Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Κοσμήτορας Νομικής ΑΠΘ: “Περι εκπαιδευτικής μεταρύθμισης και αστυνόμευσης, σεξουαλικών παρενοχλήσεων, νομιμότητας απαγορεύσεων λόγω πανδημίας και άλλων…”

Το κακό είναι ότι κάθε υπουργός θεωρεί πως διαθέτει τις ιδέες για να μεταρρυθμίσει το εκπαιδευτικό σύστημα. Κάθε αποσπασματική και πρόχειρη μεταρρύθμιση, σαν αυτές που υιοθέτησε πρόσφατα η κυβερνητική πλειοψηφία της Βουλής, θεωρώ ότι είναι μια κακή «μεταρρύθμιση».

Η Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, μιλάει στη SPEAKNEWS και τον Περικλή Βλάχο για τις πραγματικές ανάγκες των ελληνικών πανεπιστημίων και του ΑΠΘ, και σχολιάζει τις μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης αναφορικά με την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και την αστυνόμευση του πανεπιστημιακού χώρου. Ακόμη καταθέτει την άποψή της για τα μέτρα και τις απαγορεύσεις που επιβάλλονται στους πολίτες λόγω της πανδημίας και κατά πόσο αυτές είναι συνταγματικά ανεκτές, καθώς και για τις καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση που διαδέχονται η μία την άλλη, και αν ο νόμος προστατεύει τα θύματα.

Κυρία Συμεωνίδου, κλείνουμε ένα χρόνο από την έναρξη της πρώτης καραντίνας. Ως κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, πώς αντιμετωπίσατε και χειριστήκατε την πρωτόγνωρη αυτή κατάσταση;

H διαδικτυακή διδασκαλία αποδείχθηκε δύσκολη τόσο για τους φοιτητές όσο και για τους διδάσκοντες που ήταν συνηθισμένοι στην προσωπική καθημερινή επαφή με τους φοιτητές τους. Αναγκαστήκαμε όμως να προσαρμοστούμε. Να προμηθευτούμε εγκαίρως πλατφόρμες διδασκαλίας, να ετοιμάσουμε νέο υλικό για την πιο απαιτητική, όπως αποδείχθηκε, διαδικτυακή διδασκαλία, να αναρτήσουμε κάποιες μελέτες και διαγράμματα για να καλύψουμε το κενό της καθυστερημένης παράδοσης των διδακτικών συγγραμμάτων. Πιο δύσκολη ακόμα ήταν η διαδικτυακή εξέταση που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο και τον Σεπτέμβριο. Η εξασφάλιση της ακεραιότητας των εξετάσεων ήταν για εμάς ένα ζήτημα πρώτης προτεραιότητας, το οποίο μας απασχόλησε και εξακολουθεί να μας απασχολεί. Όπου μπορούμε, επιλέγουμε να κάνουμε προφορικές διαδικτυακές εξετάσεις, αντί για γραπτές. Αλλά είναι γεγονός ότι πολύ απέχουμε από μια απολύτως ικανοποιητική διαδικτυακή εκπαίδευση και ελπίζουμε ότι σύντομα δεν θα μας είναι και αναγκαία.

Προφανώς η εξ αποστάσεως εκπαίδευση ήταν μια λύση ανάγκης. Τι “βλέπετε” για το μέλλον της εκπαίδευσης; Θα αλλάξει κάτι που σας προβληματίζει;

Είναι πολλά και πολύ σοβαρά τα προβλήματα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα και δυστυχώς δεν αντιμετωπίζονται με τη δέουσα σοβαρότητα. Εγγενή προβλήματα δεκαετιών διογκώθηκαν, άλλωστε, τα τελευταία δέκα χρόνια λόγω της βαθιάς οικονομικής κρίσης και λανθασμένων κυβερνητικών επιλογών. Δυστυχώς δεν διαβλέπω να υπάρχει η βούληση ή η σκέψη για την άμεση και ορθολογική αντιμετώπισή τους.

Εγγενές πρόβλημα στη Σχολή μας είναι λ.χ. η παντελής έλλειψη επιστημονικού βοηθητικού προσωπικού που θα μπορούσε να υποστηρίζει τη διδασκαλία και την έρευνα του καθηγητικού δυναμικού, αναδεικνύοντας τον πανεπιστημιακό χώρο σε κυψέλη παραγωγής επιστημονικής γνώσης. Σε κάθε σοβαρή Νομική Σχολή άλλων ευρωπαϊκών κρατών, κάθε καθηγητής πλαισιώνεται από ομάδα νέων επιστημόνων, οι οποίοι οργανώνουν σεμινάρια υπό την επίβλεψή του, καταθέτουν ερευνητικές προτάσεις, διορθώνουν φοιτητικές εργασίες. Στην Ελλάδα, όλα αυτά τα καθήκοντα τα έχει επωμιστεί κάθε διδάσκων μόνος του για το μάθημά του.

Η μη κάλυψη των κενωθεισών θέσεων του καθηγητικού δυναμικού των ΑΕΙ επί πολλά έτη, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του αριθμού των διδασκόντων, αποτελεί ένα ακόμα πολύ σημαντικό πρόβλημα. Αλλά και η ουσιαστική μείωση της χρηματοδότησης των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και η επακόλουθη αδυναμία εκσυγχρονισμού των υποδομών και ελλιπής ενημέρωση των πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών είναι επίσης πολύ ουσιαστικά ζητήματα, που επιχειρούμε να αντιμετωπίσουμε σε κάποιο βαθμό με την αναζήτηση εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης.

Και βέβαια το μέλλον των αποφοίτων μας είναι ένα ακόμα θέμα που μας προβληματίζει. Προσπαθούμε να ετοιμάσουμε όσο καλύτερα μπορούμε τους φοιτητές μας ώστε να έχουν τα εφόδια που χρειάζονται για την επιτυχή άσκηση του επαγγέλματός τους, η αλήθεια όμως είναι ότι οι συνθήκες που επικρατούν σήμερα στην οικονομία μας δεν τους αφήνουν πολλά περιθώρια να πραγματοποιήσουν στην Ελλάδα τα όνειρά τους.

Παρόλ’ αυτά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα πανεπιστήμιά μας βρίσκονται στο 3% των καλύτερων πανεπιστημίων του κόσμου. Οι απόφοιτοί μας γίνονται δεκτοί σε κορυφαία πανεπιστημιακά ιδρύματα του εξωτερικού για μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές και συχνά διαπρέπουν ως μέλη του διδακτικού ή ερευνητικού τους δυναμικού. Αυτά, σε πολύ μεγάλο βαθμό, οφείλονται στην σημαντική προσπάθεια των μελών του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού των ΑΕΙ, το οποίο στις αντίξοες συνθήκες της εποχής μας επιμένει να επιδιώκει την «αριστεία».

Η κυβέρνηση προωθεί μεταρρυθμίσεις σχετικά με την εισαγωγή και φοίτηση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ελάχιστη βάση εισαγωγής, συγκεκριμένο αριθμό επιλογών στο μηχανογραφικό, χρονικό όριο φοίτησης. Πώς βλέπετε την μεταρρύθμιση αυτή;

Το κακό είναι ότι κάθε υπουργός θεωρεί πως διαθέτει τις ιδέες για να μεταρρυθμίσει το εκπαιδευτικό σύστημα. Λυπάμαι, αλλά θεωρώ ότι τα θέματα αυτά είναι πολύ σοβαρά για να αποτελούν προσωπικές επιλογές ή κομματικές στρατηγικές.

Οι μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση πρέπει να σχεδιαστούν με ορίζοντα δεκαετίας, από ένα σώμα διακεκριμένων εκπαιδευτικών της πατρίδας μας, αλλά και συναδέλφων που διαπρέπουν σε άλλες χώρες. Ένα σώμα που θα έχει διακομματική αποδοχή, για να έχουν και οι προτάσεις του ευρεία πολιτική στήριξη και αντοχή στη διάρκεια του χρόνου.

Κάθε αποσπασματική και πρόχειρη μεταρρύθμιση, σαν αυτές που υιοθέτησε πρόσφατα η κυβερνητική πλειοψηφία της Βουλής, θεωρώ ότι είναι μια κακή «μεταρρύθμιση».

Ειδικά όμως για τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις, θα ήθελα να προσθέσω και τα εξής. Δεν κατανοώ όλο αυτόν τον περίπλοκο μηχανισμό προσδιορισμού της ελάχιστης βάσης εισαγωγής στα ΑΕΙ. Ασφαλώς οι φοιτητές θα πρέπει να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του προγράμματος σπουδών που επιλέγουν και για τον λόγο αυτό, κάθε Σχολή μπορεί πολύ απλά – αν το κρίνει αναγκαίο – να ορίζει έναν ελάχιστο βαθμό εισαγωγής, όπως γίνεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά αυτό προϋποθέτει βέβαια μια άλλη διαδικασία εξέτασης, που θα επιτρέπει την αξιολόγηση των πραγματικών δυνατοτήτων κάθε μαθητή στην κατεύθυνση που επιλέγει. Με την βιαστική ρύθμιση που έχει υιοθετηθεί το μόνο που επιτυγχάνεται είναι η μείωση των φοιτητών στα δημόσια πανεπιστήμια και η ώθησή τους προς τα ιδιωτικά κολλέγια, τα οποία, μάλιστα εξασφαλίζουν σήμερα ίσα επαγγελματικά δικαιώματα στους αποφοίτους τους.

Το χρονικό όριο στη φοίτηση φαίνεται εξίσου ακατανόητο, ειδικά στην τρέχουσα συγκυρία. Γιατί λ.χ. θα πρέπει να διαγράφεται ο φοιτητής της Νομικής μόλις συμπληρώσει έξι χρόνια φοίτησης και όχι επτά ή οκτώ χρόνια; Έχει γίνει κάποια σχετική μελέτη; Έχουν προσδιοριστεί οι επιπτώσεις που προκαλούνται από τα επιπλέον έτη φοίτησης στις Σχολές; Και κυρίως: έχουν αναζητηθεί οι λόγοι για τους οποίους κάποιοι φοιτητές – που μπήκαν με πολύ κόπο και υψηλή βαθμολογία στα πανεπιστήμια – καθυστερούν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους;

Μείζον θέμα στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων αναδεικνύεται η αστυνόμευση στον χώρο των πανεπιστημίων, με αντιδράσεις του ακαδημαϊκού και πολιτικού κόσμου. Ποια είναι η δική σας γνώμη; Πιστεύετε πως υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος που θα σταματήσει ορισμένες παραβατικές συμπεριφορές που εκδηλώνονται εντός των πανεπιστημίων;

Διαβάζοντας τον νέο νόμο διαπιστώνει εύκολα κανείς ότι η επιλογή της κυβέρνησης είναι να μεταφέρει στα πανεπιστήμια το μοντέλο των «φρουρούμενων κοινοτήτων». Με υποχρεωτική περίφραξη, ελεγχόμενη είσοδο, ηλεκτρονική επιτήρηση και περιπολίες αστυνομικών.

Ο νόμος προβλέπει ειδικότερα την τοποθέτηση ηλεκτρονικών μέσων επιτήρησης με λήψη ή καταγραφή εικόνας και ήχου σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους των πανεπιστημίων, χωρίς μάλιστα να διευκρινίζει αν αυτά θα είναι σταθερά, φορητά ή και αυτοκινούμενα, όπως λ.χ. drones. Προβλέπει ακόμα την σύσταση ειδικής ομάδας προστασίας των πανεπιστημίων, η οποία συγκροτείται από αστυνομικό προσωπικό και ειδικούς φρουρούς, και έχει ως έργο της όχι μόνο την αντιμετώπιση των εγκλημάτων, αλλά και την πραγματοποίηση περιπολιών και τον έλεγχο των ηλεκτρονικών μέσων επιτήρησης.

Όλες οι επιλογές αυτές φαίνονται εξαιρετικά προβληματικές. Η Σύγκλητος του πανεπιστημίου μας διατύπωσε με απόλυτη σαφήνεια την αντίθεσή της στην ανάθεση της φύλαξης των πανεπιστημιακών χώρων καθώς και του ελέγχου της χρήσης τους στην αστυνομία, τονίζοντας ότι αυτά ανήκουν στην «αρμοδιότητα του πανεπιστημίου και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να διασφαλίζονται από τα αρμόδια πανεπιστημιακά όργανα, συνεπικουρούμενα από μια πανεπιστημιακή υπηρεσία φύλαξης, που θα υπάγεται στις πανεπιστημιακές αρχές». Στα καθήκοντα της αστυνομίας ανήκει μόνο η αντιμετώπιση του εγκλήματος, έργο το οποίο οφείλει να εκτελεί. Και στην πραγματικότητα μπορούσε ήδη ακωλύτως να εκτελεί, εφόσον από το φθινόπωρο του 2019 έχει πλέον πλήρως καταργηθεί το πανεπιστημιακό άσυλο.

Αυξάνονται συνεχώς οι καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση στον αθλητισμό, τον χώρο του θεάματος, αλλά και στα πανεπιστήμια. Ο νόμος όπως είναι σήμερα προστατεύει τα θύματα ή δημιουργεί εμπόδια στην απονομή δικαιοσύνης;

Είναι πολύ θλιβερά όλα αυτά που έρχονται στο φως της δημοσιότητας. Το φαινόμενο δεν είναι όμως καινούργιο και γι’ αυτό συναντούσε κανείς σχετικές ρυθμίσεις και στον παλιό Ποινικό Κώδικα, που ίσχυε όταν τελέστηκαν οι πράξεις.

Ο νέος Ποινικός Κώδικας, που ψηφίστηκε μετά την κύρωση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, προσφέρει πληρέστερη ακόμα ποινική προστασία, τιμωρώντας ως βιασμό κάθε τέλεση γενετήσιων πράξεων χωρίς τη συναίνεση του θύματος. Κυρώσεις – ηπιότερες ασφαλώς – προβλέπονται και όταν οι πράξεις τελούνται με τη σύμφωνη γνώμη του θύματος, αλλά με κατάχρηση της εργασιακής του εξάρτησης ή της ανάγκης του να εργαστεί, ενώ τέλος αξιόποινες είναι και χειρονομίες ή προτάσεις που προσβάλλουν την αξιοπρέπεια του θύματος. Βαρύτατες ποινές κάθειρξης απειλούνται και για την κατάχρηση ανηλίκων σε τέλεση γενετήσιων πράξεων από ενήλικες που τους έχουν εμπιστευθεί τα παιδιά για να τα προσέχουν ή να τα φροντίζουν.

Βεβαίως, στο ποινικό μας δίκαιο, ακόμα και οι πιο βαριές αξιόποινες πράξεις παραγράφονται μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, με μόνη εξαίρεση τα εγκλήματα του λεγόμενου ανθρωπιστικού δικαίου (γενοκτονία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας) που είναι απαράγραπτα. Αν λ.χ. αποκαλυφθεί μετά από εικοσιπέντε χρόνια η ταυτότητα του δράστη μιας ανθρωποκτονίας, δεν μπορεί να ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη. Ο χρόνος θέτει επομένως ένα σοβαρό εμπόδιο στην καταδίκη των δραστών από την Πολιτεία.

Κατ’ εξαίρεση, όταν ένα κακούργημα στρέφεται εναντίον ανηλίκου, προβλέπεται αναστολή της προθεσμίας παραγραφής μέχρι την ενηλικίωση του θύματος. Ίσως θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς μια ανάλογη αναστολή της παραγραφής και για την περίπτωση σοβαρών σεξουαλικών εγκλημάτων, εκτιμώντας τις απόψεις των ειδικών ότι το θύμα των συγκεκριμένων πράξεων αδυνατεί για μεγάλο χρονικό διάστημα να αναφερθεί σε αυτές και πολύ περισσότερο να τις δημοσιοποιήσει. Η όποια ρύθμιση θα έχει βεβαίως ισχύ μόνο για το μέλλον.

Εγείρονται θέματα νομιμότητας για τις απαγορεύσεις που επιβάλλονται λόγω πανδημίας (μετακινήσεις, συναθροίσεις κτλ). Πού βρίσκεται η γραμμή της νομιμότητας σε όλα αυτά; Υπάρχει περίπτωση να έχει ήδη ξεπεραστεί;

Από τον προηγούμενο Μάρτιο βιώνουμε πράγματι όλοι μια πολύ ουσιαστική περιστολή των ατομικών μας ελευθεριών. Η περιστολή αυτή είναι κατ’ αρχήν συνταγματικά ανεκτή, εφόσον τα μέτρα που λαμβάνονται είναι «αναγκαία» για την προστασία της δημόσιας υγείας και της ζωής αόριστου αριθμού ατόμων.

Τα προβλήματα και οι αμφισβητήσεις συναρτώνται όμως ακριβώς με την «αναγκαιότητα» των μέτρων.

Πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι τηρούν όλους τους κανόνες προστασίας (αποστάσεις, μάσκα), αναρωτιούνται λ.χ. αν πράγματι είναι συνταγματικά ανεκτός ο περιορισμός της ελευθερίας κίνησής τους μετά από μια ώρα, επειδή κάποιοι άλλοι έχουν αποφασίσει ότι δεν τους ενδιαφέρει η τήρηση των μέτρων και συνωστίζονται στα κέντρα διασκέδασης ή σε διάφορες τελετές, ενώ η αστυνομία δεν επεμβαίνει για να τους τιμωρήσει.

Πολλοί αναρωτιούνται γιατί πρέπει να κλείνονται στα σπίτια τους νωρίς το απόγευμα, όταν την επόμενη ημέρα το πρωί θα είναι υποχρεωμένοι να συνωστίζονται στα μέσα μαζικής μεταφοράς προκειμένου να φτάσουν στη δουλειά τους.

Άλλοι πάλι, όπως οι φοιτητές μας, αναρωτιούνται, αν πράγματι είναι συνταγματικά ανεκτό να στερούνται τα δικαιώματα στην συνάθροιση και τη συλλογική δημόσια έκφραση των ιδεών τους, όταν η κυβέρνηση δεν περιορίζεται στην υιοθέτηση κάποιων ρυθμιστικών κανόνων, αλλά λαμβάνει μέτρα που θίγουν και μάλιστα ουσιωδώς σημαντικά δικαιώματά τους, όπως είναι λ.χ. τα επαγγελματικά τους δικαιώματα που θίγονται από τις ρυθμίσεις για τα κολλέγια.

Η άποψή μου είναι ότι ένα μέτρο περιορισμού ατομικής ελευθερίας δεν μπορεί να θεωρείται αναγκαίο – και άρα συνταγματικά ανεκτό – επειδή η κυβέρνηση δεν μπορεί να εξασφαλίζει την γενική τήρηση ηπιότερων μέτρων. Θεωρώ επίσης ότι δεν είναι συνταγματικά ανεκτό να λαμβάνονται μέτρα που σε διαρκή βάση περιορίζουν σημαντικά δικαιώματα των πολιτών, τη στιγμή που οι πολίτες δεν μπορούν να εκφράζουν συλλογικά τις απόψεις τους.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ