«Φοβούνται την ελπίδα… φοβούνται καναρίνι που ΄χεις φτερά αητού».

Μου χτύπησες το τζάμι! Βρήκες τη σωστή πόρτα, τη σωστή χρονική στιγμή. Ξαφνιάστηκα που σε είδα! «Χτύπησες» μια χορδή που είχα τόσο επιμελώς κρυμμένη μέσα στην καρδιά μου… Μου πρόσφερες ένα πρώιμο μενεξεδί λουλουδάκι. Κρεμόταν ακόμα απ΄ το κλαδάκι του. Μικρό μου! Ναι, κατοικώ, ακόμα, εδώ! Βγήκαμε στο μπαλκόνι με μια αχνιστή κούπα καφέ και σπιτικά τριφτά κουλουράκια βανίλιας, όπως τότε, θυμάσαι; Κοιταχτήκαμε στα μάτια κι εσύ μου έκανες την πιο απλή ερώτηση του κόσμου: «Τι κάνεις;». Δεν ήταν η ερώτηση, ο τρόπος σου ήταν που με συγκίνησε βαθιά…

1-Προσπαθώ να εξερευνήσω το συναρπαστικό, στο ταβάνι. Εκεί είναι το όριό μου.

2-Κατάλαβα! Είσαι πιο τρελή από μένα.

(Γελάσαμε)

1-Κι εσύ πιο σοφός! Εγώ, περιστρέφομαι ακόμα στα ίδια…

2-Εγώ, είμαι σαν τον κυνηγό μέσα στο δάσος…

1-Και τι κυνηγάς;

2-Τους κακούς.

1-Και είδες κανέναν;

2-Ου, από κακούς άλλο τίποτα.

1-Σε πείραξε κανείς; Δείξτε μου έναν αμέσως! Πού είναι;

2-Παντού. Γι’ αυτό γύρισα στο «κλουβί»… Αλλά, σύντομα θα πετάξω και πάλι! Θα έρθεις μαζί μου;

1-Μακάρι να γινόταν!

2-Τί σ’ εμποδίζει;

1- Ο ορθολογισμός μου!

2- Άλλη μια άγνωστη λέξη για μένα!

1-Οι άνθρωποι έχουν φτιαχτεί για να μένουν κολλημένοι στην γη. Η ζωή είναι για τους ρεαλιστές. Οι ονειροπόλοι δεν έχουν καμία τύχη…

2-Δοκίμασες ποτέ να «πετάξεις»;

1- Για λίγο αλλά ανακάλυψα ότι φοβάμαι τα ύψη! Εσύ, είσαι τολμηρός! Είμαι τόσο περήφανη για σένα…

2-Δεν αντέχω τους βάλτους, τα ρηχά νερά. Είμαι πουλί και λαχταράω ουρανούς…

1-Μεγάλωσες! Δεν χωράς πια στο «κλουβί»… Εγώ, συνήθισα να αγαπώ τα όριά μου…

2-Μπορείς να «πετάξεις» αρκεί να το πιστέψεις! «Πάμε άλλη μια φορά, μαμά».

Σε αγάπησα μόλις βγήκες απ΄ το αβγό. Ήσουν ένα εγκαταλελειμμένο αβγό. Η φυσική σου μάνα σε πέταξε στην άκρη του κλουβιού κι αρνήθηκε να σε κλωσήσει, η κακούργα. Ήσουν ένα μικρό αβγό, άσχημο κι άχρηστο για τη μάνα σου και για τον κόσμο όλο. Όμως, εγώ, σε αγάπησα και είδα σε σένα την ομορφιά, την προοπτική, την ελπίδα… Σε τύλιξα σε μια πετσέτα άσπρη με μπλε μικρές άγκυρες και σε έβαλα πάνω στο χλιαρό θερμαντικό σώμα ελπίζοντας να «αγκιστρωθείς» στη ζωή και να τα καταφέρεις. Με είπανε «τρελή» που πίστευα πως μπορώ να δώσω ζωή σε κάτι ήδη νεκρό. Χωρίς να γνωρίζω τι πρέπει να κάνω, τη θερμοκρασία της κλώσας που ζωντανεύει τα αβγά της αλλά με πίστη, μόνο με την πίστη ότι μπορώ να σε σώσω πάλεψα με την απιθανότητα για σένα. Οι άλλοι κουνούσαν το κεφάλι με συγκατάβαση για την παιδική μου αθωότητα να πιστεύω στο ανέφικτο και προσπαθούσαν να με αποτρέψουν για να μην πληγωθώ μετά…

Οι μέρες πέρασαν και μια νύχτα που θα τη θυμάμαι όσο ζω άκουσα τσικ τσικ τσικ και να σου βγήκες από το αβγό. Θαύμα, θαύμα το δίχως άλλο. Εσύ, είσαι το δικό μου ξεχωριστό Θαύμα! Με έκανες να πιστέψω στη θετική κι αισιόδοξη πλευρά των πραγμάτων. Είσαι η ελπίδα της κάθε «Άνοιξης» που νομοτελειακά έρχεται αλλά κρίνεται μόνον απ΄ τη χαρά της. Όταν μεγάλωσες σε άφηνα να πετάς ελεύθερο μέσα στο σπίτι. Έτρωγες από το πιάτο μου. Γαντζωνόσουνα στα μαλλιά μου και μου τιτίβιζες, με φιλούσες, με μάλωνες. Γεννήθηκες στα χέρια μου. Ήμουνα η «μαμά» σου. Ζούσες σαν τους ανθρώπους γιατί αυτό ήταν το μόνο που γνώριζες. Έφευγες από το παράθυρο, πήγαινες στο απέναντι δέντρο, πετούσες, από κλαδί σε κλαδί και ξαναγύριζες μόλις σε φώναζα: «Σώτο, Σώτο…». Όταν έφυγα από το σπίτι για ένα διάστημα στο εξωτερικό, εσύ «πέταξες» μακριά! Για να με ψάξεις; Για να με βρεις; Πέθανες για τους άλλους! Για μένα, όμως, «πέταξες» κι ας σε είδα νεκρό μέσα σε ένα μεγάλο κουτί από σπιρτόξυλα όταν γύρισα πια πίσω. Ήταν η απόδειξη από τους μεγάλους πως πέθανες! Όμορφο μου καναρίνι θυμάμαι πάντα την ιστορία αγάπης μας. Ζεις μέσα στην καρδιά μου και στα δύσκολα οι «κουβέντες» μας με βοηθάνε να συνεχίζω να παλεύω για το δύσκολο, το ανέφικτο…

Σε είδα στον ύπνο μου, απόψε! Πετούσαμε μαζί πάνω από τα σύννεφα. Ένιωθα μία παράξενη αίσθηση ευφορίας, ελευθερίας, απελευθέρωσης, ελπίδας… Σε ευχαριστώ… Θαύματα γίνονται καθημερινά γύρω μας αλλά περιμένοντας το μεγάλο και ξεχωριστό στερούμαστε τα μικρά και μοναδικά που βρίσκονται πίσω ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο, ένα άγγιγμα, ένα κελάϊδισμα πουλιού…

Ναζίμ Χικμέτ.

Προηγούμενο άρθροΑπό το «μπέικον της μαμάς» στον Φράνσις Μπέικον.
Επόμενο άρθροΙ.Ε.Κ. (Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ