ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΗ ΕΠΙΘΥΜΙΑ (ΜΟΥ ΧΡΩΣΤΑΣ ΔΥΟ ΦΙΛΙΑ)

Γράφει ο Δημήτρης Προβάδος


Με αφορμή το ποίημα του Κ. Καβάφη «Επιθυμίες»

Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά —
έτσ’ οι επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Χειμωνιάτικο πρωϊνό, με ήλιο ολόλαμπρο, λες και βάλθηκε να διαψεύσει την εποχή. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, τεντώθηκε να φύγει ο ύπνος απ’ το σώμα του και τράβηξε προς την κουζίνα να ετοιμάσει τον πρώτο καφέ της ημέρας.

Δεν είχε δουλειά σήμερα κι έτσι επέτρεψε στον εαυτό του το χουζούρι στο κρεβάτι, με τον καφέ διπλό και τον ρεμβασμό από το παράθυρο του δωματίου, δίπλα στο κρεβάτι, που επέτρεπε στον ήλιο να μπαίνει και να φωτίζει το δωμάτιο με το παρήγορο φως του. Η θάλασσα καλημέριζε το σπίτι με το φλοίσβο ή την ορμή της έτσι όπως χάϊδευε ή απειλούσε τα βράχια της ακτής.

Άνοιξε το μικρό ραδιόφωνο που περίμενε βουβό, ίσαμε εκείνη την ώρα, στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι. Οι μελωδίες από το βιολί του Καβάκου πλημμύρισαν τον αέρα του δωματίου και την ακοή του.

Έκλεισε τα μάτια του και πέρασαν εικόνες της περασμένης του ζωής, έτσι όπως οι εικόνες του φιλμ στην οθόνη του σινεμά, γρήγορες, καταιγιστικές, έως την εικόνα εκείνης της στιγμής, που στάθηκε πεισματικά χωρίς να φεύγει απ’ το μυαλό του. Εκείνης της ανικανοποίητης επιθυμίας, που στοίχειωνε ακόμα τη θύμησή του.

Θυμάται ακόμα τη στιγμή της συνάντησης τους, πριν χρόνια, σε κάποιο δρόμο της Αθήνας. Είχαν να βρεθούν χρόνια μετά από εκείνη την αποτυχημένη προσπάθεια να συνδεθούν ερωτικά. Τόσα χρόνια που δεν θυμόταν πια ποιος από τους δυο ήταν αρνητικός σε αυτήν τη συνεύρεση, αυτός ή αυτή; αυτό όμως που θυμόταν καλά ήταν η επιθυμία τους να είναι μαζί, έστω και ως φίλοι. Θυμάται τη στιγμή της συνάντησης τους μετά από χρόνια και την κουβέντα της:

«Μου χρωστάς δυο φιλιά!»

«Δυο φιλιά γιατί;» την ρώτησε.

«Ένα που δεν σμίξαμε εμείς οι δυο και ένα για τα χρόνια που πέρασαν δίχως σου» του απάντησε με ένα πικρό χαμόγελο.

Χαμογέλασε και τη χαιρέτησε φεύγοντας χωρίς απάντηση και χωρίς φιλί. Από τότε δεν βρέθηκαν ποτέ ξανά. Η ζωή τον έριξε στην άκρη του Αιγαίου σε αυτό το μικρό νησί, που του πρόσφερε ωστόσο την ήρεμη ζωή που ήθελε και τα τραγούδια της θάλασσας. Ποτέ όμως δε ξέχασε τη στιγμή και τα λόγια της «Μου χρωστάς δυο φιλιά».

Αυτός ο λόγος, εκείνης της στιγμής, τριγυρνούσε πάντα στο μυαλό του και στοίχειωνε τις σκέψεις του, έτσι που τις στιγμές της ηρεμίας του να τον ταράζει επιστρέφοντας ξανά και ξανά.

«Μου χρωστάς δυο φιλιά.»


Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ