Θεσσαλονίκη:Υπερκείμενα και…υποκείμενα

Του Δημήτρη Ι. Μπρούχου

Η δικιά μου Θεσσαλονίκη… Η Βυζαντινή Συμβασιλεύουσα … Η πόλη της καρδιάς μου… Η γενέθλια πόλη… Θα μπορούσα να συνεχίσω τον ανεξάντλητο κατάλογο των προσδιορισ-μών, επιχειρώντας να αποδώσω ανάγλυφα τη μορφή της, ως γνήσιος «μπαγιάτης» (δηλαδή βέρος Σαλονικιός), ανακαλώντας στη μνήμη μου την πόλη που με γέννησε, που με ανάθρεψε, που με ανάστησε, κρατών-τας την ανέπαφη στα πάντα παιδικά μου μάτια. Όπως τη γνώρισα και την αγάπησα.

Πολυτραγουδισμένη όσο ίσως λίγες, με βαθύ αποτύπωμα στα Γράμματα, στις Τέχνες, στις Επιστήμες, γενικά στον πολιτισμό, μ’ ένα λιμάνι – κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου, με εμβληματικές μορφές της καθημερινότητας σε χαρακτηριστικά στέκια, με παρουσία αρχοντική, πολυζήλευτη, ανεπιτήδευτα όμορφη, με μια σεμνότητα πρωτόφαντη, κράτησε μέσα στα χρόνια τη γοητεία της, χωρίς να διεκδικήσει ποτέ το παραπάνω που της άξιζε.

Η απελευθέρωσή της και η ενσωμάτωσή της στον εθνικό κορμό (1912), η Ανταλλαγή των πληθυσμών και η έλευση των προσφύγων Ελλήνων αδελφών μας Ποντίων και Μικρασιατών στο έδαφός της μετά από τη Γενοκτονία και τη Μικρασιατική καταστροφή, τις σφαγές και τους διωγμούς τους από τους Νεότουρκους (1922), την ταραγμένη πολεμική δεκαετία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την εξόντωση του εβραϊκού στοιχείου και του Εμφυλίου, ως γεγονότα της πρόσφατης Ιστορίας υπήρξαν καταλυτικά στη διαμόρφωση του προσώπου της πόλης, μεταβάλλοντας την πληθυσμιακή σύνθεσή της, καθιστώντας την από ελληνική μειονότητα των αρχών του περασμένου αιώνα, σε κυρίαρχο πληθυσμιακό στοιχείο, μεταμορφώνοντάς την και προσδίδοντάς της έναν καινούργιο χαρακτήρα, οικοδομώντας μια νέα κοινωνία κι έναν καινούρ-γιο κόσμο.

Με θύλακες πολιτισμού που καλά κρατούν μέχρι τις μέρες μας από της ιδρύσεώς τους, όπως (χρονολογικά) η Φιλόπτωχος Αδελφότης Ανδρών Θεσσαλονίκης (Φ.Α.Α.Θ.1871) και αντιστοίχως των Κυριών (Φ.Α.Κ.Θ. 1873), η Χριστιανική Αδελφότης Ανδρών Θεσσαλονίκης (Χ.Α.Ν.Θ. 1921), το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ. 1925), η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης (Δ.Ε.Θ.1926), η Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών (Ε.Μ.Σ.1939), η Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρία «Τέχνη» (1951), το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας (ΠΑ.ΜΑΚ. , που ιδρύθηκε το 1948 ως Σχολή Ανώτατων Βιομηχανικών Σπουδών Θεσσαλονίκης , γνωστότε-ρη ως Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Θεσσαλονίκης και ξεκίνησε την πρώτη του λειτουργία κατά το ακαδημαϊκό έτος 1957-1958), η Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (Ε.Λ.Θ. 1962), η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης (Κ.Ο.Θ. 1966 – πρώην Συμφωνική Ορχήστρα Βορείου Ελλάδος Σ.Ο.Β.Ε. 1959) κ. ά. αλλά και με συλλογικούς φορείς της Οικονομίας, όπως Επιμελητήρια, Συνδέσμους, Συντεχνίες, διατηρήθηκε ζωντανός ο κοινωνικός ιστός, με σταθερά βήματα προόδου και ανάπτυξης, στα όρια μιας ευημερίας που αποδείχτηκε συχνά επίπλαστη, με σαφή μικροαστικά χαρακτηριστικά.

Η Θεσσαλονίκη του Δελμούζου, του Τριανταφυλλίδη, του Κριαρά, του Ανδρόνικου, του Παντερμαλή, του Μαρωνίτη, του Τσολάκη αλλά και του Πεντζίκη, της Καρέλλη, του Αναγνωστάκη, του Ασλάνογλου, του Βαρβιτσιώτη, του Βαφόπουλου, του Αλαβέρα, της Ζιτσαίας, της Παπαδημητρίου, του Χριστιανόπουλου, του Κύρου, του Κάτου, του Ραγιά, όσο και του Ριάδη, των αδελφών Αλέκου και Μενέλαου Σπάθη, του Αστρεινίδη, του Θυμή, του Μιχαηλίδη, του Κανελλόπουλου, των ιστορικών Γυμνασίων Α΄, Β΄ και Ε΄Αρρένων, των Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού και Φεστιβάλ Διεθνούς Κινηματογράφου, των «Δημητρίων» και όλων όσων η συγκίνηση της μνήμης άθελα παραλείπει, είναι η Θεσσαλονίκη με το βαθύ αποτύπωμα και την ανεξίτηλη εικόνα στο διάβα του χρόνου, είναι η Θεσσαλονίκη της νιότης μου, των στοχασμών μου, των ονείρων μου και τελικά της διαδρομής μου, για την οποία εναβρύνομαι.

Είναι γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά – μετεμφυλιακά χρόνια, βίωνε μια πολιτιστική ερημιά, επιχειρώντας ασύντακτα, μέσα από σπαράγματα δράσεων να ανακαλύψει το πρόσωπό της, σ’ ένα περιβάλλον επαρχιωτικού μονοχνωτισμού με σαφείς πατερναλιστικές τάσεις από την κεντρική εξουσία, που συντηρούσε φυσιογνωμίες τύπου «Γκρούεζα» (από την ελληνική ταινία Υπάρχει και Φιλότιμο), ποδηγετώντας είτε επιβάλλοντας με διάφορους μεγαλο-παραγοντίσκους τις αποφάσεις της κεντρικής πολιτικής σκηνής, χωρίς κανέναν ουσιαστικό αντίλογο.

Η αστυφιλία και ο εποικισμός, σε συνδυασμό με τα μεταναστευτικά φύλλα, την παλινόρθωση του δωσιλογισμού, την αποκατάσταση των «διερμηνέων» της Κατοχής και του παρακράτους της ασωτίας και της φαυλότητας των αρχών της δεκαετίας του ’60, σε συνδυασμό με την επιταγή του αλήστου μνήμης παλαιού πολιτικού «κτίστε – κτίστε», μετέτρεψαν την πόλη από μια έγχρωμη φωτογραφία εποχής στο απρόσωπο μόρφωμα της αντιπαροχής, εκτρέφοντας μια «φυλή» βολεμένων, οσφυοκαμπτών, τεμπέληδων, εφησυχασμένων «νοικοκυραίων», χωρίς φωνή, χωρίς εκφρασμένη βούληση στο μεγαλύτερο μέρος τους, χωρίς ιδιαίτερες ανησυχίες και προβληματισμούς, που αρκούνταν στα ψίχουλα που τους έταζαν οι έτσι κι αλλιώς χαμηλών προδιαγραφών πολιτευτές με μικρό εκτόπισμα και περιορισμένη εμβέλεια, που δεν κατάφεραν να αναδειχθούν σε πολιτικές μορφές με κυρίαρχο ρόλο (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων), που δεν διεκδίκησαν ούτε για τον εαυτό τους μια ανάλογη των πολλών ψήφων τους σημαντικότερη θέση στην κεντρική πολιτική σκηνή, που με εργώδεις προσπάθειες και μικροκομματικές τακτικές αποκοίμιζαν τους πελάτες τους ψηφοφόρους, λειτουργώντας τις πιο πολλές φορές ως μεταφορείς των κελευσμάτων και των αποφάσεων του αθηναϊκού κράτους, στο οποίο πάντοτε γινόντουσαν τα «μεγάλα πάρτυ». Βεβαίως όλα αυτά ισχύουν και σε ενεστώτα χρόνο. Είναι άραγε τυχαίο, που σε όλες τις εκάστοτε κυβερνήσεις, το ευρύτερο βορειοελλαδικό δυναμικό, μένει ουσιαστικά αναξιοποίητο;…

Όσο για τους «τοπαρχόντους», τους… «αυτοδιοικητικούς» (και καλά…), ο καθένας τους έβαλε το δαχτυλάκι του στο κάτι καλύτερο και στο κάτι χειρότερο. Συνήθως οι αυτοδιοικητικές θέσεις αποτελούν τον βατήρα για την εκπλήρωση των πολιτικών φιλοδοξιών των εμπλεκομένων.

Στην πραγματικότητα, αυτό που χρειάζεται η Θεσσαλονίκη σήμερα, ίσως περισσότερο από ποτέ, είναι… «ταυτότητα». Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, προσφέρω πλασματικά άλλοθι στους… κρατούντες, μήπως και δρομολογηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση.

Βαρέθηκα όμως να βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο. Με κούρασαν τα πολλά λόγια για το Τίποτα. Μόνο παχυλές ιδέες και μεγαλόπνοα σχέδια που για την ώρα κρατούν τη δικιά μου Θεσσαλονίκη χαμηλοτάβανη και σε μια οδυνηρή απομόνωση. Στην περιπέτεια μιας παρακμής, με κυρίαρχα στοιχεία τον επαρχιακό συβαριτισμό και τη φενάκη της πολυπολιτισμικότητας.

*Ποιητής, συγγραφέας και Σύμβουλος Επικοινωνίας


Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ

Προηγούμενο άρθρο“Η Θεσσαλονίκη των πολλών δυνατοτήτων και των χαμένων ευκαιριών»
Επόμενο άρθροΑριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Πυλώνας προόδου για τη Θεσσαλονίκη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ