταυτόχρονα απειλείται και η ίδια η αξιοπιστία της.

Κύριε Υπουργέ, εδώ και 60 χρόνια ζωής της Κ.Δ., πριν και μετά την εισβολή, όταν κάθε φορά ο πρόεδρος της Κ.Δ. ή ένας αξιωματούχος επισκεπτόταν την Αθήνα, στις δηλώσεις του υπογράμμιζε ότι «η Ελλάδα είναι το μεγάλο μας στήριγμα». Πείτε μας για τις σχέσεις Ελλάδας-Κύπρου σήμερα.

O συντονισμός και η συνεχής διαβούλευση με την Αθήνα είναι ένα καθημερινό φαινόμενο, τόσο σε υπουργικό όσο και σε τεχνοκρατικό επίπεδο. Η συνεργασία με την Ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται σε άριστα επίπεδα διότι αυτό, πέραν των συμβολισμών και της κοινής μας ιστορίας, εξυπηρετεί το συμφέρον και των δύο χωρών. Θέλω να σας διαβεβαιώσω, δοθείσας της ευκαιρίας, ότι η Κυπριακή Δημοκρατία θα συνεχίσει να εργάζεται σε απόλυτο συντονισμό με την Ελλάδα, για αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης τουρκικής προκλητικότητας που βιώνουμε σήμερα, διεκδικώντας τα αυτονόητα: τη δημιουργία συνθηκών σταθερότητας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, την ευόδωση κοινών εθνικών στόχων και φυσικά την επίλυση του Κυπριακού στη βάση των σχετικών Ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών και των θεμελιωδών αρχών της ΕΕ. Την ίδια στιγμή δεν μπορώ παρά να σχολιάσω με λύπη το γεγονός ότι κάποιοι επιχειρούν να «βλέπουν» προβλήματα και διαφωνίες στις σχέσεις Αθηνών-Λευκωσίας. Και μπορώ να σας πω, επικαλούμενος προσωπικές μαρτυρίες, ότι σε διεθνές επίπεδο, η Τουρκία συνειδητά προωθεί μια εικόνα περί διαφορετικών προσεγγίσεων ανάμεσα σε Ελλάδα και Κύπρο, με στόχο να προωθήσει την επιχειρηματολογία της και να προκαλέσει προβλήματα στις σχέσεις μας.

Κλείνοντας κύριε Υπουργέ, ποιο είναι το μήνυμα που θα θέλατε να στείλετε στους συμπατριώτες σας Κυπρίους και ποιο στους Ελλαδίτες αδελφούς μας;

Σε ό,τι αφορά στους Ελλαδίτες αδελφούς μας, γνωρίζω από πρώτο χέρι πως η καρδιά τους πραγματικά πάλλει από αυθεντική και άνευ προϋποθέσεων αγάπη για την Κύπρο και τους ανθρώπους της. Το ένιωσα προσωπικά σε αρκετές περιπτώσεις. Μεταφέρω, με αυτή την ευκαιρία, την αμέριστη εκτίμηση του Κυπριακού λαού για τη διαχρονική συμπαράσταση της Ελλάδος στους αγώνες του Κυπριακού Ελληνισμού για ελευθερία και δικαίωση.

Παράλληλα, είμαστε ιδιαίτερα ευγνώμονες, αλλά και υπερήφανοι, καθώς συμπατριώτες μας, που ζουν και διαπρέπουν στην Ελλάδα, με τη δημιουργική συμβολή τους στην εξέλιξη των τοπικών κοινωνιών έχουν καταξιωθεί ως φορείς και μαχητές των δικαίων μας, αλλά και ως εν δυνάμει Πρέσβεις της Κύπρου, εκεί όπου διαβιούν.  Η παρουσία, συνεπώς και η πολυεπίπεδη δράση των συμπατριωτών μας σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ελλάδας προσφέρει τεράστιες δυνατότητες για να συνεχίσει να υπάρχει και να ενισχύεται ο ισχυρός αυτός ιστορικός, πολιτικός και κοινωνικός δεσμός μεταξύ των δύο χωρών.

Προηγούμενο άρθροΤεύχος 6, Ιούλιος 2020
Επόμενο άρθρο“Κρουν στην καρδιά μου οι καμπάνες της Αγιάς Σοφιάς…”

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ