ΕΚ θέσεως και εκ φύσεως…

Γράφει η Καρίνα Ιωαννίδου*

… Φθινόπωρο! Το διπλό τζάμι θολώνει. Και το πλήρωσα ένα κάρο λεφτά «που να πάρει»! Ή θα το αντικαταστήσω ή θα συνηθίσω στη θέα αυτής της ασχήμιας. Προς το παρόν, ίσως, το ανοίξω…

Κάποτε έγραφα στιχάκια, μεμονωμένα, αποσπασματικά. Νόμιζα πως έγραφα ποιήματα. Πίστευα ότι μια μέρα μπορεί και να «ακουστώ». Κι «ακούστηκα» όταν έκανα το ΜΠΑΜ! Από σκασίλα, όμως! Όχι γιατί, τελικά, δεν έγραφα ποιήματα αλλά γιατί ζούσα παγιδευμένη σε μια πλήρως αντιποιητική συνθήκη όπου η φαντασία, τα όνειρα, οι επιθυμίες

φυλλορροούσαν, σαν να πέθαιναν…

Τελικά, ανοίγω το παράθυρο. Σέρνω πάνω στο ξύλινο πάτωμα την καρέκλα μου και την τοποθετώ πρώτη θέση στα άστρα. Ε, τώρα, ΝΑΙ, με θέα τα αστέρια μπορώ να επιδοθώ σε παιχνίδια εξερεύνησης, ανακάλυψης ή σε επινόηση ιστοριών που κρύβονται πίσω από το φως τους αφού πρώτα τα «ακούσω». Ζώντας στη σιωπή, έμαθα να «ακούω»…

Μπρρρ μια ψύχρα μπήκε από το ανοιχτό παράθυρο. Την ψύχρα ακολούθησε ένα φύλλο, άθλιο και τρισάθλιο, ζαρωμένο, υγρό και θλιβερό που ήρθε και κάθισε, κόλλησε σχεδόν, σαν γλίτσα στο περβάζι. Μύριζε δυσάρεστα. Αλλά, εγώ, για να μην το προσβάλω προσποιήθηκα πως είδα ένα υγιές φρέσκο φύλλο και ως τέτοιο το χαιρέτησα:

Α-Βρε, καλώς το φίλο!

Β-Φίλο να πεις το φίλο σου! Εγώ, είμαι απλώς ένα φύλλο. Ή μάλλον ήμουνα μέχρι χθες. Σήμερα με κόπο συγκρατώ τις νευρώσεις μου!

Α-Έχεις τα νεύρα σου, ε!

Β-Με ρωτάς; Άγριο πράγμα να γερνάς από τη μια στιγμή στην άλλη! Δες τις διακλαδώσεις στη ραχοκοκαλιά μου… «έσπασαν» σε όλα τα σημεία, κι οι νευρώσεις μου, κοίτα… όσο πάει και αποσυντίθενται… Έχουν γίνει πια πιο λεπτές κι από κλωστές! Για πόσο ακόμα νομίζεις θα με κρατάνε in one piece?

Α-Από που ήρθες;

Β-Από την περιοχή Έκθεση.

Α-Και πως βρέθηκες εδώ;

Β-Πετώντας! Γιατί, αφού πρώτα ο άνεμος με απέκοψε απ΄ το κλαδί μαζί με το μίσχο μου μετά με «χόρεψε» στις ριπές του και μετά με παρέσυρε με τα τσαλίμια του σαν φύλλο στον άνεμο. Κυριολεκτικά, στην περίπτωση μου!

Α-Τα φύλλα πέφτουν με τον άνεμο…

Β-Ναι, αλλά, εγώ, δεν έβγαλα τη σεζόν… «Έπεσα» πριν την ώρα μου… και βρέθηκα μια να κυλιέμαι κάτω σε χώματα και λάσπες μια να φέρνω σβούρες στον ουρανό κατά πούθε φυσούσε ο άνεμος. Με είχε βάλει στο μάτι ο Βαρδάρης. Τώρα «έπεσε και το τελευταίο φύλλο συκής». Ήμουνα στόχος εξαρχής. Θεέ μου, είμαι μούσκεμα…

Α-Να σε στεγνώσω;

Β-Όχι, όχι, μη!!! Αν με στεγνώσεις θα αρχίσω να θρυμματίζομαι και τότε πάπαλα…

Α-Λυπάμαι…

Ακολούθησε μεγάλη παύση. Μετά το φύλλο αρχίζει ένα κλάμα κουφό, βαθύ, μακρύ, θλιβερό σαν φθινόπωρο.

Α-Τι μπορώ να κάνω για σένα;

Β-Φοβάμαι, πως τίποτα. Ονειρευόμουνα φέτος να δω την Έκθεση. Άκουγα τα παιδιά να περιμένουν με ανυπομονησία πότε θα ανοίξει. Κι είναι τόσο άδικο να έχω γεννηθεί εκεί και να μην την έχω γνωρίσει!

«Τι είναι η Έκθεση;» με ρωτάει σιγοκλαίοντας και ρουφώντας τη μύτη του. Σκέφτομαι λίγο. «Θα έλεγα πως είναι Εποχή… Χειμώνας, Άνοιξη, Καλοκαίρι… Έκθεση…». Μια εποχή που «σκάει» σαν «πυροτέχνημα» ανάμεσα στις άλλες και φέρνει εικόνες απίθανες και φώτα εκτυφλωτικά. Είναι μια εικόνα ζωής που δεν συναντάς τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου.

Για τους μεγάλους είναι η νέα εποχή σε πράγματα που δεν έχουν κυκλοφορήσει ποτέ πριν. Είναι όλα καινούριες ιδέες κι έρχονται από κάθε γωνιά της γης για να εκτεθούν εκεί. Είναι ακόμα, λουκάνικα Φραγκφούρτης με μουστάρδα, μαύρη μπίρα σε ειδικά ποτήρια κρίκερ, μουσική, καλλιτέχνες.

Για τους μικρούς είναι λούνα παρκ, σχοινοβάτες, γύρος του θανάτου, υπαίθρια κιόσκια με ζαχαρωτά, παγωτά, μπαλόνια, παιχνίδια.

Α-Για σένα τι είναι;

Β-Για μένα είναι «ποδαρικό».

Α-Εεε;

Β-Κάθε χρόνο πριν από τα επίσημα εγκαίνια πηγαίνω για «ποδαρικό» στον φίλο μου τον Θήτα Ταυ. Έχει δικό του περίπτερο με τζίρτζιλα μίρτζιλα, ένα σωρό μπιχλιμπιδωτά κοσμήματα και στολίδια που τα φτιάχνει ο ίδιος με τα χέρια του με μεγάλη τέχνη και μεράκι. Δίνουμε το ετήσιο ραντεβού μας έξω από το περίπτερο. Η διαδικασία έχει ως εξής: Μου δίνει το κλειδί, ανοίγω το λουκέτο, περνάω πρώτη μέσα με το δεξί. Μπαίνω μέσα γελαστή! Όχι, κατσούφα. Μετά ραντίζω ένα γύρω λίγη ζάχαρη για να πάνε όλα γλυκά και να γεμίσει το ταμείο. Μετά ανοίγω τα φώτα. Και τότε…

Α-Και τότε;

Με ρωτάει και ρουφάει τη μύτη του.

Β-Τότεγυαλίζει ο τόπος ένα γύρω από αργυρές, πορφυρές, χρυσέςαντανακλάσειςαπό χάντρες, μπίλιες, πέτρες, κοχύλια, ματάκια κι αντικείμενα κάθε λογής. Ηατμόσφαιρα είναι ζαλιστική, μεθυστική, μοναδική. Μα…

Α-Μα;

Β-Μα ώσπου «να πεις κίμινο» όλα αυτά χάνονται μέχρι την επόμενη χρονιά.

Αναστενάζει βαθιά και μετά σιωπή…

Β-Με ακούς, φίλε;

Δεν με άκουγε… Ούτε κι εγώ το άκουγα πια να κλαίει και να ρουφάει τη μύτη του…

Δεν ξέρω πόσες ώρες, πόσες μέρες πέρασαν. Από το λήθαργό μου με «ξύπνησε» ο ήχος του τηλεφώνου. Απαντάω. Είναι ο Θήτα Ταυ. Κλείνω το τηλέφωνο και φεύγω τρέχοντας. Φτάνω. Ακολουθώ όλο το τελετουργικό. Όταν είναι η στιγμή να ρίξω τη ζάχαρη πιάνω μέσα στην τσέπη μου το φύλλο. Έχει στεγνώσει. Το βγάζω προσεκτικά από τη τσέπη μου, το τρίβω μαλακά στα χέρια μου, μετά ανακατεύω τα θρύμματά του με τη ζάχαρη και αρχίζω να τα σκορπάω εδώ, εκεί, παντού…

Δε θυμάμαι ποια χρονιά ήταν που συνέβησαν αυτά ή πόσα χρόνια μετά σταμάτησε να κτυπάει το τηλέφωνο. Τι σημασία έχει πια; Πατάω το on στο cd player. Παίζει. Ο Χριστιανόπολος απαγγέλει… Σαν πρόκες αιωρούμενες οι λέξεις με στοχεύουν και μετά καρφώνονται μέσα μου και σκάβουν βαθιά μέχρι τα μύχια την ψυχή μου, εκεί, όπου κρύβονται οι πιο δειλές, οι πιο μαλακές μου χορδές. Αυτές προς στιγμήν αντιστέκονται αλλά καθώς οι λέξεις «πέφτουν» κοφτές, δωρικές, ταπ ταπ σαν κάθετη βροχή, υπαναχωρούν και μετά παραδίδονται ολοκληρωτικά στο αναθεματισμένο το συναίσθημα. Πόσα χρόνια μπορεί η ψυχή να διατηρεί ζωντανές τις μνήμες, τις ευαισθησίες, τις ελπίδες; Ακούω… ακούω… ώσπου θολή καθώς είμαι απ’ τη νύστα τσουπ γέρνω λίγο πίσω το κεφάλι και χασμουριέμαι απελευθερώνοντας όσο περισσότερο άχρηστο αέρα μπορώ από τον εγκέφαλό μου. Τότε, ακούω τον ποιητή -σχεδόν να μου απευθύνεται- «… Εγώ, σου μιλώ τρυφερά κι εσύ χασμουριέσαι·…».

Κλείνω τόσο απότομα το στόμα που τα δόντια μου χτυπάνε με δύναμη στα χείλη. Τα πληγώνουν. Μορφάζω από τον πόνο αλλά λουφάζω. Η έκθεση μου μπροστά στον ποιητή με κάνει να κοκκινίζω ενώ αυτός, ανερυθρίαστα συνεχίζει: «Σε γνώρισα στην Έκθεση, μέσα στα φώτα…». Κλείνω το cd player. Απόλυτη ησυχία. «Δεν κουνιέται φύλλο», φίλε μου…

Μόνον ένα ελαφρό αεράκι που έμπαινε από το παραθυρόφυλλο έκανε τα φύλλα της καρδιάς μου να σκιρτούν…

*Η Καρίνα Ιωαννίδου είναι θεατρική συγγραφέας, εργάζεται στο τμήμα Δημοσίων Σχέσεων του ΚΘΒΕ και είναι ιδρυτικό μέλος του «Θέατρο Φλέμινγκ».


Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ

Προηγούμενο άρθροΛΥΣΕ ΤΗ ΣΙΩΠΗ…λέμε ΟΧΙ στη ΒΙΑ…ΝΑΙ στη ΖΩΗ
Επόμενο άρθροΗ Θεσσαλονίκη αγκαλιά με το παρελθόν του …μέλλοντος της.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ