ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ

του Δημήτρη Προβάρδου


Νύχτα παραμονής πρωτοχρονιάς. Ένα καράβι τρικάταρτο, πλησίστιο πλέει σε πέλαγος ονείρων, ολόφωτο.

Δεν ήθελε δέντρα με μπάλες και στολίδια, δεν τον γέμιζε αυτό το ξενόφερτο έθιμο όπως έλεγε κάθε που έρχονταν τα Χριστούγεννα και οι γιορτές του δωδεκαήμερου και έβλεπε τα σαλόνια με τα στολισμένα χριστουγεννιάτικα δέντρα στα φιλικά του σπίτια, ή στα μαγαζιά.

«Εμένα μου αρέσει το καραβάκι, έλεγε, μου θυμίζει το νησί μου όταν ήμουν παιδί και γυρνούσα με τους φίλους μου να πούμε τα κάλαντα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, ή των φώτων».

Κάθε χρόνο, ας ήταν μονάχος «κούτσουρο έμεινα», όπως έλεγε, του άρεσε εκείνο το καραβάκι, ένα ομοίωμα φρεγάτας που είχε κατασκευάσει, «όταν τα χέρια του έπιαναν ακόμα», με τα τρία κατάρτια τα ανοιχτά πανιά του και τα πολύχρωμα σημαιάκια, αντίγραφα σημάτων του ναυτικού αλφαβήτου και των αριθμητικών ναυτικών επισειόντων*. Τώρα το εορταστικό στόλισμα του αντίγραφου συμπλήρωνε τις βραδινές ώρες μία γιρλάντα με μικρά λευκά φωτάκια, που έριχναν μια γλυκιά αναλαμπή στο σκοτεινό σαλόνι του και τον ταξίδευαν στα μέρη που είχε ταξιδέψει ή σε προορισμούς που δεν πρόφτασε να δει. «Τι τα θες, ατέλειωτος ο κόσμος και η θάλασσα απέραντη», απαντούσε κάθε φορά που του έλεγαν ότι γύρισε τον κόσμο ολόκληρο.

Πέρασε τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς με χαρούμενη διάθεση τριγυρισμένος από τα παιδιά και τα εγγόνια του. Έδωσε και πήρε δώρα και ευχές για την καλή χρονιά και όταν έφυγαν και οι τελευταίοι επισκέπτες του, μελαγχόλησε λιγάκι από την εκκωφαντική σιωπή που κυριάρχησε λίγο μετά τη χαρά της γιορτής.

Έσβησε τα φώτα και ετοιμάστηκε να ξαπλώσει για ύπνο. Αύριο θα ήταν μια νέα ημέρα, ένας νέος μήνας και μια νέα χρονιά, ένας χρόνος ακόμα στην πλάτη του, σε αυτό το δύσκολο φορτίο των γηρατειών. Πήγε να σβήσει τα φωτάκια που φώτιζαν την μικρή φρεγάτα στο σαλόνι, αλλά το μετάνιωσε. «Χρονιάρα μέρα σήμερα», σκέφτηκε, «ας την αφήσω να φωτίζει εορταστικά το σαλόνι, έτσι σαν παρηγοριά». Πήγε για ύπνο με το γλυκό φως της γιρλάντας να συντροφεύσει τα όνειρα του. Την επομένη θα ερχόταν η κόρη του να συμμαζέψει το παρατημένο εορταστικό τραπέζι, να τακτοποιήσει λίγο τον χώρο και να τον πάρει στο σπίτι της για το γεύμα της πρωτοχρονιάς. Ήταν οι μόνες ημέρες που βρίσκονταν μαζί.

Τι ήταν αυτός ο θόρυβος που τάραξε τον ύπνο του; φωνές ανθρώπων αντικείμενα που κροτούσαν, έτσι όπως ακούγεται ένα καράβι που ετοιμάζεται να ξεκινήσει το μπάρκο του. Σηκώθηκε νυσταγμένος και τράβηξε κατά το σαλόνι που ακουγόταν ο θόρυβος και οι φωνές.

«Άντε, εσένα θα περιμένουμε για να φύγουμε;», φώναξε ένας αγριεμένος τύπος που ως φαίνεται ήταν ο καπετάνιος της φρεγάτας. «Είμαστε έτοιμοι κι εσύ τώρα μου έρχεσαι με το πάσο σου, ανέβα να λύσουμε τα πανιά, εκεί στον φλόκο, γρήγορα είπα».

Για πότε ξύπνησε, για πότε σάλταρε στην κουβέρτα και ανέβηκε να λύσει τους φλόκους, ούτε που το κατάλαβε. Η φρεγάτα βγήκε από το λιμάνι και απλώνοντας τα υπόλοιπα πανιά της, έμοιαζε με φτερωτό άγγελο που γλιστρούσε στην πλάτη της θάλασσας, χαριτωμένη, περήφανη, πλησίστια.

Το ταξίδι κυλούσε ήρεμα μέσα σε μια ήσυχη θάλασσα. Ρωτούσε και ξαναρωτούσε για τον προορισμό τους, αλλά ούτε ο καπετάνιος, ούτε οι αξιωματικοί, ούτε ο λοστρόμος, ούτε και το πλήρωμα έλεγε κουβέντα. «Φαίνεται θα είναι κάποια μυστική αποστολή», σκέφτηκε και δεν ξαναρώτησε για τον προορισμό τους κανένα.

Είχαν ρότα βορειοδυτική, προς Μαΐστρο, όπως λένε οι ναυτικοί, ή Σκύρωνα όπως έλεγαν οι αρχαίοι. Ημέρα και νύχτα εναλλάσσονταν ομαλά, ο καιρός πρίμος και το ταξίδι ήσυχο, δίχως απρόοπτα. Μια ημέρα όμως η σταθερή εναλλαγή του φωτός με το σκοτάδι, σταμάτησε απότομα και κυριάρχησε το απόλυτο σκοτάδι, σαν να έπλεαν νύχτα κάτω από άναστρο και αφέγγαρο ουρανό, μα έπλεαν σε μια τεράστια θαλασσινή σπηλιά που η αρχή της στένευε σαν ποτάμι, για να καταλήξει σε μια τεράστια σκοτεινή λίμνη.

«Μαζέψτε τα πανιά, δέστε τις μούδες, ρίξτε την άγκυρα. Φτάσαμε στον προορισμό μας» φώναξε ο καπετάνιος. «Ως εδώ ήταν το ταξίδι μας, τώρα θα αναλάβει για τα υπόλοιπα ο Άρχοντας του τόπου. Ο δικός μας ρόλος τελείωσε». Ξεμπάρκαραν όλοι του με τάξη και ησυχία. Ένας αμίλητος μαυροφορεμένος βαρκάρης ανέλαβε να τους μεταφέρει στον τελικό προορισμό τους μέσα από ένα άλλο ποτάμι που κατέβαινε.

Την άλλη μέρα, μάταια η κόρη του χτυπούσε το κουδούνι της εξώπορτας του. Έβγαλε τα κλειδιά της, άνοιξε την πόρτα και φώναξε, καμία απάντηση. Πήγε στο δωμάτιο του και τον βρήκε ξαπλωμένο στο κρεβάτι του, ήσυχο και γαλήνιο, με ένα χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη του. Είχε φτάσει στον τελικό του προορισμό, έτσι όπως ήθελε να πάει, πλέοντας. Από το σαλόνι η ολόφωτη πλησίστια φρεγάτα των Χριστουγέννων έλειπε, αφήνοντας στη θέση της το κενό.

1 ΦΡΕΓΑΤΑ Ο όρος “φρεγάτα” προήλθε από την περιοχή της Μεσογείου θαλάσσης περί τα τέλη του 15ου αιώνα, για να αναφερθεί σε ελαφρά πλοία τύπου γαλεάτσα (galleazza) με κουπιά, ιστία και ελαφρύ οπλισμό, ευκίνητα και ευέλικτα

2 ΦΛΟΚΟΣ Ουσιαστικό επεξεργασία. φλόκος αρσενικό. Μικρό τριγωνικό πανί της πλώρης ιστιοφόρου. Συνώνυμα · αρτέμων.

3 ΛΟΣΤΡΟΜΟΣ ο επικεφαλής του κατώτερου πληρώματος ενός πλοίου, αυτός που επιβλέπει όλες τις απαραίτητες εργασίες. Συνώνυμο ΝΑΥΚΛΗΡΟΣ

4 ΜΟΥΔΕΣ Όταν μειώνουμε ιστιοφορία, λέμε ότι παίρνουμε μούδες, δηλαδή μειώνουμε το εμβαδόν των πανιών

5 ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΟ ΕΠΙΣΕΙΩΝ Ο επισείων είναι συνήθως ένα αρκετά επίμηκες τρίγωνο ή ορθογώνιο σημαιάκι που αντιπροσωπεύει αριθμό


Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ

Προηγούμενο άρθροΕγκαίνια δύο εκθέσεων: “Fake (f)or Real” και “Η κρυφή γοητεία της πλαστογραφίας
Επόμενο άρθροΗ Κυβέρνηση διαψεύδει ότι «φαγώθηκε» ο Γιωργάλλας για το δόγμα και ο Γιωργάλλας δεν σχολιάζει

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ