Η «Αυλαία» ενός ηθοποιού…

Γράφει η Καρίνα Ιωαννίδου

Ο Κάππα Μι ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος με ασυνήθιστη «ομορφιά». Είχε μικρό ανάστημα, πλούσια ασημένια κόμη, πρόσωπο που άλλαζε έκφραση ανάλογα με τις γωνίες που έπεφτε απάνω του το φως των προβολέων. Τα λόγια του ήταν μετρημένα και οι σκέψεις του ώριμες και λογικές. Αυτά σε δυο μάτια, γαλάζια όπως η θάλασσα…

Ο Κάππα Μι εμφανίστηκε σαν αερικό από το πουθενά μέσα στο σκοτάδι. Περπάτησε από το καμαρίνι του με μικρά προσεκτικά βήματα στις μύτες των ποδιών του κι έφτασε ως τη μέση της κλειστής αυλαίας. Η διαδρομή αυτή του ήταν τόσο οικεία που πάντα την έκανε σχεδόν στα τυφλά. Εκεί, όπου τα δύο άκρα της βελούδινης βαριάς κουρτίνας ενώνονταν, σταμάτησε. Τράβηξε ελαφρά με τα χέρια του τα δύο αντικρυστά κομμάτια τόσο ώστε να δημιουργηθεί ένα ανεπαίσθητο άνοιγμα. Έκλινε προς τα εμπρός τον κορμό και το κεφάλι του και έριξε μια πεταχτή ματιά κάτω στην πλατεία. Κόσμος, πολύβουος, πολύχρωμος, ανυπόμονος περίμενε ασυγκράτητος… το τρίτο κουδούνι. «Χαμογέλασαν» τα μάτια του, ευφράνθηκε η καρδιά του κι έφυγε βουβά, αθόρυβα όπως ήρθε αλλά γεμάτος γλύκα κι ευγνωμοσύνη. Σταμάτησε στην άκρη της κουΐντας, έσκυψε το κεφάλι, αυτοσυγκεντρώθηκε και περίμενε υπομονετικά να ακούσει τη φωνή της οδηγού σκηνής: «Παρακαλούνται οι ηθοποιοί να πάρουν τις θέσεις τους. Πάμε παράσταση». Τότε, συνειδητοποίησε ότι όλη αυτή η ιεροτελεστία ήταν για αυτόν η τελευταία. Αποσύρονταν αύριο από την ενεργό δράση. Δυο δάκρυα κύλησαν στις χαραγμένες από το χρόνο παρειές του απειλώντας να καταστρέψουν το μακιγιάζ που με τόση «ευλάβεια» έκανε μόνος του κάθε βράδυ για τις ανάγκες του ρόλου. Τα συγκράτησε όσο μπόρεσε, πήρε βαθιές αναπνοές και με το πρόσταγμα «Πάμε παράσταση» ήταν ο πρώτος που «βούτηξε» στη θεατρική μέθη, ήταν ο πρώτος που βγήκε στη σκηνή και «έπαιξε», «έπαιξε»… δίχως αύριο. Ίσως, αυτή να ήτανε η καλύτερη ερμηνεία του μέχρι τότε. Ίσως, όχι. Το κοινό θα κρίνει. Πάντα το κοινό κρίνει. Αυλαία, και ξανά αυλαία και χειροκροτήματα ξανά και ξανά και σπρώξιμο μπροστά από τους συναδέλφους του ηθοποιούς να υποκλιθεί μόνος μπροστά στο κοινό. Όταν βρέθηκε μπροστά μόνος και σήκωσε τα μάτια κοίταξε κατάματα τα φώτα και το κοινό και ήταν σαν να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον ήλιο. Τα μάτια του «έκαιγαν», έτσουζαν από το άπλετο φως. Έκλινε σεμνά το κεφάλι μια δεξιά και μια αριστερά σαν να έλεγε «Ευχαριστώ, ευχαριστώ… Εγώ, σας ευχαριστώ…» και μετά γύρισε πλάτη στο κοινό, άνοιξε διάπλατα τα χέρια του και τα άπλωσε σαν φτερούγες σε μια συμβολική κίνηση να αγκαλιάσει όλους τους ηθοποιούς που στέκονταν παρατεταγμένοι σε θέση υπόκλισης. Μετά υποχώρησε πίσω και «χάθηκε» ανάμεσά τους και έτσι ταπεινά κι αθόρυβα έκλεισε μισό αιώνα ζωής στο θεατρικό σανίδι. Δεν υπήρξε ποτέ πρωταγωνιστής. Ήταν πάντα δευτεραγωνιστής αλλά πόσο ευγνώμων ήταν! Εξάλλου, για αυτόν ποτέ το θέατρο δεν ήταν «επάγγελμα». Ήταν η αποστολή του σε αυτή τη ζωή. «Πόσο τυχερός υπήρξα» ψέλλισε. «Πόσοι έχουν αυτό το προνόμιο;». Κανείς δεν άκουσε τα λόγια του, κανείς! Μόνο το απαλό αεράκι που έμπαινε από τις κουΐντες τα «συγκράτησε» και μετά τα διέσπειρε στο χώρο, στο σύμπαν, στο μικρόκοσμο και στο μακρόκοσμο…

Σήμερα, ο Κάππα Μι ξύπνησε νωρίς. Άνοιξε τα μάτια του! Σκοτάδι! Τα ξαναέκλεισε. Σκοτάδι! Αυτή ήταν πια η καθημερινότητά του. Αλλά, και πάλι αισθανόταν τυχερός γιατί είχε «δει» τόσο Φως στη ζωή του. Τόσο φως που «έκαψε» τα ανοιχτόχρωμα μάτια του. Ζούσε μόνος γιατί επέλεξε στη ζωή να δοθεί αποκλειστικά στην τέχνη του. Το μόνο που επιθυμούσε ήταν να μπορεί να βγει έξω αλλά και αυτό ήταν απαγορευμένο στην παρούσα συνθήκη. Αλλά, ακόμα και μέσα σε αυτή την απόλυτη μοναχικότητα πρόβαρε φωναχτά ρόλους και σκηνοθετούσε τον εαυτό του με προοπτική στο αύριο. Τώρα στα χρόνια της «πανδημίας» θέλει μόνο να μπορεί να πάει απέναντι στο θεατρικό του στέκι και να μιλάει με τις ώρες για θέατρο, για έργα, για ρόλους. Ήθελε να ακούει και πάλι τον φίλο του ηθοποιό να του διαβάζει νέα έργα, νέων ανθρώπων. Ήθελε να συγκινηθεί, να γελάσει, να δακρύσει: «Πόσο όμορφα γράφουν οι άνθρωποι»…

Με το που τέλειωσε αυτή τη φράση ένα φουριόζικο αεράκι μπήκε από το ανοιχτό παράθυρο κι έγινε ξαφνικά ψίθυρος και του μετέφερε διάχυτα λόγια και σκέψεις:

«Ζεις ακόμα, γέρο-τυφλέ; Έλεος πια με εσάς τους παλιούς θεατρίνους. Περιφέρετε άσκοπα την αβάσταχτη «αυθεντία» σας για να διηγείστε παλιά μεγαλεία! Αλλά, τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα στις ιστορίες σας και ποιόν ενδιαφέρουν;». Και κείνος τότε χαλαρός γύρισε προς το μέρος που αισθάνθηκε να έρχεται η «ψύχρα» και απάντησε με ήρεμη φωνή. «Εγώ, ένας «μέτριος ηθοποιός» μπορεί να μην κατάφερα εξαιρετικά πράγματα στην καριέρα μου, επιχείρησα, όμως, να πω την δική μου αλήθεια! Και μπορεί η ιστορία μου να μην ενέπνευσε έναν Σαίξπηρ, ή έναν Μολιέρο… όμως είναι πέρα για πέρα αληθινή όπως είναι αληθινή και η πραγματική τέχνη. Την αλήθεια ολόκληρη δεν τη βρίσκεις ποτέ αλλά η αναζήτησή της είναι συναρπαστική. Η διαδικασία αυτή είναι που με κρατάει ζωντανό. Ξυπνάω κάθε πρωί με όνειρα και ελπίδες να συναντήσω ανθρώπους όμορφους παλιούς και νέους… Κι αυτή η αναζήτηση δεν έχει ηλικία…

Και, τότε, το αεράκι «πήρε» τα λόγια του Κάππα Μι και τα διέσπειρε στο χώρο, στο σύμπαν, στο μικρόκοσμο και στο μακρόκοσμο…

Προηγούμενο άρθροΑνασχηματισμός
Επόμενο άρθροΜαρία Αντωνίου
«Αυτό που προέχει είναι η βελτίωση της καθημερινότητας και της ποιότητας ζωής των πολιτών, που μεταφράζεται σε ανάπτυξη»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ