ΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΕΛΛΑΔΑΣ–ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΙ Η ΚΥΠΡΟΣ

Γράφει ο Άριστος Αριστοτέλους*

Στη σύγχρονη εποχή, παρόλο που το διεθνές πολιτικό σύστημα το διακρίνει
ένα νομιμοφανές περιβάλλον λειτουργίας των χωρών, εντούτοις ο
συσχετισμός στρατιωτικής ισχύος παραμένει αποφασιστικός παράγοντας
στήριξης εθνικών συμφερόντων και άσκησης επιρροής. Ο ανταγωνισμός
Ελλάδας και Τουρκίας στην Κύπρο, από την κυπριακή ανεξαρτησία το 1960
μέχρι σήμερα, αντανακλά την πραγματικότητα αυτή – τη χρήση ή την απειλή
χρήσης στρατιωτικής βίας στην προάσπιση ή προώθηση εθνικών στόχων. Με
το θέμα αυτό και τις επιδράσεις του στο Κυπριακό ασχολείται το παρόν άρθρο.

Με τον τερματισμό της βρετανικής αποικιοκρατίας στην Κύπρο το 1960 και τη
μεταβίβαση της εξουσίας στους Κυπρίους, τα γεωπολιτικά δεδομένα στο νησί
πήραν νέα τροπή, με νέους πρωταγωνιστές στην κυπριακή σκηνή. Ελλάδα και
Τουρκία ως «εγγυήτριες δυνάμεις» με αγήματα 950 και 650 στρατιωτών
αντίστοιχα στο νησί – βάση των Συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου –
αναδείχθηκαν ως οι κύριοι ανταγωνιστές στην πλήρωση του κενού ισχύος που
άφησαν στο χώρο του νεοσύστατου κυπριακού κράτους οι Βρετανοί.

Τα δυσμενή στρατιωτικά δεδομένα για την Ελλάδα στην Κύπρο, λόγω μεγάλης
απόστασης από το νησί, έθεταν την κοντινή Τουρκία σε πολύ πλεονεκτική θέση
στην περιοχή. Με το στρατιωτικό της εκτόπισμα, οι διχοτομικές της
διεκδικήσεις, τη δεκαετία του ’60, και οι δυνατότητες επιρροής της στο νησί
καθίσταντο εφιαλτικές και οι ικανότητες επιβολής τους πραγματικές. Υπό τη
σκιά της τουρκικής απειλής η ουσιαστικά ανυπεράσπιστη Κυπριακή Δημοκρατία
εξαναγκαζόταν να ανέχεται τους στρατιωτικούς θύλακες και τη μορφή
«κράτους εν κράτει» που είχαν δημιουργήσει de facto, οι Τούρκοι στο νησί.

Η αποστολή ελληνικής μεραρχίας 8.000 στρατιωτών στην Κύπρο, παράλληλα
με τη συγκρότηση της κυπριακής Εθνικής Φρουράς και την προειδοποίηση ότι
αν η Τουρκία ανοίξει την πόρτα του «φρενοκομείου» και επιτεθεί στο νησί η
Ελλάδα θα την ακολουθήσει, άλλαξε τους συσχετισμούς ισχύος στην περιοχή.
Παρά τα μειονεκτήματα στην αντιμετώπιση της αεροπορικής και ναυτικής
απειλής της Τουρκίας, η μεραρχία αποτελούσε σοβαρό αποτρεπτικό παράγοντα
σε τυχόν απόπειρα τουρκικής εισβολής για επιβολή της διχοτόμησης στο νησί.
Την ίδια ώρα ούτε η ελληνική πλευρά τολμούσε να κηρύξει την ένωση γιατί θα οδηγούσε σε πόλεμο με την Τουρκία. Με στρατηγικούς όρους δηλαδή
επιτεύχθηκε μια κατάσταση αμοιβαίας αποτροπής.

Ωστόσο ως επακόλουθο της κρίσης του Νοεμβρίου του 1967, ένεκα των
επιχειρήσεων της Εθνικής Φρουράς για εκκαθάριση τουρκικών θυλάκων στην
Κοφίνου και της αντίδρασης της Τουρκίας, άλλαξε άρδην το στρατιωτικό και
πολιτικό τοπίο στο νησί. Η έντονη αντίδραση της Άγκυρας και η κινητοποίηση
των Ενόπλων Δυνάμεων της κατά της Κύπρου και, εφόσον χρειαστεί, δράση
κατά της Ελλάδας, προκάλεσαν την άμεση παρέμβαση των ΗΠΑ για διευθέτηση
της κρίσεως μεταξύ των νατοϊκών εταίρων. Για την αποφυγή ενός
καταστροφικού ελληνοτουρκικού πολέμου, το νεοσύστατο αλλά εύθραυστο
και διεθνώς απομονωμένο καθεστώς των πραξικοπηματιών συνταγματαρχών
της Αθήνας, κάτω από το βάρος των αμερικανικών πιέσεων και της τουρκικής
απειλής, ενέδωσε στις αξιώσεις της Άγκυρας για απόσυρση της μεραρχίας,
αφηνότας ακάλυπτη την Κυπριακή Δημοκρατία απέναντι σε μια ακόμη πιο
ισχυρή Τουρκία στην περιοχή.

Υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων στο νησί, Λευκωσία και Αθήνα
εγκαταλείπουν την πολιτική του ευκταίου στο Κυπριακό – δηλαδή της
«ένωσης» – ως μη εφικτής, έναντι της πολιτικής του εφικτού, ήτοι υπέρ της
λύσης του ενιαίου κράτους. Με τη θέση αυτή συμβιβάζεται και η τουρκική
πλευρά, αφού ούτε και η διχοτόμηση ήταν υπό τις συνθήκες ρεαλιστική
επιλογή, οδηγώντας το 1968 στην έναρξη διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο
κοινοτήτων.

Πολύ πιο ολέθριες για την ελληνοκυπριακή πλευρά ήταν οι βίαιες αλλαγές που
επήλθαν στο γεωπολιτικό τοπίο υπέρ της Τουρκίας ως συνεπακόλουθο των
χειρισμών της χούντας των Αθηνών και της ένοπλης δράσης της ΕΟΚΑ Β’ κατά
της κυβέρνησης στην Κύπρο. Με τις ενέργειες τους στο εσωτερικό, διάβρωσαν
κάθε δυνατότητα σοβαρής στρατιωτικής αντίδρασης στο ενδεχόμενο
αναβίωσης ενεργούς απειλής από την Τουρκία. Και όταν το 1974 η Άγκυρα ως
εγγυήτρια δύναμη, με αφορμή το χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο και με
πρόσχημα την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης, έθετε σε εφαρμογή τα
σχέδια της να εισβάλει και διχοτομήσει το νησί, οι ένοπλες δυνάμεις της
Ελλάδας και της Κύπρου είχαν τόσο διαβρωθεί από την εσωτερική διαμάχη,
που ήταν εντελώς ανίκανες να την αντιμετωπίσουν καταρρίπτοντας κάθε
δυνατότητα αποτροπής.

Το αποτέλεσμα της εισβολής και κατοχής του 37% του κυπριακού εδάφους
από την Τουρκία, ήταν η δημιουργία ενός συμπαγούς γεωγραφικού χώρου,
κατοικημένου σχεδόν αποκλειστικά από Τουρκοκύπριους και εποίκους από την
Ανατολία, καθώς και η διαρκής παρουσία 35.000 πλήρως εξοπλισμένων
Τούρκων στρατιωτών, με απόλυτη αεροπορική και ναυτική υπεροχή. Τα
δεδομένα επί του εδάφους και οι συσχετισμοί στρατιωτικής ισχύος
μεταβλήθηκαν καταλυτικά υπέρ της τουρκικής πλευράς επιβάλλοντας στους
Ελληνοκυπρίους ως βάση για έναρξη συνομιλιών την άλλοτε απαράδεκτη θέση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, με την οποία μόνο δεχόταν να
συμβιβαστεί η τουρκοκυπριακή ηγεσία και η Τουρκία.

Ωστόσο, μετά από αλλεπάλληλα αδιέξοδα στις διαπραγματεύσεις ένεκα
υπερβολικών απαιτήσεων και άκαμπτης τουρκικής συμπεριφοράς, καθώς και
την ακολουθήσασα απόρριψη του σχεδίου Ανάν από τους Ελληνοκυπρίους και
την αποτυχία εξεύρεσης κοινά αποδεκτής λύσης τον Ιούλιο του 2017 στο Κραν
Μοντανά, οι Τούρκοι έχοντας το πάνω χέρι στρατιωτικά, και επιρρίπτοντας
ευθύνες στην ελληνοκυπριακή πλευρά, αλλάζουν γραμμή στο Κυπριακό,
θέτοντας ως όρο για επανέναρξη του διαλόγου, τη βάση των δύο κρατών.

Το πρόβλημα της Λευκωσία είναι μεγάλο. Οι εξαιρετικά δυσμενείς συσχετισμοί
στρατιωτικής ισχύος στο νησί, τους οποίους η ελληνική και ελληνοκυπριακή
πλευρά δεν έχει ούτε προβλέπεται να έχει στο ορατό μέλλον τις ικανότητες να
ανατρέψει, είτε με στρατιωτικά είτε με πολιτικά μέσα, δεν συντηρούν απλώς
την κατοχή και τη σταδιακή ενσωμάτωση των κατεχομένων στην Τουρκία.
Παρέχουν επίσης την ευχέρεια στην τουρκική πλευρά να προβαίνει ετσιθελικά
σε σειρά τετελεσμένων όπως η δημογραφική αλλοίωση των κατεχομένων, η
συστηματική ισλαμοποίηση και εδραίωση του ελέγχου επί των Τουρκοκυπρίων
και ο εποικισμός των Βαρωσίων, αψηφώντας ψηφίσματα του Συμβουλίου
Ασφαλείας του ΟΗΕ και διεθνών οργανισμών.

Συμπερασματικά επισημαίνεται ότι κάτω από το υφιστάμενο εξαιρετικά ευνοϊκό
για την Τουρκία ισοζύγιο στρατιωτικής ισχύος στην Κύπρο, η ελληνοκυπριακή
πλευρά είναι υποχρεωμένη να κινείται μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης. Από τη
μια θα πρέπει να προσπαθεί για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων εξεύρεσης
λύσης στο Κυπριακό, που είναι αρκετά δύσκολο να επιτευχθεί με την
σκλήρυνση της τουρκικής στάσης, χωρίς νέες υποχωρήσεις στην απαίτηση των
δυο κρατών. Από την άλλη, η διαιωνιζόμενη τουρκική στρατιωτική παρουσία
στο νησί θα προβάλλει διαρκές υπαρξιακό πρόβλημα και απειλή για τους
Ελληνοκύπριους και την Κυπριακή Δημοκρατία. Η κατάσταση επιβάλλει την
ανάγκη βαθύτερης μελέτης των δεδομένων καθώς και τον καθορισμό στόχων
και στρατηγικής για να αντιμετωπιστεί.

*Πρώην Βουλευτής, Ειδικός σε Θέματα Άμυνας και
Στρατηγικής

 

Πηγή: Newsletter “In Depth” – Volume 20 Issue 2

Cyprus Center for European and International Affairs

University of Nicosia

 

Προηγούμενο άρθροΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για το περιστατικό στην Κω: Η χώρα χρειάζεται ένα νέο ΕΣΥ που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των πολιτών
Επόμενο άρθροΝ. Ανδρουλάκης: Δεν υπερασπίζομαι τα συμφέροντα 3.000 οικογενειών, όπως κάνει ο κ. Μητσοτάκης, αλλά θέλω ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα για ανθεκτική ανάπτυξη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ