Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Γεώργιος: “Ο Ελληνισμός ήταν πάντοτε συναρτημένος με την παιδεία του”

“Ο Ελληνισμός ήταν πάντοτε συναρτημένος με την παιδεία του”  δήλωσε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Γεώργιος, στην ομιλία που πραγματοποίησε κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης για τον εορτασμό των 70 χρόνων της Οργάνωσης Ελλήνων Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης της Κύπρου, που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 28 Νοεμβρίου στην Αίθουσα Τελετών του Παγκυπριου Γυμνασίου στη Λευκωσία. 

“Δεν μπορεί, κι αυτό επιβεβαιώθηκε πολλές φορές από την Ιστορία, να πηγαίνει καλά ο Ελληνισμός ενώ καταβαραθρώνεται η παιδεία του” τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος και συνέχισε “Και το αντίθετο παρατηρείται. Δεν μπορεί να ανυψώνεται και να καρποφορεί η Ελληνική παιδεία χωρίς άμεσες ευνοϊκές επιπτώσεις στον Ελληνισμό. Η συρρίκνωση του Ελληνισμού υπήρξε, σχεδόν πάντοτε, η κατάληξη μιας μακράς αργής πνευματικής και παιδευτικής φθοράς, που εκδηλωνόταν πιο εμφαντικά στην παραμέληση των εθνικών και θρησκευτικών αξιών και στην υποτίμηση της γλώσσας του”.

Στην εκδήλωση απηύθυναν επίσης χαιρετισμό ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Χριστοδουλίδης, και η Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Αννίτα Δημητρίου.

Ολόκληρη η ομιλία του Αρχιεπισκόπου:

Αποτελεί κοινή διαπίστωση το ότι ο άνθρωπος απειλείται, σήμερα, με πλήρη απορρύθμιση. Οι αλλαγές και οι προκλήσεις των καιρών, που διαδέχονται η μία την άλλη με ταχύτητα επιδημίας, απειλούν να κατακρημνίσουν ό,τι η ανθρωπότητα, διά των αιώνων, εδημιούργησε ως πολιτισμό. Πατροπαράδοτοι θεσμοί και παραδόσεις αμφισβητούνται. Οι έννοιες της ελευθερίας , της πατρίδας, της δημοκρατίας, της αρετής, της δικαιοσύνης, διαστρεβλώνονται. Νέες  έννοιες, αλλά και νέα επιτεύγματα της τεχνολογίας, εισβάλλουν στη ζωή μας, βρίσκοντας, εν πολλοίς, απροετοίμαστο τον άνθρωπο να διατεθεί ορθώς απέναντί τους.
Από την άλλη, τα  πανίσχυρα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας δεν μεταδίδουν, σήμερα, απλώς πληροφορίες, αλλά διαμορφώνουν τις απόψεις των ανθρώπων για τη ζωή και το νόημά της, κατευθύνουν τις επιθυμίες  και τις ανάγκες τους, επηρεάζουν τον αξιολογικό προσανατολισμό τους.

Σ’ έναν  τέτοιο κόσμο, η  Ιστορία εναποθέτει και πάλι, ένα μοναδικό ρόλο στους ώμους τους Παιδείας μας, η οποία καλείται να αντλήσει από τις βαθιές πηγές της, να αγγίξει και να θεραπεύσει τις σύγχρονες πληγές του ανθρώπου και να δώσει προσανατολισμό στη ζωή του.
Ευχαριστώ ιδιαίτερα το Διοικητικό Συμβούλιο της ΟΕΛΜΕΚ που  μου ανέθεσε, με την ευκαιρία των 70 χρόνων από την ίδρυση της Οργάνωσης, αυτή την εισήγηση. Σκοπός μου είναι να εκφράσω την άποψη της Εκκλησίας σε ότι αφορά στο περιεχόμενο  κάποιων τομέων της Παιδείας στους κρίσιμους καιρούς που περνούμε στην Κύπρο. Η εισήγηση μου, λόγω κυρίως χρονικής στενότητας,  δεν μπορεί  να καλύψει πλήρως όλο το φάσμα της παιδείας και τη θέση της Εκκλησίας. Θα γίνει επιλεκτική αναφορά σε μερικούς μόνο τομείς.

Η σκέψη όλων πάει πίσω, στο 1953, όταν η Εκκλησία, διά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Γ΄ αντιδρώντας στις συνεχείς επεμβάσεις της αποικιοκρατικής κυβέρνησης στα σχολεία  απευθύνθηκε  στους εκπαιδευτικούς της Μέσης Εκπαίδευσης και ίδρυσε την ΟΕΛΜΕΚ, όχι ως συνδικαλιστική αλλά ως εθνική και εκπαιδευτική έπαλξη. Η Μέση Εκπαίδευση ήταν κάτω από τον έλεγχο της Εκκλησίας και καθώς οι επαναστατικές διεργασίες βρίσκονταν σε εξέλιξη και εκυοφορείτο ο απελευθερωτικός μας αγώνας, θα ΄πρεπε οι οργανωμένοι εκπαιδευτικοί, και μέσω τους και οι μαθητές, να αξιοποιηθούν για τις ανάγκες του αγώνα.

Παρά το γεγονός ότι από το 1960 η οργάνωση μετετράπη και σε συνδικαλιστική, κάποτε με τον ρόλο της να παρεξηγείται, ο διφυής χαρακτήρας της εξακολουθεί να παραμένει. Η κοινωνία βλέπει την ΟΕΛΜΕΚ κυρίως ως εθνική εκπαιδευτική έπαλξη.

Στο περιοδικό της Εκκλησίας της Κύπρου «Απόστολος Βαρνάβας», και ειδικά στο τεύχος Οκτωβρίου – Νοεμβρίου του 1953, αναφέρεται μεταξύ άλλων: «Διασαφηνίζεται ότι η υπό ίδρυσιν Οργάνωσις Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης θα έχει εθνικόν χαρακτήρα και κύριος σκοπός της θα είναι η προάσπισις της εθνικής παιδείας του τόπου, εναντίον οιωνδήποτε επιβουλών».

Ξέρω πως, μιλώντας σε σας, που είστε κυρίως εκπαιδευτικοί, με όσα θα πω, ή τουλάχιστον με τα περισσότερα από αυτά, δεν «κομίζω γλαύκα εις Αθήνας». Δεν αποφεύγω, ωστόσο,  να τα πω, τόσο για τους μη εκπαιδευτικούς, όσο και για τη δομή του λόγου:
Χωρίς αμφιβολία η Παιδεία αποτελεί τη βάση της προόδου και της ευημερίας κάθε λαού και διαγράφει το εθνικό του μέλλον.

Παιδεία προσφέρει ολόκληρη η κοινωνία με τους ποικίλους θεσμούς της, αλλά και τα έθιμά της, τον τρόπο ζωής των πολιτών, τα ΜΜΕ και όλο γενικά τον εμφανή και τον λανθάνοντα πολιτισμό της. Γι’ αυτό και μιλούμε για παιδεία και εκεί που δεν υπάρχουν σχολεία. Στα πλαίσια της ομιλίας αυτής θα περιοριστώ στην παιδεία  που προσφέρεται προγραμματισμένα από το σχολείο. Με αυτό τον περιορισμό, η παιδεία αποτελεί, στην πράξη, τον προγραμματισμό της Πολιτείας για το τι είδους Κοινωνία θέλει να δημιουργήσει και κυρίως για το τι είδους πολίτη θέλει να πλάσει.

Η παιδεία πέραν από την προσφορά γνώσεων στοχεύει και στην προσφορά αγωγής. Σε περιπτώσεις, μάλιστα, όπως τη δική μας, του Κυπριακού Ελληνισμού και γενικότερα του Ελληνισμού, στην προσφορά κυρίως αγωγής πρέπει να προσανατολίζεται το εκπαιδευτικό σύστημα. Γιατί από την αγωγή που θα προσφερθεί, τη φιλοσοφία ζωής που θα μεταδοθεί στους μαθητές και από την προσωπικότητα που αυτοί θα βοηθηθούν να αναπτύξουν, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό η ευαισθησία που θα επιδείξουν στις επιβουλές εναντίον της πατρίδας τους, καθώς και η αγωνιστική τους διάθεση. Κι είναι γνωστό πως η γεωγραφική μας θέση προκαλεί συχνά τέτοιες επιβουλές.

Ο Ελληνισμός ήταν πάντοτε συναρτημένος με την παιδεία του. Δεν μπορεί, δηλαδή, κι αυτό επιβεβαιώθηκε πολλές φορές από την Ιστορία, να πηγαίνει καλά ο Ελληνισμός ενώ καταβαραθρώνεται η παιδεία του. Και το αντίθετο παρατηρείται. Δεν μπορεί να ανυψώνεται και να καρποφορεί η Ελληνική παιδεία χωρίς άμεσες ευνοϊκές επιπτώσεις στον Ελληνισμό. Η συρρίκνωση του Ελληνισμού υπήρξε, σχεδόν πάντοτε, η κατάληξη μιας μακράς αργής πνευματικής και παιδευτικής φθοράς, που εκδηλωνόταν πιο εμφαντικά στην παραμέληση των εθνικών και θρησκευτικών αξιών και στην υποτίμηση της γλώσσας του.

Με την υποδούλωση σε ξένους δυνάστες και ιδιαίτερα καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η μέριμνα και η φροντίδα για την Ελληνική παιδεία περιήλθε στα χέρια της Εκκλησίας, που ήταν ο μόνος θεσμικός φορέας που διατηρήθηκε και δρούσε ανάμεσα στους υποδούλους. Και στην Κύπρο, στους ύστερους αιώνες της δουλείας, πάλιν η Εκκλησία ίδρυσε τα πρώτα σχολεία και υπό την αιγίδα της εργάστηκαν αργότερα και τα υπόλοιπα.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια ιδρύθηκε, το 1812, από τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και η Ελληνική Σχολή, που εξελίχθηκε αργότερα στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Κι αξίζει τον κόπο να επισημάνουμε τους στόχους Παιδείας που έθεσε τότε ο αοίδιμος Εθνομάρτυρας, να δούμε τους τρόπους με τους οποίους οι στόχοι αυτοί πραγματώθηκαν, σε συνδυασμό με τους στόχους που πρέπει να έχει σήμερα η Παιδεία μας και πώς αυτοί αναμένεται να πραγματοποιηθούν.

Πλάι στους Τούρκους ο Κυπριανός έβλεπε και τον άλλο μεγάλο εχθρό του έθνους, την αγραμματοσύνη. Αποφασίζει να ιδρύσει την Ελληνική Σχολή αφού κατάλαβε ότι η Κύπρος «πάσχει μέγαν αυχμόν παιδείας». Ο Κυπριανός θεωρεί ότι η απαιδευσία είναι αιτία πλείστων κακών, τη συνδέει μάλιστα και με την κακοήθεια. Συνδυάζοντας την απαιδευσία με την κακοήθεια, φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Κυπριανός αποδίδει πρωτίστως ανθρωποπλαστικό χαρακτήρα στην παιδεία και κατά δεύτερο λόγο γνωσιολογικό. Η ίδρυση επομένως της Ελληνικής Σχολής στοχεύει πρώτα να διαπλάσει χαρακτήρες. Να προέρχονται από αυτήν άνδρες «θεοσεβείς, φρόνιμοι, πολιτικοί, χρηστοήθεις…»

Ο ανθρωποπλαστικός χαρακτήρας της αγωγής που επιδιώκει ο Κυπριανός δεν θα προκύψει από κάποιο αμφιβόλου αξίας πρότυπο αλλά με τα «ελληνικά μαθήματα» τα οποία κατά την έκφρασή του «είναι το μόνον μέσον όπου στολίζουσι τον ανθρώπινον νουν και όπου αποκαταστήνουσι τον άνθρωπον άξιον τω όντι άνθρωπον».

Κύριος στόχος της παιδευτικής προσπάθειας του Κυπριανού είναι να δημιουργήσει ταυτότητα σ’ όσους μετέχουν σ’ αυτή, που να συνδέεται, με τις αξίες της θρησκείας και της πατρίδος. Θέτει την επιδίωξη αυτή ως διακήρυξη στην προμετωπίδα της Ιδρυτικής Πράξης της Ελληνικής Σχολής. «Θνήσκε υπέρ πίστεως και μάχου υπέρ Πατρίδος». Και επεξηγεί: «Οι υπέρ πίστεως και πατρίδος αγωνιζόμενοι και υπό Θεού στεφανούνται και παρά ανθρώποις εγκωμιάζονται». Και αλλού σημειώνει: «παρώτρυνε ημάς εις τούτο το ευσεβές και θεάρεστον έργον και ο ζήλος της πατρίδος». Ασφαλέστατα, ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός ιδρύοντας την Ελληνική Σχολή ανέμενε από αυτή κάτι πέραν από του να γίνει κέντρο παιδείας και Επιστήμης. Η σκέψη του ήταν προσανατολισμένη, όπως και όλες οι άλλες ενέργειές του, προς την εθνική αποκατάσταση, προς το όραμα της απελευθέρωσης. Έκρινε ότι πριν από την απόκτηση της εθνικής ελευθερίας απαιτείτο η πνευματική αφύπνιση.

Ιδρύοντας Ελληνική Σχολή, όπου θα διδάσκονταν ελληνικά μαθήματα, και αναφέροντας στην Ιδρυτική Πράξη της ότι ντρεπόταν για τις προσαπτόμενες στους Κυπρίους κατηγορίες ότι δεν είχαν σχολή για «να ρυθμίζωσι καν την βάρβαρον γλώσσαν τους», φανερώνει τη σημασία που έδινε ο Κυπριανός  στην γλώσσα τόσο για την πνευματική ανάπτυξη όσο και για την εθνική αφύπνιση. Η γλώσσα είναι εκείνη που συνδέει και ιστορικά τον Ελληνισμό, αφού αυτή ομιλείται για 35 και πλέον αιώνες από τις διαδοχικές γενεές των Ελλήνων.

Γλώσσα και σκέψη είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Αν δεν κατέχεις καλά τη γλώσσα, δεν έχεις εργαλείο για να σκεφτείς. Δεν έχεις σχηματίσει τις κατάλληλες κατηγορίες για να συνδέσεις τις ιδέες. Γλώσσα και θρησκεία, εξάλλου, αποτελούν τους δύο βασικότερους πυλώνες για τη διαμόρφωση του ελληνικού έθνους. Γι’ αυτό και διαχρονικά οι δυο αυτοί  θεμελιώδεις παράγοντες διαμόρφωσης της ελληνικής εθνικής συνείδησης  βρέθηκαν στο στόχαστρο των εχθρών του ελληνισμού.

Η εκμάθηση της ορθής ελληνικής γλώσσας αλλά και της φιλοσοφίας και των άλλων μαθημάτων, που θα διδάσκονταν στην Ελληνική Σχολή, θα είχε ως αποτέλεσμα τη στενότερη σύνδεση των Κυπρίων με το Ελληνικό Κέντρο καθώς και τον υπόλοιπο Ελληνισμό. Ήταν κι αυτός ένας από τους στόχους του Εθνομάρτυρα ο οποίος στις συνθήκες εκείνων των ημερών δεν μπορούσε να διακηρυχθεί επίσημα.

Λόγω της επιδίωξής του να κατοχυρώσει και να προστατεύσει τους στόχους της Παιδείας που έθετε, ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός έθεσε την Παιδεία υπό την προστασία της Εκκκλησίας, αφιερώνοντας την Σχολή «τη πανσωστική αγία Τριάδι, αυτώ τω τρισυποστάτω ενί και μόνω Θεώ». Μέσα στην Εκκλησία διασώζεται διαχρονικά η γλώσσα μας. Εκεί αναδεικνύεται ζωντανή η Ιστορία μας. Εκεί καλλιεργείται η παράδοση, κρατύνεται το ήθος, η έννοια της πατρίδας προστατεύεται και επιβιώνει.

Σ’ αυτό το πλαίσιο και κάτω απ΄ αυτές τις συνθήκες αναπτύχθηκε η παιδεία καθόλη τη διάρκεια των χρόνων της δουλείας της Κύπρου. Η Ελληνική και Χριστιανική μας παιδεία ήταν η αντίσταση απέναντι στην προσπάθεια αφελληνισμού του τόπου που επιχειρούσαν οι κατακτητές.

Μετά την ανεξαρτησία, αφού η Βρετανική δολιότητα ανήγαγε τη μειονότητα του 18% σε κοινότητα η Παιδεία ανετέθη από το Σύνταγμα στην κάθε κοινότητα ξεχωριστά. Κι αναφερόμαστε, ασφαλώς, απόψε,  στην Παιδεία της Ελληνικής Κοινότητας. (Το Υπουργείο Παιδείας γέννημα ανάγκης, αντικατέστησε μετά την Τουρκανταρσία, την Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση). Σκοπός, της Παιδείας μας παραμένει το να διαπλάσει χαρακτήρες, να μορφώσει και να δώσει κατεύθυνση και πορεία ζωής στους Έλληνες της Κύπρου, που είναι ταυτόχρονα και Ορθόδοξοι Χριστιανοί, χωρίς να αποκλείει και οποιονδήποτε άλλον το επιθυμεί, αυτής της Παιδείας.

Δύο βασικοί παράγοντες, που πρέπει να εξακολουθούν να  επηρεάζουν καθοριστικά την Παιδεία μας, είναι αναντίλεκτα  η εθνική καταγωγή και η θρησκευτική ταυτότητά μας. Κι είναι φυσικό να αναμένουμε οποιοδήποτε περιεχόμενο της Παιδείας μας, όχι μόνο να μην έρχεται σε αντίθεση με τα χαρακτηριστικά των δύο αυτών παραγόντων, αλλά και να τα προάγει.

Από την άλλη, στο περιβάλλον και τις   συνθήκες που ζούμε σήμερα, σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, στην Ενωμένη Ευρώπη,  η  Παιδεία δέχεται πολλές πιέσεις.  Δεν είναι απαθής δέκτης των κοινωνικών μετασχηματισμών ούτε και ουραγός των κοινωνικών εξελίξεων. Είναι ζωντανός οργανισμός και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να προσαρμόζεται συνεχώς σ’ ότι αφορά στα μέσα, στις μεθόδους, στην προσέγγιση, στη στάση και στα συστήματα, μέσα στα γενικότερα πλαίσια μιας κοινωνίας που εξελίσσεται, προβάλλοντας,  όμως, αντίσταση στην αλλοίωση των κυρίων χαρακτηριστικών της και των κυρίων επιδιώξεών της.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η “γνωσιολογική έκρηξη” που παρατηρείται, σήμερα, σ’ όλους τους τομείς της έρευνας, εισβάλλει και στα αναλυτικά μας προγράμματα είτε με νέα μαθήματα, άγνωστα σε παλαιότερες  εποχές, είτε με ένταξη νέας ύλης σε παλαιότερα και θα πρέπει να τύχει των κατάλληλων χειρισμών. Παράλληλα,  δημιουργείται και η ανάγκη νέας αντίκρυσης των πραγμάτων, που προκύπτουν με τις νέες κατακτήσεις των επιστημών, καθώς και  υπεύθυνη τοποθέτηση στα φοβερά διλήμματα που παρουσιάζονται.

Θα θίξω, σε συντομία,  τις δυσκολίες από το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης και της πολυπολιτισμικότητας στο σχολείο.

Η παγκοσμιοποίηση, η οποία καταργεί σύνορα και αγνοεί εθνικές, θρησκευτικές, ή άλλες ιδιαιτερότητες ενός λαού, βρίσκει θιασώτες και στον τομέα της Παιδείας. Αν, όμως, το εμπόριο, η τεχνολογία, η ελεύθερη ροή κεφαλαίου διεθνώς, μπορούν να ωφεληθούν από την ομογενοποίηση και την παγκόσμια επιβολή, άλλοι παράμετροι του ανθρωπίνου βίου, όπως η Παιδεία, κινδυνεύουν από την παγκοσμιοποίηση.

Η έννοια  της παγκοσμιοποίησης είναι αντιφατική προς την ίδια την ανθρώπινη φύση. Πεμπτουσία της ανθρώπινης ταυτότητας είναι η ιδιαιτερότητα. Πολλοί, μεμονωμένα άτομα, αλλά και κόμματα, που επιδιώκουν να κυβερνήσουν και να επιβάλουν αυτές τις απόψεις τους, διερωτώνται σε τι μας χρειάζεται η Ιστορία, η πολύπλοκη γλώσσα μας με τη  δύσκολη γραμματική και το δυσκολότερο συντακτικό της, η προσήλωση στην παράδοση. Πρέπει, λεν, να είμαστε πραγματιστές και όχι ουτοπιστές. Να ξεχάσουμε τους “μύθους”, να αρνηθούμε το παρελθόν μας.

Ποια θα πρέπει να είναι η απάντησή μας σ’αυτή την πρόκληση ;

Παρόλο που έχουμε συναίσθηση του σημερινού πολυπολιτισμικού χαρακτήρα της κυπριακής κοινωνίας, οι εκπαιδευτικοί μας στόχοι πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με μια μακροπρόθεσμη πολιτική εθνικής και φυσικής επιβίωσης του Ελληνισμού στην Κύπρο. Δεν πρέπει η διαπολιτισμική αγωγή να γίνει το μέσον για κατάργηση ή υποβάθμιση της εθνικής αυτοσυνειδησίας μας. Θα σεβαστούμε τους άλλους, τα χαρακτηριστικά και τον πολιτισμό τους, αλλά δεν θα αλλοιώσουμε την Ιστορία μας, δεν θα καταργήσουμε τα εθνικά μας σύμβολα, ούτε και θα υποβαθμίσουμε τις εθνικές επετείους μας.

Η Παιδεία μας θα πρέπει να αντισταθεί στις προκλήσεις των καιρών. Θα πρέπει να εξακολουθήσει να διατηρεί άσβεστη τη μνήμη των κατεχομένων εδαφών μας και να τονώνει το εθνικό φρόνημα. Θα ενισχύει την αλληλοκατανόηση με τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας, θα αποδέχεται τους κάθε λογής μετανάστες, παρά την ευθύνη που θα πρέπει να καταλογίζει σε όσους επιτρέπουν ή ανέχονται  την ανεξέλεγκτη διοχέτευσή τους προς τις ελεύθερες περιοχές, αλλά πρώτα θα καλλιεργεί την εθνική αυτοσυνειδησία και θα απαιτεί την αποκατάσταση της δικαιοσύνης.

Επισκεπτόμενος τα σχολεία για αγιασμούς ή και ομιλίες, αλλά και συνομιλώντας  με πολλούς λειτουργούς της Παιδείας, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι , εδώ και χρόνια, επιδιώκεται  σταθερά η υποβάθμιση της ταυτότητας του κυρίαρχου τμήματος του Κυπριακού λαού, που είναι η ελληνική, έναντι της ταυτότητας των άλλων  εθνικών ομάδων που υπάρχουν στην Κύπρο.

Η καλλιέργεια και η ανάπτυξη της οικείας ταυτότητας δεν σημαίνει εθνικισμό ούτε και εθνικό ναρκισσισμό, ούτε ασφαλώς και υποτίμηση των άλλων. Σημαίνει καλλιέργεια των αξιών της παράδοσης, στέρεη γνώση της Ιστορίας και γενικά αυτογνωσία.

Κυκλοφορεί ευρέως η λανθασμένη άποψη ότι όσο απεκδυόμαστε την ελληνικότητά μας, τόσο προσεγγίζουμε τους Τουρκοκύπριους και, κατά συνέπεια, πλησιάζουμε στη διευθέτηση του προβλήματός μας. Η πείρα τόσων χρόνων διαπραγμάτευσης θα πρέπει να έχει πείσει τους πάντες ότι εκείνο που επιτυγχάνουνε, απεκδυόμενοι την ελληνικότητά μας, είναι να απομακρυνόμαστε από την Ελλάδα, και να χάνουμε το μοναδικό στήριγμα που έχουμε εδώ και τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια, αλλά και να χάνουμε τον προσανατολισμό μας.

Κατανοούμε τους κινδύνους που ελλοχεύουν στη σύγχρονη συνάντηση των εθνών. Απολυτοποίηση του έθνους  οδηγεί στον εθνικισμό, ενώ απολυτοποίηση της οικουμένης οδηγεί στον κοσμοπολιτισμό. Στην πρώτη περίπτωση υπάρχει εγκλεισμός στην εθνική ταυτότητα και απόρριψη οποιασδήποτε κοινωνίας με τους άλλους, οπότε ο άνθρωπος οδηγείται στη μισαλλοδοξία και στην έλλειψη ανοχής απέναντι στη διαφορά. Στη δεύτερη περίπτωση οδηγούμαστε στη δημιουργία ανθρώπων και λαών χωρίς ταυτότητα, στη μαζοποίησή τους και στην παράδοσή τους, χωρίς αντίσταση, στον πολιτισμικό ιμπεριαλισμό.

Έθνος και οικουμένη αποτελούν επί μέρους όψεις της αλήθειας και η διαλογική τους σχέση πρέπει να’ ναι το ζητούμενο της αγωγής. Ιδιαίτερα εμείς οι Έλληνες της Κύπρου, που συναντούμε σήμερα πολλές προκλήσεις από την πολυχρόνια εκκρεμότητα του εθνικού μας θέματος, τώρα που μερικοί δεν υποτιμούν απλώς προγονικές αξίες, αλλά παραγνωρίζουν και Ιστορία και παραδόσεις και ξεπουλούν ακόμα και πατρογονική γη, πρέπει, χωρίς να παραβλέπουμε την ένταξή μας στην παγκόσμια κοινωνία, να βρούμε την αυτογνωσία μας μέσα από τις πηγές της ζωής μας, τις διαχρονικές αξίες της Παιδείας μας, την οποία θα πρέπει να προφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού από κάθε παγκοσμιοποίηση και αλλόφυλη επιβουλή.
Θα θίξω, επιλεκτικά, και τις προκλήσεις από την ανάπτυξη των Επιστημών και της Τεχνολογίας:

Είναι γεγονός πως τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρήθηκε μια άνευ προηγουμένου ανάπτυξη στην Επιστήμη και κυρίως στην Τεχνολογία, τις πρακτικές δηλ. εφαρμογές της πρώτης. Αυτή η ανάπτυξη ωφέλησε κατά πολύ τους ανθρώπους και τους απάλλαξε από πολύ ιδρώτα. Υπολογίζεται  πως όσα απολαμβάνει σήμερα μια μέση οικογένεια στην καθημερινή της ζωή, (ύπαρξη δικτύου διανομής νερού στα σπίτια, ηλεκτρικό ρεύμα, κλιματισμός, ηλεκτρικό σίδερο, αποχέτευση, ταχυδρομείο, τηλέφωνο κ.ά), ισοδυναμούν με τις υπηρεσίες πενήντα δούλων της αρχαιότητας. Το συνειδητοποιούν πλήρως οι μεγαλύτεροι στην ηλικία, γιατί ξέρουν τι σημαίνει  φωτισμός με το λυχνάρι, θέρμανση με ξύλα, πλύσιμο στο χέρι, μεταφορά  νερού από ένα πηγάδι στο κέντρο της κοινότητας κ.ά.

Πολύ περισσότερες είναι  οι ευκολίες από τα αυτοκίνητα, τα αεροπλάνα, τα Μ.Μ.Ε, την  πρόοδο της Ιατρικής, την ανακάλυψη και παρασκευή νέων φαρμάκων, πράγματα που έχουν οδηγήσει στην καταπολέμηση πολλών ασθενειών και στην αύξηση του μέσου όρου ζωής των ανθρώπων, το διαδίκτυο, την τεχνητή νοημοσύνη και γενικά την ηλεκτρονική επανάσταση των ημερών μας.

Μαζί με τα θετικά αποτελέσματα, όμως, από την ανάπτυξη των Επιστημών και της Τεχνολογίας παρουσιάστηκαν και αρνητικά: Σήμερα εργάζονται μόνον λίγοι, επί πληρωμή, εγκέφαλοι. Οι περισσότεροι απολαμβάνουμε τα αγαθά της Τεχνολογίας, πατώντας κουμπιά, εφαρμόζοντας οδηγίες. Η πιο μικρή βλάβη, ακόμα και το κατά λάθος πάτημα ενός κουμπιού, στο πλυντήριο, στο αυτοκίνητο ή σε άλλη συσκευή μας, μας φέρει προ αδιεξόδου. Ζητούμε τον “ειδικό” για την επισκευή. Ατόνισε έτσι η κρίση μας, η κριτική λειτουργία του νου, κι αυτό είναι ένα μεγάλο μειονέκτημα για τη ζωή μας.

Μα κι η ελευθερία της βούλησης μας έχει πληγεί με την εκπληκτική πρόοδο των ημερών μας. Μέσα στον κατακλυσμό των προϊόντων και των διαφορετικών τύπων μηχανών, ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιλέξει εκείνο  το οποίο θέλει , ή ό,τι χρειάζεται. Επιλέγουν γι’ αυτόν άλλοι, η διαφήμιση και η προπαγάνδα. Για πολλούς, ακόμα, επήλθε και ανατροπή της κλίμακας των αξιών. Κατώτερες αξίες έχουν στη ζωή μας προτεραιότητα και παραμελούνται θεμελιώδεις πατρογονικές αξίες.

Σ’ αυτό το κλίμα των διευκολύνσεων της ζωής, υπήρξε και μια στροφή προς τις θετικές σπουδές και υποτιμήθηκαν οι ανθρωπιστικές. Κι αυτό δεν έγινε μόνο, ή κυρίως, για λόγους βιοπορισμού, αλλά για σκοπούς γοήτρου. Ένας  καλός μαθητής νιώθει υποτιμητικά να γίνει φιλόλογος ή θεολόγος· θα γίνει γιατρός, φυσικός, φαρμακοποιός. (Υπάρχουν βέβαια και οι εξαιρέσεις). Κάτω από τους τροχούς των σύγχρονων μηχανών πολλές πνευματικές αξίες συνθλίβονται και καταπατούνται.

Η τεχνολογία, βέβαια, με όλη τη γοητεία και την αποτελεσματικότητά της, είναι σαν τον πλούτο. Ηθικά ουδέτερη· ούτε καλή ούτε κακή. Δεν μπορούν, όμως, όλοι να διατεθούν ορθά απέναντί της, όπως συμβαίνει και με τον πλούτο.

Κάτω από την επίδραση των πιο πάνω, αυξάνονται στις μέρες μας οι φωνές ότι στο πολυπολιτισμικό περιβάλλον που ζούμε και λαμβανομένου υπόψη του θρησκειακού μωσαϊκού  του μαθητικού πληθυσμού, δεν έχει θέση το μάθημα των Θρησκευτικών που αφορά στη θρησκευτική ταυτότητα μιας μερίδας, έστω και της πλειοψηφίας των μαθητών, δηλαδή των Ορθοδόξων Χριστιανών. Θα επιμείνω για λίγο στο θέμα αυτό, λόγω και του θεσμού που εκπροσωπώ. Στο συνειδησιακό τάχα  επιχείρημα αυτό των ξένων μαθητών θα μπορούσαμε να αντιτάξουμε την ακολουθούμενη από το εκπαιδευτικό μας σύστημα πολιτική στα άλλα μαθήματα. Αν ο Πακιστανός, ο Σριλανκέζος, ο Ινδός, ο Αιγύπτιος κλπ., που φοιτά στα σχολεία μας, παρακολουθεί Ομήρου Οδύσσεια ή Ιλιάδα και Ελληνική Ιστορία, γιατί αυτά διαλαμβάνονται στο Εκπαιδευτικό Σύστημα του τόπου, γιατί να ενοχλεί το μάθημα των Θρησκευτικών και το περιεχόμενό του; Όπως τα άλλα μαθήματα δεν στοχεύουν να εξελληνίσουν τους μετανάστες, έτσι και τα Θρησκευτικά δεν  στοχεύουν να τους εκχριστιανίσουν.

Με την κριτική σκέψη που του αναπτύσσει  το σχολείο, ο μαθητής μπορεί να τοποθετηθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απέναντι στο περιεχόμενο του μαθήματος. Σ’έναν τόπο, με τη συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών να είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, κάνουμε προσηλυτισμό όταν διδάσκουμε την πίστη μας; Πρέπει να απολογούμαστε για τα αυτονόητα;

Εξάλλου, το μάθημα των Θρησκευτικών διακρίνεται από την Κατήχηση. Σκοπός του μαθήματος είναι να προσφέρει από τη μια γνώση για την οικεία πίστη, αλλά και γνωριμία, από την άλλη, με το πανανθρώπινο και διαχρονικό φαινόμενο της θρησκείας. Ιδιαίτερα σήμερα, που το θρησκευτικό φαινόμενο επανεμφανίζεται στο παγκόσμιο προσκήνιο, με τον θρησκευτικό φανατισμό, καθίσταται ακόμα πιο αναγκαία η επαρκής μελέτη του. Επομένως, οποιαδήποτε παραγνώριση του ρόλου  και της αξίας του μαθήματος των Θρησκευτικών αδικεί και το μάθημα, αλλά και την όλη Παιδεία.

Επι πλέον, οι στόχοι του μαθήματος των Θρησκευτικών, που είναι, κυρίως, η επίτευξη της αρμονικής συνύπαρξης του ανθρώπου με τον Θεό, τον συνάνθρωπο και τη φύση, ταυτίζονται, εν πολλοίς, και βοηθούν στην επίτευξη των στόχων μιας δημοκρατικής και ανθρώπινης Παιδείας.

Ακόμα περισσότερο συνηγορεί υπέρ της διατήρησης και ενίσχυσης του μαθήματος των Θρησκευτικών και το γεγονός ότι στη δική μας Ορθόδοξη παράδοση, τα μάθημα των Θρησκευτικών προσφέρει το όραμα της συμφιλίωσης και της καταλλαγής ανθρώπων και λαών, προβάλλει την αξιοπρέπεια του ανθρώπινου προσώπου και την ακεραιότητα της δημιουργίας, επιδιώκει την ελευθερία και τη δικαιοσύνη και συμβάλλει στην ειρήνη και στην  αδελφοσύνη, πράγματα που αποτελούν βασικές επιδιώξεις της Παιδείας.

Νομίζω πως δεν έχει νόημα το να επεκταθώ στην αρνητική τοποθέτηση κάποιων απέναντι σε άλλα δύο μαθήματα, όπως είναι η Ιστορία και τα Ελληνικά. Είναι κι αυτό μια πρόκληση όχι μόνον των καιρών αλλά και της εθνικής μειοδοσίας μας. Γιατί με την Ιστορία συνδεόμαστε με τους προγόνους μας, μελετούμε και παραδειγματιζόμαστε από τις επιτυχίες και τις αποτυχίες τους, τα λάθη και τις παραλείψεις τους και προχωρούμε πιο ασφαλισμένα προς το μέλλον. Μα και η γλώσσα οδηγεί στην εθνική μας αυτοσυνειδησία. Μας συνδέει με τους προγόνους μας. Είναι κοινοτυπία να λεχθεί ότι η γλώσσα αποτελεί προθήκη του πολιτισμού και όπου ξεπέφτει το ένα συμπαρασύρει  και το άλλο. Μια γλώσσα φτωχή υποδεικνύει και μια διάνοια φτωχή και έναν πολιτισμό φτωχό.

Θα πρέπει, επομένως, να δώσουμε την πρέπουσα σημασία και σ’αυτές τις προκλήσεις των ημερών μας. Αν επικρατήσει η «ελληνοκτόνος παιδαγωγία», με την υποτίμηση των τριών αυτών μαθημάτων, φοβούμαι ότι θα οδηγηθούμε στην ευθανασία του έθνους, και ειδικότερα του Κυπριακού Ελληνισμού. Οφείλουμε, με κάθε θυσία, να αντισταθούμε στη λαίλαπα. Η βαθιά και σωστή συνειδητοποίηση της εθνικής ταυτότητας δεν είναι μόνο πηγή σιγουριάς για μας. Αποτελεί και μέτρο αυτοκριτικής από το οποίο προκύπτει η επιθυμία για πρόοδο, για διάκριση και για συνέχιση της πολύτιμης και δεσμευτικής κληρονομιάς των προγόνων. Για μας είναι και προσταγή για απελευθέρωση του τόπου.

Αν είχαμε χρόνο κι αν δεν σας κούραζα, θα μπορούσα να αναφερθώ και σε άλλες προκλήσεις που συναντά σήμερα η παιδεία μας, εξετάζοντας τις από την πλευρά της Εκκλησίας,  όπως είναι τα ποικίλα θέματα βιοηθικής, το μάθημα της σεξουαλικής αγωγής που ταλαιπώρησε πολλούς τελευταία και άλλα. Θα τελειώσω, θίγοντας ένα άλλου είδους πρόβλημα, μιαν άλλου είδους πρόκληση για τα σχολεία μας.

Αναφέρομαι στην παρατηρούμενη – ιδίως από μας τους παλαιότερους – έκπτωση των επιπέδων της μάθησης και τη χαλάρωση των απαιτήσεων των διδασκόντων από τους διδασκομένους, συμπεριλαμβανομένης και της πειθαρχίας.

Παρατηρεί, χαρακτηριστικά, ο Γιώργος Χατζηκωστής ότι η πολιτεία σήμερα ανέχεται να υποβιβάζονται συνεχώς τα επίπεδα των σπουδών. Θα έλεγα ότι με την κατάργηση της στασιμότητας στα Γυμνάσια,  όχι μόνον ανέχεται αλλά και συμβάλλει σ’ αυτόν  τον υποβιβασμό.

Επικρατεί η λανθασμένη άποψη λέγει ο Γιώργος Χατζηκωστής,  ότι ο υποβιβασμός αυτός της Παιδείας στο επίπεδο των πολλών, αποτελεί μιαν ορθή έκφραση της δημοκρατικότητας. Το να κάνει όμως κανείς «εκπτώσεις» στην Εκπαίδευση δεν είναι δημοκρατική ιδέα· το να δείχνεις τον κατηφορικό δρόμο, όπου όλοι προχωρούν μαζί άκοπα, δεν είναι η αποστολή της Εκπαίδευσης. Αποστολή της είναι να δείχνει τον ανήφορο, τις κορυφές, τις κατακτήσεις.

Η τάση των υπευθύνων για την Παιδεία να φροντίζουν κατά πρώτο λόγο για τους αδύνατους μαθητές,  με ποικίλα μέτρα επιείκειας, φέρνει τους αποτυχημένους και τους μέτριους στο επίπεδο των άξιων και των πετυχημένων. Στην περίπτωση αυτή, σημειώνει ο Γ. Χατζηκωστής, συγχύζεται η ισότητα ενώπιον της Παιδείας με την ισότητα μέσα στην Παιδεία. Η ισότητα ενώπιον της Παιδείας θεμελιώνει τα δικαιώματα των αδύνατων, το δικαίωμα της πρόσβασης στη μόρφωση,  πράγμα δημοκρατικό· η ισότητα μέσα στην Παιδεία προσβάλλει τα δικαιώματα των καλύτερων (και επομένως και της κοινωνικής ολότητας), πράγμα ολοκληρωτικό. Γιατί είναι οι ικανοί που θα αποτελέσουν κάθε φορά, τη σπονδυλική στήλη της κοινωνίας και της πολιτείας.

Δεν είμαι απ’ εκείνους που τάσσονται υπέρ της σιδηράς πειθαρχίας στο σχολείο και της αυταρχικότητας εκ μέρους των παιδαγωγών. Ούτε όμως και υπέρ της αγωγής εκείνης, που θέλει “τα πάντα υπέρ του μαθητή”. Μεταξύ των δύο καταστάσεων πρέπει να αναζητηθεί το δέον.

Χωρίς πειθαρχία και καθοδήγηση τα παιδιά κατανοούν την ελευθερία ως ασυδοσία και καταλήγουν σε επιθετική συμπεριφορά, κάτι που αναιρεί την στοχοθεσία της αντιαυταρχικής αγωγής. Δεν υπάρχει πορεία προς την ελευθερία η οποία να μην διέρχεται από την πειθαρχία.
Αποτέλεσμα, ίσως εν μέρει και αιτία αυτής της κατάστασης, είναι και η ανάμειξη των Κομμάτων στα σχολεία. Η τάση των Κομμάτων να ελέγχουν τους νέους, από τα μαθητικά θρανία, μετέτρεψε τα μαθητικά συμβούλια σε παρακλάδια των κομματικών νεολαιών. Το λεκτικό της ΠΣΕΜ, είναι το λεκτικό συγκεκριμένης κομματικής νεολαίας, πότε της μιας, πότε της άλλης, ανάλογα με το ποια κατορθώνει να έχει την πλειοψηφία σ’αυτή. Ακούονται και φωνές για να επιτραπεί ξεκάθαρα ο κομματισμός στα σχολεία, όπως συμβαίνει και στα πανεπιστήμια.

Ο κίνδυνος υποταγής του σχολείου στις ιδεολογίες, μέσω της ανάμειξης των κομμάτων, δεν είναι ευκαταφρόνητος. Το κακό του κομματισμού και της πολιτικολογίας στα σχολεία δεν είναι μόνον η ενθάρρυνση της απειθαρχίας και της αναρχίας, αφού οι μαθητές νιώθουν ότι θα έχουν στις πράξεις τους την κάλυψη του Κόμματός τους, αλλά κυρίως η στροφή της προσοχής και των μορφωτικών ενδιαφερόντων τους σε δευτερεύοντες τομείς της ζωής, καθώς και η παραχάραξη μιας γνήσιας πολιτικής( όχι κομματικής) Παιδείας.

Η πειθαρχία στα σχολεία επλήγη βαθιά και από την κατάργηση της μαθητικής στολής στη Μέση Εκπαίδευση. Η ύπαρξη στολής είναι, αναμφίβολα, στοιχείο αγωγής. Αυτή προϋποθέτει συμμόρφωση σε κανονισμούς και δείχνει την ισότητα  όλων των μαθητών μέσα στο σχολείο.
Όσο κι αν οι πιο πάνω προκλήσεις για πολλούς είναι επουσιώδεις, νομίζω πως η πλειοψηφία της κυπριακής κοινωνίας τις θεωρεί σοβαρές. Θεωρεί, επίσης, ότι οι δυσκολίες στο έργο του σχολείου, εξαιτίας τους, δεν είναι αμελητέες.

Πώς θα αντιμετωπισθούν αυτές οι προκλήσεις; Η Εκκλησία και οι παιδαγωγοί έχουν την απάντηση. Φτάνει αυτοί που εφαρμόζουν πολιτικές να ενστερνιστούν την αλήθεια και να αποφύγουν δημαγωγική εκμετάλλευση των ανθρώπινων αδυναμιών προς κομματικό όφελος.
Ο Απ. Παύλος διακηρύττει:  “τῇ ἐλευθερίᾳ ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καὶ μὴ πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε”. Κι η ασυδοσία είναι μορφή δουλείας, ασφαλώς. Και ξανά συμβουλεύει ο Παύλος “Ὑμεῖς ἐπ’ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί· μόνον μὴ τὴν ἐλευθερίαν εἰς ἀφορμὴν τῇ σαρκί, ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις”. Η ελευθερία δηλ. δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως αφορμή για σαρκική ζωή. Ούτε, βέβαια,  και για αυθαιρεσίες στον χώρο της Παιδείας. Ως προς το θέμα της στολής, η Εκκλησία τονίζει ότι η προσωπικότητα έχει μεγαλύτερη αξία από την εμφάνιση. Και προς τη δημιουργία ισχυρής προσωπικότητας πρέπει να κατευθύνουμε τους μαθητές.

Μακρυά από τον κύριο ελληνικό κορμό, λίγοι σε αριθμό, κρατημένοι από την Ιστορία και τη γλώσσα μας, στηριζόμενοι στην Ορθόδοξη πίστη μας, αν θέλουμε να έχουμε συνέχεια και προοπτική θα πρέπει να συγκεντρώσουμε τις προσπάθειές μας στη συνέχιση και ενίσχυση μιας παιδείας που ως ελληνική παιδεία επεβλήθη σε περιόδους αποικιοκρατίας και που παλαιότερα συντήρησε το έθνος.

Νομίζω πως καταχράστηκα κατά πολύ τον χρόνο σας. Τελειώνω, ευχόμενος κάθε επιτυχία στους στόχους της ΟΕΛΜΕΚ, εθνικούς, εκπαιδευτικούς, συνδικαλιστικούς. Να συμβάλει κυρίως στον εθνικό προσανατολισμό των μαθητών, μέχρι την απελευθέρωση.


Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ

Προηγούμενο άρθροΒ. Ζελένσκι: «Σε νέα φάση περνάει ο πόλεμος με τη Ρωσία»
Επόμενο άρθροCOP28: Η σύσταση Ταμείου για τις Κλιματικές Καταστροφές έχει εγκριθεί

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ