Από το «μπέικον της μαμάς» στον Φράνσις Μπέικον.

Γράφει η Καρίνα Ιωαννίδου

Όταν ήμουν μικρός δεν ήθελα να είμαι πρόβατο, «λύκος» ήθελα να ήμουν… δυνατός και ελεύθερος. Η μάνα μου με αποκαλούσε «μικρό ποίμνιο». Μου έλεγε: «Ο λύκος είναιτου σατανά… πονηρός και άρπαγας. «Αν δεν διαβάζεις, σίγουρα «λύκος» θα καταλήξεις». «Ο λύκος είναι όμορφος και παρεξηγημένος… Κανένας δεν βλέπει την ομορφιά του» της απαντούσα…

Γεννήθηκα στην επαρχία. Από «ατύχημα». Η μάνα μου ήταν σκληρή γυναίκα. Δεν ήταν ποτέ της αγκαλιάς. Ποτέ του νταντέματος. Αυστηρή, νοικοκυρά, θεούσα, με ένα κότσο δεμένο ψηλά στην κορυφή του κεφαλιού. Η μοσχοβολιά του φαγητού της γαργάλαγε τις μύτες όλης της γειτονιάς! Ήταν μακράν η καλύτερη μαγείρισσα στην περιοχή. Τόσο που το έκανε επάγγελμα. Από αυτό με μεγάλωσε. Η ίδια καμάρωνε πως: «Το φαγητό θέλει χάδι, φροντίδα κι αγάπη»… Άγνωστο γιατί για μένα από όλα αυτά δεν περίσσευε ποτέ «ψίχουλο». Στο δικό της τον κόσμο όλα λύνονταν μ΄ ένα καλό παστίτσιο ή με ένα φιλέτο κοτόπουλου τυλιγμένο σε μπέικον.

Δεν γνώρισε άντρα. Δεν γνώρισα πατέρα. Είχα αρχίσει σοβαρά να πιστεύω πως με γέννησε αειπάρθενος, ως άλλη Μαρία. Προσευχή και εγκαρτέρηση. Άγιοι, κατέβαιναν από το εικονοστάσι και σαν αερικά τριγύριζαν στα δωμάτια του σπιτιού. Με «κυνηγούσαν» αναμαλλιασμένοι με βλέμμα άγριο και επικριτικό καθώς η μάνα μου με «βομβάρδιζε» με ένα σωρό ρητορικές ερωτήσεις:«Είσαι ικανοποιημένος από την απόδοση σου στο σχολείο;», «Πότε θα βάλεις μυαλό;», «Τι θα πει ο κόσμος;», «Δεν φτάνει που δεν είσαι «κανονικός» για την κοινωνία;», «Θέλεις να έχουμε κι άλλα;», «Κράτα σκυφτό το κεφάλι και χαμηλά τις προσδοκίες σου». Τότε κι εγώ θύμωνα και περνούσα στην αντεπίθεση: «Ποιος είναι ο πατέρας μου;». «Πατέρας σου είναι ο Θεός» μου απαντούσε. Νομίζω πως μέσα της βαθιά με μισούσε. Ήθελε μια σωστή, Χριστιανική οικογένεια κι εγώ ήμουνα αυτός που της χάλασε τη «συνταγή». Μου έμαθε να φοβάμαι τη ζωή, την κοινωνία, τους ανθρώπους. Έπασχε από το σύνδρομο «Μα τι θα πει ο κόσμος;».

Εγώ, ναι μεν φοβόμουνα αλλά παρέμενα ανυπότακτος και αντιδραστικός προς κάθε έννοια «κανονικότητας» όπως εκείνη την εννοούσε. Ένας δάσκαλος μια μέρα στο σχολείο ρωτούσε τους συμμαθητές μου τι δουλειά κάνουν οι γονείς τους. Μας σήκωνε όρθιους και μας ρωτούσε με περισσή αδιακρισία. Ήρθε και η σειρά μου: «Δεν έχω γονείς» του απάντησα ορθά κοφτά. «Ορφανός είμαι». Παύση. «Υπάρχουν κι αυτά» είπε και πέρασε στον επόμενο. Όταν την ημέρα των βαθμών πήγε η μάνα μου στο σχολείο και έμαθε τα καθέκαστα λύσσαξε: «Δεν φτάνει που μου έπεσαν τα μούτρα από τους βαθμούς σου έμαθα πως είμαι και πεθαμένη για το σχολείο. Τι θα γίνει με σένα; Με απογοητεύεις κάθε μέρα! Εμένα, που κάνω τα πάντα για σένα. Να με πεθάνεις στα αλήθεια; Αυτό θέλεις;».

Μακάρι να ήξερα τι πραγματικά ήθελα! Μια μέρα ήρθε στο σχολείο μια νέα φιλόλογος, η κυρία Όλγα! Με το «Καλημέρα σας» αισθάνθηκα κάτι το διαφορετικό. Ήταν το βλέμμα της; Η φωτεινότητα της αύρας της; Η σταθερότητα της φωνής, των κινήσεών της; Ήταν το ότι δεν άνοιξε την τσάντα της να βγάλει το βιβλίο αλλά άρχισε να μας μιλάει χαμηλόφωνα για το πόσο χαίρεται για αυτή την τάξη, για αυτά τα όμορφα, καθαρά πρόσωπα που έβλεπε απέναντί της; «Είμαι απέναντί σας, αλλά και εσείς είστε απέναντί μου για να μοιραστούμε όλοι μαζί το θαύμα της γνώσης. Από σήμερα είμαστε ομάδα». Έτσι κι έγινε. Πρώτα και τελευταία θρανία ενωθήκαμε με ένα κοινό στόχο: να πλουτίσουμε σε γνώσεις. Εκείνη, μας μιλούσε πάντα με ιστορίες, παραβολές, μας έδινε σημειώσεις, μας άνοιγε παράθυρα στη σκέψη, στη γνώση, στη φαντασία. Ποτέ της δεν άνοιξε βιβλίο. Ποτέ της δεν βαθμολόγησε μπροστά μας. Η διδασκαλία της, ο τρόπος της, τα λόγια που χρησιμοποιούσε «έσκαβαν» μαλακά δρόμο και μπαίνανε βαθιά στην ψυχή μας. «Βλέπω σε κάθε έναν από εσάς ένα σύνολο άπειρων δυνατοτήτων. Η δουλειά μου είναι να σας κάνω να τις δείτε και εσείς. Όχι, για το βαθμό αλλά για εσάς τους ίδιους. Γιατί το αξίζετε». Η κυρία Όλγα ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πίστεψε σε μένα. Ήταν ο άνθρωπος που μετά από το μπέικον της μαμάς, μου εμφύσησε την όρεξη για τον Μπέικον, τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, τις τέχνες… Ήμουν ακόμα φοβισμένος αλλά ήταν η πρώτη φορά που άρχισα να βλέπω να αχνοφαίνεται μια υποψία άκρης στο μπλεγμένο κουβάρι βαθιά μέσα μου.

Όταν η μαμά πέθανε βρέθηκαν οι συνταγές της καλά φυλαγμένες σε ένα φθαρμένο μπλε τετράδιο… μαζί κι οι σχολικοί μου έλεγχοι. Το βλέμμα μου μεμιάς έπεσε σε μια φράση γραμμένη με καλλιγραφικά, γράμματα «Έχετε έξυπνο παιδί, κυρία Φρόσω! Θα τα πάει καλά στη ζωή του!» Υπογραφή: Όλγα Μι…. Και πιο κάτω η απάντηση της μαμάς «Ναι, είμαι πολύ περήφανη για αυτόν!». Η κυρά Φρόσω περήφανη για μένα! Ως τότε πίστευα πως μόνον θυμωμένη ήτανε μαζί μου… Μπορεί να πρόλαβε την αλλαγή μου αλλά δεν είδε την εξέλιξή μου. Σήμερα, είμαι φιλόλογος, εργάζομαι σε μεγάλο εκδοτικό οίκο, έρχομαι σε επαφή με όλα τα μεγάλα πνεύματα της εποχής μου. Είμαι ευτυχισμένος με την οικογένεια που δημιούργησα και το μόνο αγκάθι στη ζωή μου ήταν η άδεια καρδιά της μάνας μου και η καλή της κουβέντα που ποτέ δεν άκουσα όσο ζούσε!

Με την κυρία Όλγα κρατήσαμε επαφή για πολλά χρόνια. Μετά χαθήκαμε. Μια μέρα που πήγα να επισκεφτώ ένα συγγενή σε μια κλινική αποκατάστασης… την είδα ξαφνικά μπροστά μου! Ήταν ίδια και απαράλλακτη. Περιποιημένη, καλοχτενισμένη, ντυμένη όμορφα, κομψή. Κρατούσε στα χέρια της ένα βιβλίο και διάβαζε καθώς περπατούσε στο μακρύ διάδρομο της κλινικής. Έτρεξα προς το μέρος της όλος χαρά και την αγκάλιασα. «Κυρία Όλγα, κυρία Όλγα, πόσο χαίρομαι που σας ξαναβλέπω». Ταράχτηκε λίγο, έχασε προς στιγμήν την ισορροπία της, οπισθοχώρησε, μετά απομάκρυνε τις ατίθασες, καστανές τούφες της που μπλέκονταν στο σκελετό των γυαλιών που φορούσε και με κοίταξε με απορία. Τα βλέμματά μας «συνομίλησαν» για λίγο, μετά… σκοτάδι. Μετά βίας ψέλλισε με φωνή σαν χάδι: «Ωραίο αγόρι!». Τα μάτια μου βούρκωσαν. «Κυρία Όλγα! Εγώ είμαι! Ο μαθητής σας! Είμαι αυτός που εσείς «ημερώσατε»!». Με κοίταξε με μάτια κενά, χαμογέλασε ανεπαίσθητα και ψέλλισε: “Όλα θα πάνε καλά αγόρι μου” …

Μου είπαν πως μετά από ένα τροχαίο είχε χάσει τη μνήμη της. «Είναι βυθισμένη στα σκοτάδια της. Αλλά, κάθε πρωί ντύνεται, χτενίζεται, παίρνει το βιβλίο της, περπατάει πάνω κάτω στο διάδρομο και διαβάζει, διαβάζει…». «Όλα θα πάνε καλά, κυρία Όλγα”, ψέλλισα.

Έχουν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που τη συνάντησα…

Η Καρίνα Ιωαννίδου είναι θεατρική συγγραφέας, εργάζεται στο τμήμα Δημοσίων Σχέσεων του ΚΘΒΕ και είναι ιδρυτικό μέλος του «Θέατρο Φλέμιγκ»

Προηγούμενο άρθροΤο αληθινό Διεθνές Δίκαιο της θάλασσας ανατρέπει την προπαγάνδα του Ερντογάν
Επόμενο άρθρο«Φοβούνται την ελπίδα… φοβούνται καναρίνι που ΄χεις φτερά αητού».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ